Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Το φάλτσο, η λάθος νότα (κυρίως σε συμφραζόμενα ελληνικής λαϊκής μουσικής).

- Με τον Μπάμπη εγώ δεν ξαναπαίζω.
- Γιατί ρε Μικέ; Πού θα βρούμε δεύτερο μπουζούκι δυό μέρες πρίν τη συναυλία;
- Στις πέντε πενιές του η μια ειναι πράσινη ρε. Καλύτερα να παίξω μόνος μου να 'ούμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δοκιμαστική ηχογράφηση που προορίζεται για ιδία χρήση ή για προώθηση.

Τα «Μωρά» είχαν ηχογραφήσει σ' ένα ντέμο πριν διαλυθούν ένα τραγούδι με τίτλο «Αδρεναλίνη». Όταν διαλύθηκαν, ο Παυλίδης το πήρε, άλλαξε τους στίχους (κράτησε μόνο το γενικό νόημα), κράτησε ένα-δυο ριφάκια από το αρχικό και έκανε την «Αδρεναλίνη» που γνωρίζουμε σήμερα. (από το διαδίκτυο)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επαναλαμβανόμενη μουσική φράση που συνιστά τη βάση (μέρους) κομματιού, συνήθως σε ροκ ή τζαζ συμφραζόμενα.

  1. Εγώ το μόνο που θα πω είναι πως μέταλ χωρίς ριφ είναι σκορδαλιά χωρίς σκόρδο. (από το διαδίκτυο)

  2. Έχει μάλιστα ένα σύντομο, ημιπαράφωνο πιασάρικο ριφ που σε αιχμαλωτίζει και ένα παλιό ινδιάνικο σκοπό στα τύμπανα... (από το διαδίκτυο)

  3. το «κλασσικότερο» ριφ είναι απ' το smoke on the water το
    «τεν-τεν-τεεεεν, τεν-τεν-τέ-εεεεν
    τεν-τεν-τεεεεν, τεν-τεν-τεεεεν»
    (Χεσούς, εδώ)

Από το αγγλικό riff (= ρυθμικό σχήμα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Από το αγγλικό peak) Όρος της μουσικής τεχνολογίας που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι η κυματομορφή (waveform) ενός ήχου φτάνει σε μια κορυφή (peak) υπερβολικά υψηλής έντασης με αποτέλεσμα κατά την αναπαραγωγή να παραμορφώνεται ο ήχος.

  1. - Πώς σου φαίνεται το κομμάτι που έγραψα;
    - Καλό είναι, αλλά πρόσεξε στη μίξη να μην σου πικάρουν τα πρίμα.

  2. - Παίξε καθόλου με το equalizer γιατί πικάρουνε τα μπάσα.

Το κλιπάρισμα είναι αυτό εδώ. (από Cunning Linguist, 26/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τεχνική στην κιθάρα, κατά την οποία η άκρη της παλάμης (αριστερή άκρη αριστερού χεριού για αριστερόχειρες) αγγίζει τη χορδή ελαφρά και δίπλα στον καβαλάρη, ταυτόχρονα με τη νύξη της. Το αποτέλεσμα είναι να μειωθεί το πλάτος ταλάντωσης και κατά συνέπεια η διάρκεια της νότας, η οποία, χωρίς να σιγαστεί πλήρως, παράγεται με μία «υπόκωφη» πλέον χροιά.

Σε ροκ και μέταλ ιδιώματα η τεχνική συνδυάζεται σχεδόν αποκλειστικά με εφέ παραμόρφωσης, συχνά για να διευκρινίζει τον επιτονισμό φράσεων ο οποίος αλλιώς θα χανόταν, λόγω ακριβώς της παραμόρφωσης.

Στην κλασική κιθάρα η τεχνική ονομάζεται πιτσικάτο, παραπέμποντας στον ήχο της ομώνυμης –αλλά διαφορετικής– τεχνικής για έγχορδα με δοξάρι.

  1. Όχι ρε φίλε πάλι ριφ με μπουκωτές, έλεος!... Ούτ' ο Μετάλικα νά 'σουνα πιά. Όχι άλλο κάρβουνο!...

  2. Στο τέλος κάθε στίχου παίζεται αυτό [...] pm (pm=palm mute ή «μπουκωτή» στο ελληνικότερον) (απο το Kithara.vu)

Σύγκρινε με κούφια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είδος δημοσίου υπαλλήλου, γυναικείου φύλου, που συναντάται κυρίως σε δημόσιες υπηρεσίες, όπως σε πρωτόκολλα υπουργείων και γραμματείες.

Το είδος αυτό ανήκει στην κατηγορία των αγενεστέρων εκ των δημοσίων υπαλλήλων και πάντα σου απαντά χωρίς να σε κοιτάζει. Συνήθως κοιτάζει προς τα πάνω με βλέμμα κενό ενώ πληκτρολογεί σε γραφομηχανή παλαιού τύπου με σύστημα didacta. Η χροιά της φωνής της δε, θυμίζει έντονα τον θρύλο της soul μουσικής Ray Charles, στο πιο χωριάτικο βέβαια. Οι 2 τελευταίες αναφορές μάς οδηγούν στο συμπέρασμα του παραπάνω ορισμού.

Αποφύγετέ τις όπως ο διάολος το λιβάνι.

– Άσε με ρε Λευτέρη πήγα στο υπουργείο και ήταν μια Ρεητσαρλίνα στην γραμματεία που ήθελα να την πετάξω από τον 3ο την άτιμη. Δεν με κοίταξε ούτε μια στιγμή, μόνο γρύλιζε ότι δεν είναι αυτή «Πληροφορίες» και πληκτρολογούσε ατάραχη.
– What'd I say ρε Γιώργο, αυτή τους έχει γραμμένους όλους και κάνει και τον διευθυντή. Οι Ρεητσαρλίνες είναι από τις παλαιότερες φάρες του δημοσίου τομέα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ροκ αργκό για στίχους τραγουδιού. Λέγεται μόνο σε πληθυντικό.

Ο ΚΙΘΑΡΙΣΤΑΣ και ο ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ των Ουλτραμεγκασκιζομάνιακς συζητάν για τραγούδι του επόμενού τους ντέμο.

ΚΙΘΑΡΙΣΤΑΣ: Έχει ένα μήνα ρε 'σύ Τζάκ που σ' τό 'δωσα το ριφάκι, κι' εσύ ακόμα να γράψεις στίχια. Τί θα γίνει;
ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ: Ήρεμα Μπόμπ. Αυτά τα πράματα δέν είναι απλά γκαγκα-γκούγκα... Αυτά τα πράματα θέλουν έμπνευση, θέλουνε χρόνο. Αφού το ξέρεις, εγώ είμαι πρωτοποριακός, διαφέρω, δέν γράφω στίχια σάν τους άλλους, σ' έν' απόγευμα πέντε κομμάτια να πούμε... Αλλα έχω σκεφτεί τίτλο γαμάτο.
ΚΙΘΑΡΙΣΤΑΣ: Γιά ρίχ' τον...
ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ: «Κίλ δεμ μπόθ».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ως γνωστόν ο DJ (ντι-τζέι), ή ολογράφως ο disc jockey (ντίσκ τζόκεϊ), σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, είναι αυτός που επιλέγει και βάζει δίσκους σε ντισκοτέκ, σε μουσικές εκπομπές κλπ.

Αντιστοίχως ο TJ (τι-τζέι), ή ολογράφως ο telephone jockey (τέλεφον τζόκεϊ) είναι αυτός που επιλέγει να απαντήσει εναλλακτικά σε εισερχόμενες κλήσεις, είτε στην ίδια συσκευή, είτε σε διαφορετικές συσκευές, είτε στην κονσόλα τηλεφωνικού κέντρου κλπ επί σχετικά μακρό χρονικό διάστημα.

Οι συσκευές μπορεί να είναι είτε κινητές, είτε σταθερές (ενσύρματες ή ασύρματες), είτε συσκευές VoIP κλπ.

- Άσε, χθες γιόρταζα και τις απογευματινές ώρες με πήραν μαζεμένα δεκάδες άτομα. Κι ανάμεσα τους άτομα που είχα να τα ακούσω από πέρσι τέτοια μέρα. Από Βέροια, από Χάλκη, απ' όλη τη χώρα. Κι ήμουνα συνέχεια σε ένα ατέλειωτο πήγαινε έλα κι έλα. Από το κινητό στο σταθερό... και τούμπαλιν. Και το μυαλο σέικερ. Να παίρνει σε dt άσχετα data από παντού. Στο τέλος της φάσης, δεν είχα μυαλό. Ρώσικη σαλάτα είχα.
- Εμ... τα 'χουν αυτά οι τι τζέι φίλε. Και πως συνήλθες μετά ρε εσύ;
- Με κρασοκατάνυξη μέχρι τελικής πτώσεως. Το...γιατρικό!!! Τώρα είμαι χάι κι όπου με πάει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκτός από την συνήθη έννοια, η λέξη χρησιμοποιείται και από τους μουσικούς (παλιότερα κυρίως) στην περίπτωση που εκτελεστεί κατά λάθος μια άλλη νότα (ή και πολλές...) από αυτήν που θα έπρεπε, με αποτέλεσμα το φαλτσάρισμα και την παραφωνία. Το λέμε έτσι γιατί συνήθως πατάμε κάποιο πλήκτρο, τάστο, κλπ

Η Ελένη έπαιξε πολύ χάλια στο Δίπλωμα χθες. Τα σκότωσε όλα. Είχε τρομερό τρακ και στραβοπατούσε συνέχεια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το μπουζούκι είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο, με ρίζες από την Αρχαία Ελλάδα (θεωρείται απόγονος της πανδούρας –πληροφορίες εδώ) και πολλά ερεθίσματα από την ανατολή (κυρίως από την περίοδο της τουρκοκρατίας). Βέβαια, είναι αυτονόητο ότι το συγκεκριμένο λήμμα δεν αναφέρεται στο όργανο αυτό στον πληθυντικό αριθμό.

Κι αυτό γιατί, η λέξη αυτή ζει ανάμεσά μας για να περιγράψει λιτά, λακωνικά και εύστοχα τα νυχτερινά κέντρα στα οποία –και όσον αφορά τα μουσικά όργανα– κύριος πρωταγωνιστής είναι το μπουζούκι.

Κάθε κλασσικός Ελληναράς (καθώς και e-λληνάρας ή e-λληναράς τολμώ να πω, εφόσον κάποια πράγματα είναι αναλλοίωτα στο πέρασμα των ετών), που σέβεται τον εαυτό του, επισκέπτεται αυτού του είδους μουσικές στέγες προκειμένου, αφενός να διασκεδάσει (όχι τόσο με τα μουσικά ακούσματα, όσο με το τρίπτυχο ποτό-γυναίκες-χαβαλές) και αφεδύο για να πουλήσει μούρη στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του.

Από την λέξη αυτή προκύπτουν αρκετοί παράγωγοι slang όροι, όπως οι παρακάτω ήδη υπάρχοντες ορισμοί: μπουζουκλερί, μπουζουκοδάνειο, μπουζουκομάγαζα, μπουζουκομούνι κ.ά.

Σε καμία περίπτωση ο παραπάνω ορισμός δεν υποτιμά το μπουζούκι ως όργανο. Είναι δεδομένο ότι είναι ένα από τα πλέον εκφραστικά όργανα και μία κύρια πηγή έμπνευσης και ψυχισμού των Ελλήνων. Είδη όπως το γνήσιο λαϊκό και το ρεμπέτικο (που χρησιμοποιείται κυρίως αυτό το όργανο) είναι κάτι παραπάνω από αξιοσέβαστα για όλους μας.

Επίσης, όπως τόνισα και παραπάνω, το μπουζούκι είναι ναι μεν το πρώτο από τα όργανα σε τέτοιου είδους κέντρα, αλλά σε καμία περίπτωση ο κεντρικός πρωταγωνιστής. Γιατί πολύ απλά, βασικός πρωταγωνιστής ή πρωταγωνίστρια για να γίνω πιο συγκεκριμένος, είναι η τουλάχιστον μία αοιδός (τις περισσότερες φορές και πολλές περισσότερες) που έχουν από φωνή μουνί κι από μουνί φωνάρα. Οι συγκεκριμένες αποτελούν πόλο έλξης για μεγάλο αριθμό των ανδρών παρευρισκομένων σε τέτοια κέντρα. (Βλέπε φώτος).

  1. Από συνεργάτες του υπουργού επισημαίνεται ότι τα σχετικά δημοσιεύματα και η διάδοση της πληροφορίας για την παρουσία του στα μπουζούκια προέρχονται από οργανωμένη προβοκάτσια, που ως στόχο έχει να βλάψει την πολιτική εικόνα του υπουργού, ιδιαίτερα τώρα που το υπουργείο του βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων. (εδώ)

  2. Τα μαγαζιά που φιλοξενούν “τα μπουζούκια” έχουν γίνει για να “τα οικονομίσουν χοντρά” κάποιοι, μαγαζάτορες της νύχτας ή “καλλιτέχνες” και όχι για να διασκεδάσουν τον κόσμο με την προσφορά πραγματικά λαϊκής μουσικής. (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία