Επιπλέον ετικέτες

Προσφωνείται ούτως, τύπος που το μικρό του όνομα είναι Γιώργος (το επίθετο δεν μας ενδιαφέρει), και έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

  • Είναι μούρη και ολίγον λαμόγιο, γνωστός στην πιάτσα,
  • Είναι large, σε εμφάνιση και σε κιλά. Το χρυσό ρολόϊ είναι μαστ, καθώς και η αχρήστευση των δύο πάνω κουμπιών, όλων των πουκαμίσων,
  • Έχει ασχοληθεί κάποια στιγμή στη ζωή του, ή ασχολείται ακόμα με την τοπική ομάδα ποδοσφαίρου,
  • Θεωρεί τον εαυτό του ειδήμονα σε όλα, μιας και έχει βγάλει το πανεπιστήμιο της ζωής,
  • Η όλη του συμπεριφορά αποσκοπεί στο να δείξει στους γύρω, ότι έχει μεγάλη επιφάνεια, παρότι τα οικονομικά του είναι χάλια, και τον ψάχνουν όλες οι τράπεζες,
  • Γλυτώνει παρά τρίχα τη φυλακή, διότι όντας αγαπητός παρά τα ελαττώματά του, πάντα κάποιος φίλος καθαρίζει για πάρτη του,
  • Συνήθως είναι ιδιοκτήτης εστιατορίου, ή καφέ μπαρ, ή κωλόμπαρου,
  • Έχει διασυνδέσεις στη νύχτα και γενικά παντού, χωρίς βέβαια οι διασυνδέσεις να χαίρονται γι αυτό.

Το προσωνύμιο βέβαια το χρωστάμε στην τεράστια μορφή, τον πρώην πρόεδρο του Παναθηναϊκού, Γιώργο Βαρδινογιάννη. Δεν υπάρχει σχέση με την παλιά έκφραση «ποιός είσαι; ο Βαρδινογιάννης;», η οποία αναφερόταν στη χλίδα.

Bαρδινογιώργος λοιπόν είναι ο Βαρδινογιάννης της μικρής κοινωνίας, ο οποίος πιο πολύ φαίνεται παρά είναι, και δεν έχει να κάνει με τον πλούτο, αλλά με την φασαριόζικη και επιδειξιομανή συμπεριφορά.

- Είδα χθες στα μπουζούκια τον Κύριο Γιώργο. Θαμμένο μες τα λέλουδα και τις αρτίστες. Σε μια στιγμή βγαίνει στην επιφάνεια για να αναπνεύσει, και διατάζει το γκαρσόνι να μας στείλει μία μποτίλια.
- Ε οπότε, δεν είδες τον Κύριο Γιώργο. Τον βαρδινογιώργο είδες, που έχει το παραλιακό εστιατόριο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι λέγεται από τους κυνηγούς η μπεκάτσα. Εξαιτίας της διαύγειας των ματιών της.

Εχθές ο σκύλος φέρμαρε 2 βελουδομάτες

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μάτσο και μπρουτάλ φαναρτζής- επισκευατζής- υπάλληλος γκαράζ στα καλιαρντά. Εκ του γκαράζ + τεκνό. Η χαρά του κάθε πισωγιομίδη που σέβεται τον εαυτό του, αλλά και κάθε γυνής με έφεση σε αρσενικά του τύπου Σάκης ο υδραυλικός.

...Και δικέλω από απέναντι ένα λατσό γκαραζότεκνο...

(από GATZMAN, 30/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται από παραφθορά του αγγλικού «Check it out» και προτρέπει τον συνομιλητή μας να παρατηρήσει το υπό διερεύνηση πρόσωπο / κατάσταση / αντικείμενο με κριτικό πνεύμα, διερευνητική οπτική γωνία και σκωπτική διάθεση.

- Τσεκεράου τον πουτσομεζέ που κάθισε απέναντι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γκαρσόνι που σε γκαστρώνει μέχρι να σου φέρει την παραγγελία σου.

Ειδικεύεται στο να σε αγνοεί επιδεικτικά, διαθέτει υφάκι ξινίλας και δεν παραλείπει να σου θυμίζει με το βλέμμα ότι σου κάνει ΠΟΛΥ μεγάλη χάρη που σε σερβίρει (όταν και αν σε σερβίρει).

-Πάμε να φάμε στο Cuisine Paparisienne;
-Με τίποτα, έχει κάτι γκαστρόνια εκεί, ούτε αύριο δεν θα φάμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φραπομούνα, η νέα -μούνα, που, αν δεν την είχε ανακαλύψει ο Vrastaman, θα έπρεπε να την εφεύρουμε, συνδυάζει δύο από τις μεγαλύτερες εποποιίες του σάιτ μας: Την saga του φραπέ και την saga της -μούνας. Πρόκειται για μια ιδεώδη σλανγκική σύνθεση, μια σλανγκική Dream Team, που θα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με μια *λολομούνα, ένα *λολοφραπέ, ή ένα frappé dentatum, τα οποία δεν μπορούν να υπάρξουν, οπότε την καθιστούν μοναδική.

Νιώθω μικρός για να περιγράψω τοιαύτη σλανγκική οντότητα. Οπότε περιμένοντας να συμπληρωθώ ή και να διαψευστώ από έτερο Σλάνγκο επιθυμώ ως νύξη μονάχα να εισαγάγω μια ρεβιζιονιστική υπόθεση εργασίας.

Αν ως φραπεδιάρα εννοούμε την επαγγελματία του φραπέ και φραπαιδοιάρα (κατά Γκατσάνδρα) την μουνάρα τοιαύτη, τότε η φραπομούνα είναι ο generic term, που περιλαμβάνει και τις ερασιτέχνιδες και ίσως κυρίως αυτές.

Κι έρχομαι στον ρεβιζιονισμό: Μια περίπτωση φραπομούνας παρουσιάζει ο Luis Bunuel (Ισπανός, άρα μεσογειακή διαστροφή) στην ταινία του «το Ημερολόγιο μιας Καμαριέρας» (Le Journal d' une Femme de Chambre) με Μισέλ Πικολί και Ζαν Μορώ (ή Μωρό;). Εκεί η φραπομούνα είναι μια θεούσα, που δεν θέλει να κάνει σεξ με τον άντρα της σε περίοδο νηστείας, και ο εξομολόγος της την συμβουλεύει να κάνει φραπέ για το καλό και των δύο. Καθότι το φραπέ (εφόσον γίνεται αλτρουιστικά) σε αντίθεση με το γαμήσι δεν είναι θανάσιμο αμάρτημα. Φραπεδιασθείς ήταν ο Μισέλ Πικολί, αναπληρωματική φραπεδιάρα το Ζαν Μωρό, κύρια φραπομούνα η Françoise Lugagne.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι γενικά εφόσον το φραπέ: α) Αφενός είναι κάτι εξαιρετικά αλτρουιστικό που δεν προσπορίζει ηδονή στην γυναίκα. β) Αφεδύο, είναι κάτι που δεν χαρακτηρίζει μια πιο τελειωμένη κοπέλα (με την καλή έννοια), όπως το στοματικό και το πρωκτικό.

Τελικά, το φραπέ χαρακτηρίζει μια κατά βάση συντηρητική γυναίκα, η οποία είναι ενσωματωμένη σε πατριαρχικές δομές, αλλά χωρίς να γίνεται σκλάβα του σεξ. Θέλει να παρέχει ηδονή στον κύρη του σπιτιού και να τον οδηγήσει στην ολοκλήρωση. Αυτό φαίνεται και σε περιπτώσεις, όπου λόγω περιόδου, προχωρημένης εγκυμοσύνης, ίσως πένθους, ή κάποιου ψυχολογικού λόγου, ή λόγου υγείας, η φραπομούνα δεν μπορεί να κάνει κολπικό σεξ, αλλά δεν είναι και έτοιμη να πει στον παρτενέρ της μεγαλόψυχα κι αν έχω και περίοδο, έχω και άλλη δίοδο ή να γίνει τίγραινα για χάρη του έρωτά τους. Είναι όμως πρόθυμη να παράσχει απλόχερα το καφέ της Χαράς.

Οπότε την φραπομούνα την αντιλαμβάνομαι βασικά ως μια παραδοσιακή μορφή της καλής νοικοκυράς, που είναι δούλα και κυρά, μιας ευμενούς δέσποινας που ξέρει να τηρεί τις ισορροπίες για να στηρίξει το σπιτικό της.

Βεβαίως, ίσως αδικώ το φραπέ παρουσιάζοντας το ως γινόμενο μόνο εξ ανάγκης (περίοδος, εγκυμοσύνη, λόγοι υγείας). Μπορεί να γίνεται και στα πλαίσια μερακιών στα προκαταρκτικά ή και στα άφτερ, ή από τον πρώτο γύρο στον δεύτερο και το νιοστό στα πλαίσια ορθοπεϊκής ασκήσεως. Ή όταν οι παρτενέρ ροντάρουν κι είναι σαν δυο παιδιά που ανακαλύπτουν τον κόσμο. Σε κάθε περίπτωση πάντως η φραπομούνα μου κάνει για χειρώναξ και μου θυμίζει αυτές τις δυνατές Ελληνίδες της παράδοσής μας, που ήξεραν να στηρίξουν το σπίτι τους, το νοικοκυριό, τον Ελληνισμό. (Άλλωστε, όταν οι άλλοι δεν είχαν ακόμη ανακαλύψει τον καφέ, εμείς είχαμε αναγάγει σε τέχνη το ανασεισιφαλλίζειν).

Τα πράγματα αλλάζουν με τις επαγγελματίες φραπομούνες. Αφενός είναι οι φραπεδιάρες των ευαγών ιδρυμάτων. Που κι αυτές στο κάτω κάτω είναι συγκριτικά αξιοπρεπείς παρουσίες. Όπως και οι φραπομούνες διαφόρων στυλ peep show (όχι απαραίτητα πιπ σόου), ιδίως στο εξωτερικό, που κι αυτές μπορεί να είναι πτωχές πλην τίμιες βιοπαλαίστριες, όπως έδειξε πρόσφατη αγγλική ταινία. Αφεδύο, πρωταγωνίστριες τσόντας που ρίχνουν τον φραπέ είτε για λόγους ορθοπεϊκής, είτε στην τελική διασπερμάτευση, κατά το διαφημιστικό σλόγκαν μην τα πιείτε, λουστείτε.

Ενδιάμεση κατηγορία μπορεί να αποτελέσουν οι παιγνιώδεις φραπομούνες, που το εξασκούν σε λάθος ώρες, λ.χ. κατά την οδήγηση, αντί ξυπνητηριού, για να σου αποσπάσουν την προσοχή από την δουλειά ή από την λημματογράφηση στο slang.gr κ.τ.λ. Σε φραπομούνες αποδίδονται πολλά από τα αυτοκινητιστικά ατυχήματα εν Ελλάδι.

Συνώνυμο: αυνανισμός à deux (κατά το ναρκισσισμός à deux).
Υπερθετικό: φραπομούνα με ρόζους.
Αντίστοιχο του vagina dentata: φραπομούνα με νύχια, vagina unguita.

- Τά 'μαθες; Θα κυκλοφορήσει το σίκουελ του Teeth! Λέγεται Nails κι έχει πρωταγωνίστρια μια φραπομούνα που ευνουχίζει τους εραστές της με τα νύχια της!
- Ετς! Γουστάρω! Θα φχαρστθούμε ταινία τρόμου! Μόνο μπλακ δικέ μου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

H λέξη γωριλάς, προκύπτει εκ των λέξεων γορίλλας και ωριλά.

Αναφέροντας τον όρο, αναφερόμαστε εμφατικά στον ωτορινολαρυγγολόγο (ωριλά) που, κρύβοντας άγριες διαθέσεις γορίλλα μέσα του, δεν ενδιαφέρεται να γιατρέψει τους ασθενείς του, αλλά να γιατρέψει την ασθένειά του, που δεν είναι άλλη από την φιλαργυρία του. Αυτός θεωρεί την ανάγκη του άλλου πηγή γιατρειάς της δικής του ανάγκης (ματαχρή).

Εννοείται πως βλέπει τους ασθενείς ως πελάτες. Ξέρει πως ο κόσμος δίνει πρώτη προτεραιότητα στο θέμα της υγείας του, γεγονός που το εκμεταλλεύεται σαν πονηρή αλεπού και έτσι προσπαθεί να σφάξει οικονομικά, τους δόλιους τους ασθενείς. Καλό λαμόγιο!

Μπορεί να έχει γνώσεις & δεξιότητες γορίλλα σε ωριλά θέματα (με την έννοια πως δεν κατέχει το άθλημα). Ωστόσο όμως, μπορεί να είναι γάτος που, με τα επικοινωνιακά του παιχνίδια, να μπορεί να τουμπάρει τα μπιφτέκια ανάποδα, παγιδεύοντας τον ασθενή. Μιλάμε ωστόσο για παιχνίδια με ημερομηνία λήξεως, αφού αργά ή γρήγορα θα φανεί η αλήθεια.

Ένας τέτοιος γωριλάς θα μπορούσε, χωρίς να είναι ικανός να κάνει τίποτα ουσιαστικό για τον ασθενή, να βρίσκει τρόπους να δικαιολογεί την απραξία του. Με διάφορα επικοινωνιακά τεχνάσματα θα μπορούσε να συντηρεί στον ασθενή την ελπίδα, για να μπορεί να τον αρμέγει κανονικά. Θα μπορούσε ακόμη, να του κάνει τη... ζημιά στο χειρουργείο και να τη δικαιολογήσει κι από πάνω. Εμ... Σαράντα χρόνια... Γιατρός σπούδασε, ή δικηγόρος;

Αποτείνω τις ευχαριστίες μου στον ΡΤΠ, που με τη διεισδυτική ματιά του, ως σκυλί γατόνι, θεώρησε πως ο όρος θα μπορούσε να έχει χρηστική αξία και ανέβασε το λήμμα στο Δ.Π. Θένκια επίσης στην ironick που άνοιξε το δρόμο στο λήμμα ωριλά, αλλά και στον Βράσταμαν που, αφενός συνέχισε τον δρόμο μιλώντας για τους ωτορινολαρυγγοφάγους, αφεδύο, επειδή ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο γωριλά στα νερά μας (slang.gr), και αφετρία για το κατάλληλο μήδι του, που επισυνάπτω και εδώ.

Σημείωση

1) Οπως έχει αναφερθεί και εδώ αλλά όπως φαίνεται και εδώ (βλ. σχόλια), δεν μιλάμε για όλους τους ωτορινολαρυγγολόγους. Μιλάμε για τους κακούς ωριλάδες που αμαυρώνουν τη φήμη των καλών συναδέλφων τους.

2) Ο γωριλάς έχει κάνει την... πλαστική, ώστε να μη διακρίνει κανείς εύκολα το γορίλλα που κρύβει μέσα του.

3) Όπως φαίνεται, οι γωριλάδες σφάζουν. Κάποιοι βεβαίως σφάζουν με το γάντι (χειρουργικό, ή μεταφορικό).

4) Την ιδιότητα κάποιου να πλουτίσει εκμεταλλευόμενος άλλους δεν την έχουν, κατ' αποκλειστικότητα, οι αναποτελεσματικοί ωριλάδες. Θα μπορούσαν να την έχουν οι πάντες που, ανεξαρτήτως επαγγέλματος, σκέφτονται με αντίστοιχο τρόπο (απομύζηση κόσμου) και τους τυχαίνουν οι κατάλληλες ευκαιρίες για να το κάνουν.

5) Υπάρχουν παραδείγματα που αντανακλούν πρακτικές και επικοινωνιακά τερτίπια γωριλάδων. Για λόγους αποφυγής πλατειάσματος, παραπέμπω σ' αυτά, στα σχόλια μου, στο λήμμα ωριλά. Εκεί, διακρίνονται εύκολα αυτά που πληρούν τον ορισμό «γωριλάς».

Συζήτηση, κάπου στη Αθήνα.
- Άλλα σου λέω, αλλά ακούς. Βγάλε τα γράσα απ' τα αυτιάεπιτέλους.
- Άσ' τα... Αφενός έχω καραμπινάτο ωριλά πρόβλημα και αφεδύο, έχω πρόβλημα στο ότι δεν μπορώ να βρω σωστόν ωριλά. Έχω πάει σε δέκα και οι δέκα ήταν γωριλάδες, άρτι αφιχθέντες από τη ζούγκλα. Τους έδιωξε ο Ταρζάν κι ήρθαν στην Μπανανία. Άσ' τα... Είτε έπεφτα σε άσχετους μπλαμπλαδολόγους, είτε σε χασάπηδες, είτε σε εκμεταλλευτές του κερατά. Δεν ψάχνω για γαμημένο ωριλά. Όχι. Για ωριλά ψάχνω. Ξέρεις κανέναν;
- Ναι ξέρω έναν ωριλά με Ω κεφαλαίο. Αλλά είναι στη Θεσσαλονίκη.
- Ναι ρε και εγώ ξέρω κάποιον υπόγειο. Με τον πόνο μου παίζεις;

Βραστό μήδι (από GATZMAN, 21/04/09)Ιπποκράτης:Δε θα μπορούσα ποτέ να φαντάστώ πως κάποιος γωριλάς, θα έδινε τον όρκο μου. Ποιός είμαι ο Ταρζάν, ή ο Μάκης; (από GATZMAN, 21/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παραφθορά εκ του αγγλικού post-op, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από σύντμηση του post-operation, δηλαδή μετά την εχγείρηση. Όπου βέβαια «εγχείρηση» δεν είναι ούτε σκωληκοειδής απόφυση, ούτε αμυγδαλές, αλλά η αφαίρεση του κάτω συστήματος, της οικογένειας ολόκληρης, μπαργαλάτσου και αρχιδόμπαλων συμπεριλαμβανομένων. Στην θέση τους προφανώς προστίθεται ψωλότσεπη, η επονομαζόμενη και χοάνη, για τους μη μυημένους μουνί.

Το τραβέλι που έχει κάνει το μεγάλο βήμα είναι πλέον ποστόπι, ενώ οι άλλες οι κραγμένες είναι απλά pre-op και άρα έχουν ακόμη ένα στάδιο μέχρι να χαρακτηρισθούν εντελώς τελειωμένες.

Η έκφραση χρησιμοποιείται τόσο για να περιγράψει κυριολεκτικά άτομο της κατηγορίας Αναΐς από το Παναής, όσο και για να χαρακτηρίσει υποτιμητικά κάποιον που είναι εντελώς φλωρόκουπας και συμπεριφέρεται σαν να μην έχει αρχίδια και τσαγανό.

Το ποστόπι μόνο καταχρηστικά μπορεί πλέον να χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως ζμπούτσαμ, στον πούτσο μου λουλούδια και θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, μπορεί όμως θαυμάσια να λέει στο μουνί μου το ιδιότροπο και, αν είναι της περιοχής, μουνί απ' τα Καλάβρυτα.

Απαντάται ενίοτε και στην εισέτι υποτιμητικότερη εκδοχή η ποστόπα, οπότε και συντάσσεται αποκλειστικά με το «ου μωρή».

Προσοχή: Να μη συγχέεται με το τυφλοκόπι. Καμμία σχέση...

  1. - Τι θεόμουνο είναι αυτή η Τζίλντα ρε μεγάλε...
    - Νννναι... Τώρα που είναι ποστόπι εννοείς, διότι πριν από λίγο καιρό ήταν ψωλαρέος με βυζιά.
    - Τι λες τώρα;!!

  2. - Και πώς να της το πω δηλαδή; Θα πάω έτσι εκεί και θα της το ξεφουρνίσω; Θα με πάρει με τις πέτρες. Πώς να το κάνω; Φοβάμαι...
    - Πω πω ρ' αδερφάκι μου, τι ποστόπι είσαι 'συ; Grow some balls ρε μαλάκα! Κι άμα σου πει και τίποτα, ρίξε και κανά δυό ψιλές να κουλάρει το μουνί της λάσπης και του αγρού...

  3. - Σιγά μην πάω να του κάνω θέμα του κυρίου Σκορδοπούτσογλου. Δεκαπέντε τοις εκατό μείωση μισθού δεν είναι και τόσο άσχημα υπό αυτές τις συνθήκες της παγκόσμιας κρίσης και...
    - Ου μωρή ποστόπα! Ου ρε! Χεζμεντέν έτσι; Νταξ ρε μαλάκα, θα πάω μόνος μου να καθαρίσω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο όρος προκύπτει από εκ της αγγλικής λέξης fuck (φακ) που σημαίνει συνουσιάζομαι και της επίσης αγγλικής λέξης backup (μπακάπ), που σημαίνει εφεδρικός, λέξης που χρησιμοποιείται κατά κόρον στην ορολογία των Η/Υ, με την έννοια του αντιγράφου ασφαλείας των δεδομένων (π.χ. μεταφορά των αρχείων του σκληρού δίσκου σε DVDs, σε άλλον σκληρό δίσκο, στο σκληρό δίσκο ενός άλλου Η/Υ ενός δικτύου Η/Υ, κλπ).

Όταν λοιπόν οι δυο παραπάνω λέξεις (φακ και μπακάπ), παντρεύονται (εκκλησιαστί έσονται εις σάρκα μία), προκύπτει ο όρος φακ απ. Τι θέλει να πει ο Δροσίνης εδώ πέρα;

Όταν εκφέρουμε τον όρο, αναφερόμαστε στο γεγονός πως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας bakup είναι: γάμησε τα στην κασέτα.

Αυτό θα μπορούσε να συμβεί, π.χ: όταν συμβεί διακοπή ρεύματος, ή πτώση τάσης κατά τη διαδικασία (μ' αποτέλεσμα να διακοπεί η ροή των δεδομένων, ή ακόμα χειρότερα, θα μπορούσε και να καταστραφεί κι ο σκληρός δίσκος που περιέχει τα πρωτότυπα αρχεία), όταν γίνεται η μεταφορά των αρχείων στο δίσκο προορισμού χωρίς να υπάρχει εκεί ο απαιτούμενος χώρος, όταν το σετ των πρωτότυπων αρχείων είναι μολυσμένο από ιό κλπ.

  1. – Που λές χθες πήγα να γράψω τα αρχεία του σκληρού μου δίσκου σε ένα DVD και τσουπ στην τηλεόραση εμφανίζεται ο Μητσοτάκουλας κάνοντας δηλώσεις για την οικονομική στύση και τσουπ πέφτει το ρεύμα, και τσουπ έρχεται το ρεύμα, και τσουπ, το back up είχε γίνει φακ απ, ενώ... ο εθνικός γκαντέμης συνέχιζε απτόητος να κάνει δηλώσεις.
    – Καλά άσ' τα αυτά. Τι είπε ο Μητσοτάκης; Αυτό μας καίει!
    – Ε... είσαι και ο... μαλάκας.
    – Εντάξει μωρέ. Μια τουκανιά έκανα για να γελάσουμε.
    Βάλε τη γαργαλιέρα στο maximum.

  2. Πέρι: Που λές Μιστόκλα, χθες πήγα να πάρω backup τα αρχεία του Η/Υ μου, σε ένα δίσκο, στο τοπικό μου δίκτυο. Βάζω να γίνει κόπι το πίτα, λέω στον αδελφό μου να προσέχει τη διαδικασία και φεύγω για να πάω σε ένα μπαράκι για να συναντήσω το Λίλιαν. Και αυτός μου τα 'κανε μούτι.
    Μιστόκλας: Γιατί;
    Πέρι: Παρακολουθούσε βλέπεις παράλληλα και Star channel. Κι όταν βγήκε η Πετρούλα να πει τον καιρό, αποσβολώθηκε. Κι όταν την άκουσε να λέει: «μόλις τελείωσα», ενστικτωδώς σταμάτησε κι αυτός το backup. Οπότε το βράδυ που γύρισα, δε βρήκα backup, φακ απ βρήκα. Ευτυχώς αυτό διορθώνεται.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προκύπτει με παράφραση της αγγλικής λέξης user (γιούζερ), που σημαίνει: χρήστης.

  1. Ο όρος μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον ουζοπότη (που χρησιμοποιεί ούζο, ως υγρό καύσιμο, βλ. παρ. 1).

  2. Θα μπορούσε να αναφέρεται και σε κάποιον κατ' επίφαση χρήστη (γιούζερ) μηχανήματος, εφαρμογής κ.λπ., που απαξιωτικά ή χιουμοριστικά μπορεί, να αποκαλεστεί ή να αυτo-αποκαλεστεί ούζερ (λόγω παραπομπής της λέξης ούζερ, στη λέξη ούζο και στις αρνητικές συνδηλώσεις της αρχικής συλλαβής της, ου).

Κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις της χρήσης του όρου, παρουσιάζονται παρακάτω. Θα μπορούσαμε να μιλάμε λοιπόν για κάποιον:

- Kαθ' όλα εντάξει χρήστη, στα πλαίσια τριγκαρίσματος (βλ. παρ. 2).

- Tζακντανιελίστα χρήστη, που δεν έχει καμιά συναίσθηση του καθήκοντος κατά την επιτέλεση μιας εργασίας, π.χ.: λόγω ιδιοσυγκρασίας, λόγω ταπηροκρανίασης με τον προϊστάμενο του, κ.λπ. (βλ. παρ. 3)..

- Aνεπίδεκτο μαθήσεως με μυαλό αϊκιού ραδικιού, ή για κάποιον κακό εφαρμοστή των όσων έμαθε. (βλ. παρ. 4).

- Που του ανατίθεται στο εταιρικό περιβάλλον, ένα σύνθετο έργο, άνευ: εκπαιδεύσεως, παροχής του κατάλληλου υλικοτεχνικού εξοπλισμού, λοιπής υποστήριξης, κλπ. Έτσι ο όρος θα μπορούσε να λεχθεί, π.χ: στα πλαίσια αυτοσαρκασμού κάποιου για τον εταιρικό ρόλο του. (βλ. παρ. 5).

.

  1. - Ωχ πάλι, ο κ. Ουζούνογλου πίνει τα ουζάκια του σήμερα. Χάλια θα γίνει πάλι.
    - Ούζερ, όνομα και πράγμα ο τύπος. Σαν το ούζο 12 πίνει!

  2. - Γεια σου ρε ούζερ!
    - Ούζερ; - Έλα ρε σε πειράζω. Αφού είναι γνωστόν πώς είσαι ο μόνος στην εταιρεία, που ξέρεις την εφαρμογή απέξω κι ανακατωτά, γι’ αυτό και δεν παίρνεις κι ανάσα.
    - Ούτε γιούζερ, ούτε ούζερ. Λούζερ είμαι φίλε.

  3. - Σ' αυτόν θέλεις να αναθέσεις τη δουλειά; Σώθηκες. Μη βασιστείς σ' αυτόν. - Μα ξέρω πως είναι εύκαιρος τώρα και ξέρω επίσης πως ξέρει να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο μηχάνημα.
    - Κοίτα γιούζερ του μηχανήματος δεν τον λες, ούζερ σίγουρα, γιατί τη δουλειά που θέλεις να σου παραδώσει μέχρι αύριο, θα στη δώσει την επόμενη βδομάδα. Ο άνθρωπος, παίρνει τις...δόσεις γραψαρχιδίνης.

  4. - Τον έχω εκπαιδεύσει όσο δεν πάει. Το....ντουβάρι! Σιγά μη γίνει γιούζερ αυτός! Ούζερ μπορεί!

  5. - Άσε, μου 'χουν, αναθέσει μια πολυσύνθετη εργασία. Αλλά ούτε εκπαίδευση μου 'χουν κάνει, ούτε άλλη βοήθεια έχω, ενώ παράλληλα με έχουν βαφτίσει και εξπέρ γιούζερ της εφαρμογής, για να μου φορτώσουν την ευθύνη σε περίπτωση μαλακίας. Ούτε καν γιούζερ, δεν μπορείς να με πεις. Ούζερ είμαι o μαλάκας, αφού παρά τις ελλείψεις συνεχίζω να την παλεύω. Θα πρέπει να 'μαι και το... ψώνιο αν κάποιες στιγμές καυλώνω στη σκέψη, πως είμαι εξπέρ γιούζερ.

Βλ. και luser

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία