Επιλεγμένες ετικέτες

Αυτονομημένη ατάκα ανεκδότου, από τις πολλές που κυκλοφορούν ακόμη και στην παρούσα ιστιοσελίδα, ξέρετε καλά ποιες είστε...

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι δεν αντέχουμε άλλο αυτό που μας συμβαίνει ή που ακούμε. Συνώνυμο του έλεος, του έλεορ του πολυέλεος, αλλά και του νισάφι.

Ενίοτε χρησιμοποιείται και το θρησκευτικό «ήμαρτον», όταν αυτός που μας έχει πει τη μαλακία είναι καμμία γιαγιούμπα, η πεθερά μας, ο διευθυντής μας και λοιποί εκπρόσωποι της καταδυνάστευσής μας, στ' αυτιά των οποίων το original νταν ρε πούστη νταν είτε δεν «γράφει» είτε φοβόμαστε ότι θα εστιάσουν στο ρε πούστη κι όχι στο διπλό νταν που είναι και το ζουμί.

  1. (το ανέκδοτο, από το διαδίκτυο)
    Μια νοικοκυρά, ενώ λείπει ο άντρας της στο εξωτερικό, τον κερατώνει. Μία μέρα, πάνω στο γαμήσι, μπαίνει ο άντρας της μέσα στο σπίτι. Η γυναίκα αναστατωμένη, κρύβει το γκόμενο άρον άρον στη ντουλάπα. Δυστυχώς όμως, τα αρχίδια του προεξείχαν. Μπουκάρει ο άντρας της, την βλέπει γυμνή και της λέει:

- Τι έκανες μωρή πουτάνα;
- Τίποτα, εσένα σκεφτόμουν αγάπη μου.

Βλέπει τα αρχίδια όμως ο άντρας και λέει:

- Τι είναι αυτά μωρή;
- Τίποτα, κάτι καμπανάκια χρυσέ μου.

Πάει αυτός, τα κουνάει, δεν ακούγεται τίποτα. Τα χτυπά αλλά πάλι δεν ακούγεται τίποτα, οπότε λέει:

- Ρε γυναίκα, δεν δουλεύουν αυτά.

Τα χτυπά, τα ξαναχτυπά, ώσπου τελικά, ακούγεται μια αγανακτισμένη φωνή μέσα από τη ντουλάπα:

- Νταν ρε πούστη νταν.

  1. - Ας το πάρουμε πάλι από την αρχή μάγκες, γιατί στο τελευταίο κουπλέ το γάμ'κατε τη μάνα...
    - Νταν ρε πούστη νταν. Τρεις ώρες ντρίγκι ντρίγκι το ίδιο κομμάτι λες και θα παίξουμε στο Ηρώδειο, γαμώ το φελέκι μου!

a re pousti dan (από xalikoutis, 17/05/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποτελεί μετεξέλιξη της γνωστής παροιμίας «ακόμα δεν τον είδαμε Γιάννη τον εβγάλαμε» και χρησιμοποιείται όταν κάποιος καταλήγει σε εντελώς πρόωρα συμπεράσματα βάσει καθαρά θεωρητικών και επινοημένων σεναρίων. Η έκφραση προέρχεται από παλιό ανέκδοτο που ακολουθεί.

(Δύο άγνωστοι πιάνουν κουβέντα σε παγκάκι στον Εθνικό Κήπο).

- Καλημέρα κοπελιά, με λένε Θανάση! - Γεια σου Θανάση, είμαι η Λίλιαν. Ήρθες και συ να ταΐσεις τις πάπιες;

(Από την αρχή υπήρξε αμοιβαία συμπάθεια και η συζήτηση γρήγορα στράφηκε σε προσωπικά θέματα).

- Ο Περικλής ήταν δυο χρόνια μικρότερος από τον πατέρα μου... Πηρά την δύναμη να τον χωρίσω, έχοντας διαβάσει Γιαλόμ που γράφει για τις σχέσεις ότι...

(Η χημεία μεταξύ των δύο ήταν εκρηκτική και γρήγορα άρχισαν να ονειροπολούν…)

- Θανάση, ούτε ένα τέταρτο δεν μιλάμε, αλλά αισθάνομαι ότι γνωριζόμαστε μια αιωνιότητα...
- Λίλιαν το ίδιο αισθάνομαι και εγώ. Νιώθω πιο κοντά μαζί σου απ΄ ότι αισθάνθηκα ποτέ για οποιαδήποτε άλλη…
- Είναι κισμέτ! Θα μπορούσα να μιλάω μαζί σου για όλη μου την ζωή…

(Πιάνουν χεράκια…)

- Φαντάσου Λίλιαν, εάν έβρισκα τελικά δουλειά, θα μπορούσαμε να ζήσουμε στο όμορφο διαμέρισμα, την φωλίτσα μας… - Αχ, εσύ θα γύριζες κατάκοπος από το γραφείο, θα σου έκανα σιάτσου με σουτζουκάκια…
- Και μόλις πάρω bonus θα μετακομίσουμε στη μονοκατοικία των ονείρων μας στην Εκάλη. Θα αγοράσω ένα Doberman, τον Φρίξο, να μας προστατεύει...
- Να κάνουμε και ένα παιδάκι;
- Ναι αγάπη μου, είναι αγόρι! Πώς θα το βγάλουμε;
- Γιαννάκη.
- Τι όμορφο κουκλί ο Γιαννάκης!
- Σου μοιάζει αγάπη μου, έχει τα «τούτα σου».
- Γούτσου-γούτσου-γούτσου ο Γιαννάκης μας!
- Ωχ Θεέ μου, λες να μας πάθει κάτι το παιδί μας;
- Την ώρα που τον πηγαίνει βόλτα με το καροτσάκι, η γιαγιά παθαίνει εγκεφαλικό ..
- Και το καροτσάκι τσουλάει προς την Κηφισίας...
- Ααααααααα! Μια τριαξονική νταλίκα!!!
- Το ΠΑΤΗΣΕ!!!!! - Ουυυ-ουυυυυ-ουυυυυυ (κλάμα και οι δύο)
- Αδικοχαμένε Γιαννάκη!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση που ξεπήδησε από ανέκδοτο (βλ. περιοχή παραδειγμάτων) και αυτονομήθηκε.

Η φράση υποδηλώνει πως αφού, λόγω της ανοργανωσιάς και του αποσυντονισμού που επικρατεί γενικά στις ελληνικές εταιρείες, δεν μπορεί να γίνει αποτελεσματικά η δουλειά, οι υπάλληλοι, προσαρμοζόμενοι στην κατάσταση, ζουν μέσω «κολάσεως» (υπαρκτή απαίτηση για δουλειά που πρέπει να γίνει), «οάσεις παραδείσου» (περίοδοι υπολειτουργίας στη δουλειά, λόγω ανεπάρκειας υλικών πόρων).

Τα πράγματα είναι κατά πολύ εμφανέστερα στο ελληνικό δημόσιο, λόγω της μεγαλύτερης αποδιοργάνωσης, του δυσκίνητου χαρακτήρα του, της δυσκαμψίας των διαδικασιών, της τελμάτωσης που επικρατεί, της απουσίας δημιουργικότητας, της τάσης των υπαλλήλων για βόλεμα, της τάσης τους για προσαρμογή στη συγκεκριμένη κατάσταση, της απώλειας του ενδιαφέροντος τους για το κλείσιμο εργασιών, της αντιπαραγωγικότητας, κ.λπ.

Σημείωση:
1. Η φράση δίνεται ως απάντηση για την παραγωγικότητα ενός τμήματος. Πολλές φορές η φράση δίνεται με λίγο διαφορετικό τρόπο, χωρίς όμως να χάνεται η σημασία του όρου, π.χ.: τα βαρέλια τα ’χουμε, τα σκατά δεν μας ήρθαν ακόμα, κ.λπ.

  1. Στις παύσεις (…) γίνεται συνήθως κούνημα του κεφαλιού υποδηλώνοντας τη γνωστή τελματωμένη κατάσταση.

  2. Η φράση σχετίζεται με την επέκταση της σημασίας της φράσης «το λαδάκι, να βγαίνει... η ντοματούλα... καμιά ελίτσα», σε εταιρικό επίπεδο (τελματωμένη κατάσταση εταιρείας και προσαρμογή των υπαλλήλων στη ρουτίνα της καθημερινότητας).

  1. Σε βιομηχανία του δημοσίου δυο φίλοι από διαφορετικά τμήματα συζητούν:
    - Τι έγινε ρε; Έχει δουλειά στο τμήμα σου;
    - Ε, όπως και στο τμήμα σου υποθέτω. Πότε δεν έχουμε βαρέλια… πότε μας λείπουν τα σκατά… πότε χαλάνε τα μαστίγια... ε… ό,τι μπορούμε κάνουμε. Το λαδάκι να βγαίνει... η ντοματούλα… καμιά ελίτσα...

  2. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
    Ακολουθεί το ανέκδοτο απ' όπου ξεπήδησε ο όρος:

Ένας Έλληνας πεθαίνει και φτάνει στη ρεσεψιόν της Κόλασης και ο υπάλληλος του ανακοινώνει ότι, επειδή είναι υπήκοος χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μπορεί να διαλέξει μία από τις κολάσεις των χωρών - μελών.

Σκέφτεται λίγο και αποφασίζει να πάει στη Γερμανική. Οργανωμένη χώρα σου λέει, τόσα χρόνια στην Ελλάδα τί κατάλαβα, μου βγάλανε το λάδι. Τουλάχιστον, ας πάρω μυρωδιά του τί σημαίνει Ευρώπη, έστω και στην κόλαση.

Φτάνει λοιπόν μπροστά στην πύλη της γερμανικής κολάσεως. Μαύρο μάρμαρο, καλογυαλισμένο, σιδερένια πύλη και ψηλά γράφει με μεγάλα γράμματα ΚΟΛΑΣΗ στα γερμανικά. Χτυπάει... Του ανοίγει ένας άψογα ντυμένος υπάλληλος και τον ρωτά τι θέλει.

- Να δω, του απαντά εκείνος, πώς είναι.

- Ούτε να το σκέφτεστε, του απαντά ο υπάλληλος! Όλη την ημέρα μας δέρνουνε με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουνε σε κάτι τεράστια βαρέλια γεμάτα σκατά!! Φρίκη! Φρίκη!

Όπου φύγει - φύγει ο ρωμιός... Δοκιμάζει τις υπόλοιπες κολάσεις, τα ίδια. Έτσι, απογοητευμένος, καταφεύγει στην έσχατη λύση, την ελληνική κόλαση!

Φτάνει λοιπόν έξω από την πύλη. Μία πύλη εγκαταλειμμένη, βρώμικη όπου στο ψηλότερο σημείο της υπάρχει με μεγάλα φωσφορίζοντα γράμματα η λέξη ΚΟΛΑΣΗ. Το Κ και το Λ φυσικά δεν ανάβουν. Έτσι η επιγραφή γράφει: -Ο-ΑΣΗ.

- Ελληνική ανοργανωσιά... μουρμουρίζει...

Όσο πλησιάζει, ακούει κάτι περίεργους θορύβους... Μοιάζουν με μουσική. Πλησιάζει περισσότερο. Η μουσική πλέον ακούγεται ολοκάθαρα. Μπουζούκια, μπαγλαμάδες κ.λπ. Χτυπάει... Του ανοίγει ένας τύπος κρατώντας μία μπουκάλα στο χέρι, εντελώς φέσι και τον ρωτά τι θέλει.

- Ήρθα να δω πώς είναι, του λέει και βάζει το κεφάλι του μέσα...

Τραπέζια, κάπνα, κάτι γκόμενες χορεύουν πάνω στα τραπέζια, τσιφτετέλια, νταούλια... Γενικώς, μπάχαλο.

Τρελαίνεται ο τύπος... Τί γίνεται εδώ; ρωτά.

- Άσε φίλε, χάλια του λέει ο μεθυσμένος. Η κατάσταση είναι δραματική εδώ πέρα. Μας δέρνουν όλη μέρα με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια με σκατά.

- Πλάκα μου κάνεις, ρωτά ο πεθαμένος. Εδώ πίνετε και γλεντάτε...

- Εεε, ξέρεις πώς είναι εδώ στην Ελλάδα. Πότε δεν έχουμε βαρέλια… πότε μας λείπουν τα σκατά… πότε χαλάνε τα μαστίγια...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τυποποιημένη φράση και χρήση του «λέγειν μαλακίες», η οποία έχει απίστευτη διάδοση, μιας και εντάσσεται στο διαχρονικό ελληνικό όνειρο (έστω, στην ολιγαρκή εκδοχή του) «να 'χαμε τι να 'χαμε μια μπυρίτσα να 'χαμε», «να 'χαμε δυο τσιγάρα και δυο για μετά», και να λέμε και καμιά μαλακία να περνάει η ώρα... Με άλλα λόγια, φράση που περιγράφει την ελαφρά συζήτηση a la grecque, η οποία δε δεσμεύει κανέναν και για τίποτα... (βλ. και φράση «πείτε ρε καμιά μαλακία να περάσει η ώρα»).
Σημείωση: η φράση λέγεται πάντα (ή μάλλον, το ορθό είναι) στο 1ο πληθυντικό, ανεξαρτήτως πλήθους του φυσικού υποκειμένου. Αν χρησιμοποιηθεί από ένα άτομο, τότε σημαίνει ότι και το είπα, ξείπα, την παρόλα μου την χέζω, με την κεφαλαιώδη διαφορά όμως ότι το «είπα, ξείπα» (προϋπο)θέτει τον χρήστη σε θέση εξουσίας έναντι του συνομιλητή, ενώ το «λέμε και καμιά μαλακία» έχει απολογητική διάθεση και παραπέμπει σε χεζμεντέν καταστάσεις.

Η φράση είναι τόσο αγαπητή ώστε εντάχθηκε μάλλον σε πασίγνωστο ανέκδοτο, παρά αυτονομήθηκε.

αντιγράφω το πασίγνωστο ανέκδοτο από κάποιον που το έγραψε κάπως μερακλίδικα.

Ήταν τώρα σε ένα δάσος ένας λαγός πολύ PUNK (ξέρετε με σκουλαρίκια με μηχανή με γυαλιά κ.α)
και καθόταν κάτω από ένα δέντρο. Περνάει ο αετός :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά το φίδι :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά το ποντίκι :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά η χελώνα :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά ο γάιδαρος :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
- Τι; (του λέει) Πούτσα στο λιοντάρι;
- Ναι γιατί;
- Να πάω να του το πω;
- Και δεν πας ;
Μετά από λίγη ώρα περνά το λοντάρι :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου λέμε και καμία μαλακία για να περνάει η ώρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παροιμιώδης έκφραση που πηγάζει από ανέκδοτο γεννημένο μέσα στα σκυλάδικα (βλ. παράδειγμα 1). Λέγεται όταν, ως κομπλεξάρες, ευχαριστούμε πικρόχολα κάποιον για την κακιούλα που -καταλάθος ή ξεπίτηδες- μόλις μας ξεστόμισε (βλ. παράδειγμα 2). Η ατάκα έχει πλάκα και έχει μείνει στην ιστορία μάλλον επειδή έχει να κάνει με τον περίφημο τραγουδιάρη Λάμπη Λιβιεράτο για τον οποίον προφανώς ό,τι και να ειπωθεί σηκώνει γέλιο.

  1. Ο Λάμπης Λιβιεράτος τραγουδάει σε ένα κέντρο. Στο πρώτο τραπέζι πίστα κάθεται φανατικός θαυμαστής του, εντελώς τελείως λιώμα, και του φωνάζει:
    - Γεια σου ρε Μπάμπη!
    Ο Λιβιεράτος κάνει πως δεν καταλαβαίνει. Ο λιώμας ξαναφωνάζει μετά από λίγο:
    - Είσαι μεγάλος, ρε Μπάμπη!
    Γίνεται αυτό καναδυό φορές ακόμα ώσπου ο Λιβιεράτος τα παίρνει και, διακριτικά, σκύβει στο τραπέζι και του λέει, με τα δόντια σφιγμένα:
    - ΛΑμπης...
    Και απαντά ο τύφλας, όλος χαρά:
    - Και συ λάμπεις, Μπάμπη!!!

  2. - Τι έγινε ρε Στέλιο; Παχύναμε, παχύναμε; Βλέπω πατσοκοιλίτσα ή μου φαίνεται;
    - ...και συ λάμπεις, Μπάμπη!

(από ironick, 18/10/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που βγήκε από παλιό ανέκδοτο (βλ. παράδειγμα 1) και η οποία τονίζει την απλή έκφραση «αρχίδια». Είναι διπλής σημασίας. Αφενός δηλώνει ένδειξη υποτίμησης προς τον συνομιλητή μας, αφετέρου σημαίνει ότι γνωρίζουμε το ανέκδοτο άρα και το πόσο μαλακία είναι να ειρωνευόμαστε τον συνομιλητή μας αυτόν αφού κατά βάθος συνειδητοποιούμε ότι μας λέει κάτι το σωστό.

  1. Μια κυρία ψάχνει να βρει ένα σκυλάκι για το σπίτι το οποίο να έχει κάτι το ξεχωριστό. Της δείχνουν από δω κι από κει πολλά. Το ένα ξέρει να διαβάζει, το άλλο να κάνει ζαπ στα κανάλια, το τρίτο να κάνει τούμπες στον αέρα, κανένα δεν της κάνει. Τελικά της φέρνουν ένα πολύ μικρούλι.
    - Και τι να το κάνω αυτό εδώ;
    - Α, κυρία μου, της λέει ο μαγαζάτορας, όλα κι όλα. Το σκυλάκι αυτό ξέρει πολεμικές τέχνες. Δεν έχετε παρά να του πείτε τη λέξη «καράτε» μαζί με το αντικείμενο που θέλετε να σπάσει. Να: «Τραπεζάκι καράτε!» -και το σκυλάκι σπάει στα δύο ένα τραπεζάκι... «Κρεβάτι καράτε!» και κόβει στα δύο ένα ολόκληρο κρεβάτι...
    Η κυρία ενθουσιάστηκε.
    - Προσέξτε μόνο πότε θα λέτε αυτή τη λέξη! της λέει ο τύπος.
    Πήρε λοιπόν το σκυλάκι η κυρία και το έφερε σπίτι. Μόλις το είδε ο σύζυγός της, έβαλε τα γέλια.
    - Τι περίληψη σκύλου είναι αυτή που έφερες!
    - Ναι, αλλά ξέρει πολεμικές τέχνες.
    - Μπα;
    - Ναι, ξέρει καράτε.
    - Καράτε;! Κααλά! Αρχίδια καράτε...

  2. - Μαλάκα, μην μπεις πιωμένος στα κύματα, θα σε μαζεύουμε όπως τους τουρίστες, κανόνισε!
    - Αρχίδια καράτε ρε μεγάλε, σιγά τι ήπια και σιγά και το κύμα...
    (η συνέχεια στα επείγοντα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πριν ουσιαστικοποιηθεί, εχρησιμοποιείτο ως πολεμική ιαχή τύπου «αέρα», δίνοντας το έναυσμα σε επιθέσεις ασύντακτου πλήθους κυρίως κατά συντεταγμένων στόχων (πολιτεία, συμπόσιο, μπάτσοι, τράπεζες, καφέδες, τυρόπιτες, τσιμπούκια, πισωκολλητά).
Παρατίθενται και δύο ανέκδοτα που με σκωπτικό τρόπο σχολιάζουν το κόλλημα των αναρχικών μπαχαλάκηδων με την συγκεκριμένη ιαχή, άρα και πρακτική.

Στην καριέρα της ως ουσιαστικό, προϋπάρχει της εφεύρεσης των MMORPG κατά πολύ, και απλά η έννοια πέρασε καί σε αυτόν τον χώρο.

-Ντου ρε!!!! Κάφτε τα τά μουνιά!!!! ΜΠΑΤΣΟΙ - ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ - ΠΑΛΙΟΧΑΡΑΧΤΗΡΕΣ!!!!!!

Ανέκδοτο νάμπερ ουάν:
Δύο αναρχικοί παίζουν σκάκι:
- Ματ!
- Ντου!!!

Ανέκδοτο νάμπερ τού:
Δύο αναρχικοί κομπιουτεράδες σε πορεία:
- Ντου!!!
- While.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δύο μπαχαλοπάνκς αράζουν στην πλατεία (μία είναι η πλατεία). Σε κάποια φάση και μετά από σιωπή και πολλά περιπτερόμπυρα ο ένας προτείνει
- Ρε... πάμε να σπάσουμε;
- Ναι ρε, αλλά πού;
- (μετά από σκέψη κλασμάτων δευτερολέπτου, γνωστή και ως ξάφνιασμα) Ρε ξεκόλλα με τις θεωρίες...

Ημιαυτονομημένη η κατάληξη από το παραπάνω ανέκδοτο, ως φράση, λέγεται προς κάποιον ο οποίος σε πολιτικές και κινηματικές καταστάσεις «παρασύρεται» από την ένταση της στιγμής καθώς τον πνίγει το δίκιο και εμφορείται από ιερή αγανάκτηση κλπ και προκρίνει «άμεση δράση» (όχι απαραίτητα βίαιη) αναντίστοιχη προς τις συνθήκες... Συνήθως για να τη βγει από αριστερά προς τους θεωρητικολόγους...
Λέγεται όμως και γενικά για απονεοημένα συλλογικά εγχειρήματα κάθε είδους

(α)
- Παιδιά, αυτό το καπέλωμα από τους κνίτες δεν πρέπει να μείνει αναπάντητο... Προτείνω να βγούμε αμέσως και να τους πατήσουμε όλες τις αφίσες και αύριο πρωί μικροφωνική και φυλλάδια...
- Ναι, ναι, ξεκόλλα με τις θεωρίες... Σπύρο, πρώτον είναι 3 το πρωί και δεύτερον, η όλη φάση η δική μας έχει βαλτώσει... άλλα πρέπει να συζητήσουμε...

(β)
- Πω πω, κοίτα ρε τα μουνάκια στη μπάρα... τι το συζητάμ , πάμε να τους μιλήσουμε ρε κότες!
- Ναι ναι, ξεκόλλα με τις θεωρίες... Ρώτα με κι εμένα που τους μίλησα χθες, πρόκειται περί παγόμουνων φίλε... Στο είπα: δύσκολα θα γαμήσουμε εδώ πέρα που ήρθαμε (εμείς τα φτωχαδάκια)...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που προέρχεται από ολ-τάιμ-κλάσικ ανέκδοτο, τόσο πετυχημένη ώστε η ευρεία διάδοση και χρήση της με την πάροδο του χρόνου να την μετατρέψει σε γνωμικό που χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια πια ανεξάρτητα του αρχικού ανεκδότου.

Σαν γνωμικό πλέον έχει πάρει καυστική χροιά και λέγεται σκωπτικά και με μπόλικη δόση κακεντρέχειας, κοροϊδεύοντας στην ουσία τον άλλον που βρίσκεται σε κατάσταση αδυναμίας είτε να γαμήσει κυριολεκτικά ή να πράξει κάτι που επιθυμεί με τον τσαμπουκά του, σε στυλ «αφού ρε loser δεν είσαι άξιος να... (γαμήσεις ή ό,τι άλλο), άντε τράβα για απόσυρση».

Θυμίζει στο υφάκι το πιο φρέσκο αλλά εξίσου απαξιωτικό «get a life».

το ανέκδοτο περ σε:

Πάει κάποιος σε ένα πολυκατάστημα να ζητήσει δουλειά σαν πωλητής, βρίσκει το διευθυντή, του λέει ότι θέλει δουλειά και εκείνος του απαντάει πώς είναι φουλ και ότι δεν χρειάζεται πωλητή.

Ο τύπος επιμένει, ο διευθυντής του επαναλαμβάνει το ίδιο και ετοιμάζεται να τον διώξει, οπότε ο τύπος απελπισμένος του λέει πως θα δουλέψει χωρίς μισθό για ένα μήνα και αν δεν του κάνει τότε να τον διώξει.

Συμφωνεί ο διευθυντής και ο τύπος πιάνει δουλειά.

Μετά από 15 μέρες οι πωλήσεις του πάνε στα ύψη, ο διευθυντής παθαίνει πλάκα και αποφασίζει να τον παρακολουθήσει για να δει πως τα καταφέρνει και πουλάει τις κάλτσες του σε κάθε πελάτη που αναλαμβάνει να εξυπηρετήσει.

Τον βλέπει λοιπόν εκείνη τη στιγμή να κουβεντιάζει με ένα πελάτη και στήνοντας αυτί γίνεται μάρτυρας του παρακάτω διαλόγου:

πωλητής: - Για το ψάρεμα χρειάζεστε πετονιά, καλάμι, αγκίστρι και δόλωμα.
πελάτης: - Οκ, θα τα πάρω.
πωλητής: - Ναι, αλλά τα μεγάλα ψάρια όμως είναι βαθιά όποτε πρέπει να πάρετε μια βάρκα με μια δυνατή μηχανή και όλο τον εξοπλισμό της.
πελάτης: - Να την πάρω κι αυτή.
πωλητής: - Για να μεταφέρετε όμως τη βάρκα πρέπει να πάρετε και ένα τρέιλερ και φυσικά και ένα τζιπ για να πηγαίνετε όπου σας αρέσει.
πελάτης: - Θα τα πάρω κι αυτά και βάλτε και ό,τι άλλο χρειάζομαι.
Κλείνει την παραγγελία και φεύγει ο πελάτης.

Ο διευθυντής πλησιάζει τον πωλητή σαστισμένος και του λέει:
- Καλά βρε συ, δεν πιάνεσαι με τίποτα, πώς τα κατάφερες ρε θηρίο να σου 'ρθει ο άλλος για μια πετονιά και να φύγει με χίλια είδη; - Δεν ήρθε για πετονιά κύριε διευθυντά, σερβιέτες ήρθε να πάρει για τη γυναίκα του και του είπα «δε γαμείς που δε γαμείς, δεν πας για ψάρεμα;»

πηγή: Ελληνική Λίστα Ανεκδότων

(από salina, 01/11/12)ντοτ κόμ... (από MXΣ, 07/11/12)(από Khan, 21/01/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση προερχόμενη από ανέκδοτο, το οποίο δυστυχώς απαιτεί οπτικοακουστική διήγηση. Χρησιμοποιείται με ελαφρά διάθεση ειρωνείας ως αντίδραση στη θέα νέων ρούχων, ιδίως αν αυτά χλιδοφέρνουν και λίγο.

Συναντάται και σε παραλλαγές (δεν εννοώ «παραλλαγή ο ανάπηρος»).

  1. (το ανέκδοτο)
    Κάποιος που έχει ράψει κουστούμι μεραγκλαντάν πάει στον ράφτη να το παραλάβει. Το φοράει:
    - Με στενεύει λίγο στη δεξιά ωμοπλάτη, κύριε.
    - Έτσι είναι τα καλά κουστούμια, κύριε... κάντε λίγο έτσι (του δείχνει να καμπουριάσει κάπως στραβά και περίεργα) και θα σας κάτσει καλά.
    - Ναι, αλλά και το παντελόνι, στραβά μου κάθεται.
    - Ε, κύριέ μου, αν δεν ξέρετε από ρούχα, τι έρχεστε εδώ... θα περπατάτε έτσι (ένα βήμα κουτσό και στραβό) και όσοι ξέρουν από ευρωπαϊκή μόδα θα καταλάβουν.
    Βγαίνει ο τύπος στο δρόμο, και ο πρώτος περαστικός που τον βλέπει λέει:
    - Κουστουμιά ο ανάπηρος!!!

  2. - Καινούργια μπλουζίτσα, θείο;
    - Γιεπ! Τι σου λέει;
    - Κουστουμιά ο ανάπηρος!

(από nick, 02/09/08)Joseph Merrick, o original άμθρωπος - ελέφαντας. (από Vrastaman, 02/09/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία