Επιπλέον ετικέτες

σκορδομπούτσογλου, σκορδοπούτσογλου

Συνώνυμο του «οποιοσδήποτε», «χ», «μέσος άνθρωπος». Χρησιμοποιείται σε διαφημιστικές εταιρίες και αν και ακούγεται ως μειωτική λέξη στην πραγματικότητα είναι σούπερ ουδέτερη και αν σας την απευθύνουν να μην θυμώσετε!

Θέλω να φτιάξουμε ένα σάιτ που να μπαίνει ο κος Σκορδπούτσογλου και να μπορεί να βρει πληροφορίες για τα ωραία έργα της σεζόν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αργκό του τμήματος πολιτικών μηχανικών, χρησιμοποιούμενη κυρίως από φοιτητές που τα έχουν παίξει λόγω παρακολούθησης κάποιου από τα μαθήματα στατικής. Οι συγκεκριμένες είναι λέξεις που ακούγονται πολύ στο μάθημα ενώ στην καθημερινότητα αντικαθίστανται από πολύ απλούστερες.
Πάκτωση λέγεται μία ράβδος στερεωμένη έτσι ώστε να μην μπορεί να κινηθεί ούτε να περιστραφεί (βιδωμένη, έχει πήξει τσιμέντο γύρω της κτλ). Μία ράβδος που στερεώνεται κατ' αυτόν τον τρόπο από τη μία μεριά λέγεται πρόβολος.
Προκύπτει λοιπόν η διάσημη (και καμμένη) αυτή έκφραση ως μεταφορά της σεξουαλικής εισχώρησης.

- Πώς τα πήγατε στο τεστ στη Στατική Ι;
- Μας την πάκτωσε την πρόβολο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φοιτητής γεωλογίας σε προχωρημένο έτος, συνήθως μεγαλύτερο/ίσο με 7 χρόνια. Τυπικό παράδειγμα «γεωhumor».

- Καλά, ποιοι είναι όλοι αυτοί που ήρθαν να δώσουν;
- Άσ' τα, με τους πτυχιόσαυρους θα γράψουμε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τζιτζιλόνι, πολύ καλό, ανακαινισμένο, καθαρισμένο, γενικά σε καλύτερη κατάσταση από πριν.
Στην αρχή αναφερόταν μόνο για αυτοκίνητα αλλά αργότερα επεκτάθηκε η σημασία. Πάντως πρόκειται για λεξιπλασία που προέρχεται από τον Πινινφαρίνα.

  1. - Πού ήσουν ρε;
    - Πήγα έπλυνα το αμάξι, έγινε πετιφαρίνα/πετιφαρινάτο.

  2. Καλά, πήγα κομμωτήριο και τα μαλλιά μου έγιναν πετιφαρινάτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύνθετη λέξη εκ των τούρμπο και καιρός. Για τους μη επαΐοντες των ατμοσφαιρικών μηχανών εσωτερικής καύσης, είναι γνωστό ότι η χαμηλή θερμοκρασία είναι το Α και το Ω για την απόδοση του αυτοκινήτου με turbo κινητήρα. Η χαμηλή θερμοκρασία του περιβάλλοντος ευνοεί την πτώση της θερμοκρασίας και μέσα στον κινητήρα, αφού ο αέρας που εισέρχεται είναι κι αυτός πιο κρύος. Ε, ένα κι ένα κάνουν δυο: Αν έχεις turbo αυτοκίνητο, μην το βγάλεις στον καύσωνα για κόντρα γιατί θα στενοχωρηθείς. Αντίθετα, αν πιάσουν τα μπιλοζίρια, ξαμολήσου.

- Τα βάζουμε μεγάλε;
- Τι λε ρε μάγκα; Τώρα που σκάει ο τζίτζικας; Κάτσε να πιάσει κάνας τουρμπόκαιρος και θα σου ξηγήσω τ' όνειρο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ του αγγλικού manager, το οποίο σημαίνει διευθυντής. Ο μανατζαραίος είναι η ένωση δυο συνόλων: αφενός του manager με την αγγλοσαξονική έννοια του όρου, που υποδηλώνει επαγγελματική κατάρτιση, αυξημένο επίπεδο ευθύνης, διοικητικές ικανότητες και σχετικό ακαδημαϊκό background, και αφετέρου της νεοελληνικής εκδοχής της συγκεκριμένης επαγγελματικής ιδιότητας, που εκτός του ότι δεν έχει κανένα από τα προαναφερθέντα στοιχεία, θεωρεί εαυτόν γκουρού και τρεις κλάσεις πάνω από τους ξένους ομολόγους του.

Κλίνεται όπως ο νοματαίος.

  1. - Έχουμε γεμίσει μανατζαραίους και δουλειά δεν βλέπω να γίνεται.

  2. - 48ωρες κυλιόμενες απεργίες ανακοίνωσε το συντονιστικό όργανο των απανταχού της επικρατείας σωματείων της συμπαθούς τάξης των μανατζαραίων, σε μια προσπάθεια προώθησης των εργασιακών, θεσμικών και οικονομικών αιτημάτων του κλάδου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παραφθορά του βρυκόλακας + δράκουλας. Αναφέρεται σε πανάσχημο πρωταγωνιστή ταινιών τρόμου, αλλά και κατ΄επέκταση στον επαγγελματικό χώρο σε κάτι καρα-άσχετους και ψιλοάσχημους τύπους που θέλοντας να επιβληθούν έχουν δεσποτική συμπεριφορά.

Ωχ κρύψε τα ποτά από το γραφείο μην το πάρει πρέφα ο βουρβούλακας από μέσα και έχουμε τραβήγματα με τον μεγάλο.

Cunt Dracula (από Vrastaman, 04/07/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άνθρωπος ο οποίος δουλεύει στη λαϊκή αγορά.

- Α ρε μαλάκες λαϊκατζήδες με τα Datsun σας...

Βλ. και λαχαναγορίτης, ο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία