Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Παζάρι στο οποίο βρίσκει κανείς τα πάντα όλα, (δηλαδή υπ’ αυτή την έννοια κάτι σαν τα Χάρροντς της Ανατολής), με την διαφορά ότι είναι αρκούντως λαϊκότερο, συνήθως αναφέρεται σε παλιά-μεταχειρισμένα αντικείμενα και ο κάθε πωλητής στεγάζεται (αν στεγάζεται) αυτοτελώς (περί της διαφοράς αγορά-παζάρι-μάρκετ βλ. παρακάτω).

Λέγεται ότι προέρχεται από τον Εβραίο έμπορο Ελία Γιουσουρούμ, που ήρθε τον 19ο αιώνα από τη Σμύρνη στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην πλατεία Αβησσυνίας, ιδρύοντας το πρώτο παλαιοπωλείο, αν και η τούρκικη λέξη sürüm σημαίνει πώληση-απόληψη.

Σχετικά: Γιουσουρουμτζήδικος, -η, -ο, γιουσουρουμτζής, «Πάρε ό,τι θέλεις παλιατζή» (Σ. Διονυσίου), «Γιουσουρούμ» (Ν. Άσιμος), στίχος «...πούλησα στο γιουσουρούμι χόμι-μπόι πανταλόνι και αγόρασα για σένα αδαμάντινο βελόνι...» (Ημίζ), «Αγοράζω παλιά» (Ολύμπιανς) κλπ.

Συγγενεύει εννοιολογικά με το οθωμανικό μπιτ-μπαζάρ και το (παραδόξως) ταυτόσημο εγγλέζικο flea market, υπό την ειδική σημασία της πώλησης και ανταλλαγής φτηνών ή μεταχειρισμένων-κλεμμένων μικροπραγμάτων αλλά και αντικών.

Στην Αμερική (garage sale) και στην Βρετανία (boot sale), υφίστανται ιδιωτικά γιουσουρούμια, στον κήπο οποιουδήποτε θέλει να μετακομίσει ή να ξαλαφρώσει από την παλιατσαρία. Στην Ελλάδα δυστυχώς, δεν υπάρχει αντίστοιχος θεσμός, οπότε οι νεοέλληνες πετάνε κυριολεκτικά στον δρόμο τα παλιά τους πράγματα, τα οποία μαζεύουν εξαθλιωμένοι άνθρωποι (ρακοσυλλέκτες, αλλοδαποί, άστεγοι, πρεζάκηδες κλπ) και ιδίως πονηροί παλιατζήδες –νυν αντικέρ- (αν είναι -όχι σπάνια- τίποτα έπιπλα αξίας), που τα μεταπωλούν στα μεγάλα γιουσουρούμια, ώστε να φρεσκαριστούν και να τα πάρουν τίποτα συλλέκτες που φυσάνε το παραδάκι. Παλιότερα όμως, τη συλλογή των παλιών-αχρήστων επ’ ανταλλάγματι έκανε ο πλανόδιος παλιατζής, με την στεντόρεια τραγουδιστή φωνή του «Οοοο παλια-τζής! Ρούχα-παλιά-αγοράζω»! (βλ. και Νίκο Φέρμα στο «Ένας ήρως με παντούφλες»).

Το παρδαλό γιουσουρούμ διαφέρει από την λαϊκή αγορά, διότι στην τελευταία κατ’ εξοχήν διατίθενται προϊόντα προς άμεση ανάλωση και λειτουργεί κάθε μια άπαξ εβδομαδιαίως, αν και το πειραιώτικο αυθεντικό γιουσουρούμ στην πλατεία Ιπποδαμείας -οδό Αλιπέδου δίπλα στα παλαιοπωλεία, που αντικατέστησε την άτυπη αγορά του Καραϊσκάκη (κάηκε το 1937) δίπλα στα Λεμονάδικα της Ακτής Τζελέπη, λειτουργεί κάθε Κυριακή και αντίστροφα, όλο και περισσότερες λαϊκές γιουσουρουμοφέρνουν, δεδομένου ότι πλέον διατίθενται και παλιά είδη.

Εξ άλλου, η κατοχή αδείας πωλήσεως αγαθών (όπως και η έκδοση αυτής), των γιουσουρουμτζήδων είναι μια ομιχλώδης υπόθεση, ενώ στις λαϊκές, είναι υποχρεωμένος ο πωλητής να αναρτά την άδειά του και να στήσει το τσαντήρι του σε προκαθορισμένη θέση, αλλιώς οι άλλοι πωλητές του αναποδογυρίζουνε τον πάγκο.

Από την «αμερικάνικη αγορά», που αγόραζε μια φορά ο κοσμάκης «second hand» τα κοντοβράκια των ευεργετών μας (ξανάρθε στο προσκήνιο το 80-90 λόγω μόδας), διαφέρει στο ότι δεν αφορά μόνον είδη ένδυσης.

Κλασσικό γιουσουρούμ εν Ελλάδι ήταν το πολύβουο Μοναστηράκι (κυρίως η Κυριακάτικη ουρά του), που έφτανε μέχρι το Γκάζι και στη συνέχεια το κουτσουρέψανε Δημοτική παραγγελία, κατόπιν αιματηρής αντιδικίας τσιγγάνων (λέει). Τα δε μικρομάγαζα της περιοχής, κατήντησαν προοδευτικά μουράτες φίρμες ή «αντικερίες», που ούτε φτηνά είναι, αλλ’ ούτε και ποιοτικά. Αντίστοιχα, μετετράπησαν σε καταστήματα τα οθωμανικά (εβραιοκρατούμενα) παζάρια της Σαλονίκης (Καπάνι, Βαρδάρι, Λαδάδικα, Μοδιάνο, Καραβάν-σαράι κλπ, η δε διαβαλκανική εμπορο-ζωοπανήγυρη στη Χ.Α.Ν.Θ. μετονομάσθηκε σε «Διεθνής Έκθεση» όπου κάθε κλάπας βγάζει κι ένα λόγο παραμυθίας κάθε Σεπτέμβρη προς Θεσσαλονικείς αλλά εις επήκοον όλων), η οδός Αθηνάς και τα Χαυτεία στην Αθήνα, το ιταλικό «μαρκάτο» της Πάτρας, η αγορά των Χανίων, Ηρακλείου, Βόλου, Λαυρίου, το εβραιοπάζαρο των Ιωαννίνων κλπ. Η Πλάκα δεν έχει πλέον παζάρι, αφού την κατήντησαν υπνούπολη πολυτελείας ντόπιοι αετονύχηδες και ξένοι ταλαριούχοι, αγοράζοντας μπαμπέσικα (μέσω κάποιας τέως υπουργού) τα νεοκλασικά (φρούρια τώρα) ώστε να βροντολογάνε τις πορδές τους ανενόχλητοι απ’ τη βουή της ζώσας συνοικίας που ήταν κάποτε. Τα ίδια έγιναν και στην Τουρκία, με τη μετατροπή των παζαριών σε τσαρσιά (αγορές) ανοικτές ή κλειστές (καπαλί-τσαρσί), παραγκωνίζοντας τα γιουσουρούμια.

Στο γιουσουρούμ όμως, κυκλοφορεί ακόμα κάθε καρυδιάς καρύδι, αφού τα είδη της πραμάτειας είναι ευθέως ανάλογα με τις ιδιοσυγκρασίες των παρευρισκομένων: λατερνατζήδες, αριστεροκράτες, πρεζάκια, ζήτουλες, αδερφές, παπατζήδες, μοσκομούνες, λαχανάδες, μανιαούρια, τεκνατζούδες, φοιτητές, αλλοδαποί, φτωχολογιά, τουρίστες κλπ. Σε κάποια γωνία του Μοναστηράκι, υπάρχουν ακόμα ακουμπιτζήδες (=ενεχυροδανειστές), σαράφηδες, τοκογλύφοι και μεταφραστές (=κλεπταποδόχοι), που ξεπλένουν τα κλεψιμέικα και τα επαναφέρουν στην έντιμη αγορά! Ούτω πως, όταν κάποιος βλάκας δήμαρχος (νομίζοντας πως ξέρει την Αθήνα) προσπάθησε πριν χρόνια να λαϊκίσει βολτάροντας δήθεν ανέμελα με την κλάκα του στο Μοναστηράκι, τα σαΐνια του φάγανε το πράσο πριν να πει «κύμινο»...

Η πολιτική ιστορία της Ελλάδας διαβάζεται ανάγλυφα στην καθημερινή της συναλλαγή, αφού αναγκαστικώς περνάει μέσα από την αρχαία αγορά και στη συνέχεια στο ρωμαϊκό φόρουμ, από κει στην καθαρά εμπορική βυζαντινή αγορά (αφού ο Κύριος έδιωξε τους εμπόρους απ’ τους ναούς, σηματοδοτώντας την απαρχή των ιερατείων και τον χωρισμό εμπορικής συναλλαγής-πολιτικής συζήτησης), κατόπιν στο οθωμανικό παζάρι (και τα κατά τόπους βενετσιάνικα μερκάτα και πιάτσες), στα καταστήματα που έγιναν μαγαζιά (<γαλλικό magasins), που με τη σειρά τους γίναν άξαφνα shops / stores, ύστερα super market και εν τέλει στα ενοποιημένα κι απρόσωπα Malls.

Parole αυτά, η εμπορική συναλλαγή εν Ελλάδι ποτέ δεν πρόκειται να υιοθετήσει απόλυτα το customers’ service (βλ. «πώς μπορώ να εξυπηρετήσω» και άλλες αδόκιμες μαλακίες), διότι υφίσταται μια ψυχική-ανθρώπινη προσέγγιση, μεταξύ πωλητή-αγοραστή (βλ. σχόλια στο λήμμα ό,τι βλέπετε). Για τον λόγο αυτό, είναι αδιανόητο να αγοράσεις κάτι χωρίς να κάνεις παζάρι, αφού το τίμημα είναι πάντοτε ενδεικτικό (βλ. παζάρι στην Ιερουσαλήμ Monty Python’s «The Life of Brian»).

Ο νεοέλληνας καλώς ή κακώς, πάντα κάπου θα βασιστεί (π.χ. κοινή καταγωγή, αμοιβαίο γνωστό που τον στέλνει «συστημένο», ποδοσφαιρική ομάδα, στρατός κλπ), ώστε να ανακαλύψει οποιουδήποτε βαθμού και είδους εγγύτητα με τον συνομιλητή του (βλ. «Η Πιάτσα» Ε. Παπαζαχαρίου), γι’ αυτό ρωτάει πάντα «τίνος είσαι συ;» Αν υπάρχει σημείο επαφής, πάμε καλά. Αν όχι, σε στέλνει στο διάολο (υπάρχουν πολλοί τρόποι).

Άρα στην ουσία, δεν πρόκειται για την ξερή αμφοτεροβαρή δικαιοπραξία της πώλησης, αλλά για «ανταλλαγή» (εξελικτικά εκ του «δούναι και λαβείν», νταραβέρι <λατιν. dare-avere, αλισβερίσι< τουρκ. alışveriş=δοσοληψία), αφού το χρήμα υγιέστατα εν Ανατολή έχει καθαρά ανταλλακτική αξία και δεν αποτελεί αξία το ίδιο.

Οι νεοέλληνες (να τα λέμε κι αυτά), υπήρξαν μέχρι πολύ πρόσφατα φορείς ενός πολυσχιδούς-πολυσυλλεκτικού και λεπτεπίλεπτου πολιτισμού, που βασίζονταν στην κοινωνική ανεκτικότητα. Το Καρναβάλι της Πάτρας παλιά γινόταν στους δρόμους, όπου χιλιάδες πιωμένοι χόρευαν και δεν άνοιγε μύτη. Τούτο ήταν αδιανόητο π.χ. στην Αγγλία ή στο Βέλγιο καθώς και σε οποιαδήποτε «προηγμένη» ευρωπαϊκή χώρα).

Με τον αυθορμητισμό όμως, δεν κονομάνε τα μαγαζιά, άσε που οι νεοέλληνες μέσα σε είκοσι χρόνια κατήντησαν βίαιοι κι επικίνδυνοι, αφού πίνουν άγνωστα ποτά χωρίς να τρώνε, υπό τους ήχους (ξένης σ’ αυτούς) εκκωφαντικής υπόκρουσης.

Αποτέλεσμα: τέρμα ο δρόμος και οι γλεντοκόποι σαλαγιούνται στα ομοιόμορφα σκατόμπαρα να ρουφήξουν μπόμπες, για να βγουν μετά έξω και να βιαιοπραγήσουν (Ευρώπη γίναμε γιά).

Στην Ισπανία, το ευρέως διαδεδομένο «botellon» (=βάζω ένα ποτό ή κοκτέηλ σε μια μποτίλια απ’ το σπίτι μου και διασκεδάζω στον δρόμο, χορεύοντας και γνωρίζοντας κόσμο), απαγορεύτηκε δια Νόμου, δήθεν λόγω εγκληματικότητας και ρύπανσης των δρόμων.

Η καικαλάδικη ελληνική κόπια του, στην πλατεία Μαβίλη, δεν φτούρησε, αφού τα μαλακιστήρια ουδεμία διάθεση έχουν για κοινωνικότητα, παραμένοντας περιχαρακωμένα στις παρέες τους, ο δε λόφος της Πνύκας, που ανέβαιναν τα μανιαουράκια που περνούσαν το καλοκαίρι τους στην Αθήνα και δεν είχαν (ή δεν ήθελαν) για να στριμωχτούν σε μαγαζιά, αστυνομοκρατείται.

Το ελεύθερο κάμπινγκ απαγορεύεται στην Ελλάδα, διότι δήθεν οι (κατ’ εξοχήν φυσιολάτρες) ελευθερο-καμπινίστες δεν προσέχουν, ρυπαίνουν το περιβάλλον και καίνε τα δάση... Ολοένα και περιφράσσονται οι δημόσιες παραλίες, μεταφράζοντας το μπανάκι σε ευρωρραγία. Κάγκελα παντού!

Ομοίως, το νεοελληνικό Κράτος, συνεχίζοντας μακρά παράδοση χειραγώγησης του συνέρχεσθαι, έδωσε δεινές μάχες για να καταφέρει να μαντρώσει την εμπορική (και όχι μόνο) συναλλαγή, όπως έδωσε ο Ιουστινιανός για να ελέγξει τον λαϊκό Ιππόδρομο, όπως έδωσε η Οθωμανική αυτοκρατορία κατά των καφε-χανέδων, που μαζεύονταν οι υπήκοοι και τα λέγανε, όπως έδωσαν και οι Δυτικοί, μικραίνοντας πλατείες (πιάτσες), για να χωρούν λιγότερο κόσμο και να μην ξεκινούν στάσεις ή τουλάχιστον να καταστέλλονται ευκολότερα.

Η μάχη συνεχίζεται, αφού οι ρωμηοί αρνούνται να τυποποιήσουν τη ρακή (και το λάδι) παραγωγής τους, κλάνοντας επιδεικτικά τις σχετικές υποδείξεις της Ε.Ε. και του Υπουργείου (μωρ’ τί μας λες;), τα ανταλλάσσουν μεταξύ τους, μαζεύονται και στήνουν σα Γαλάτες τρανά γλέντια, όταν ανοίγουν τα καζάνια!

-Ρε γαμώτο, κάποιο κωλόπαιδο, μου’ φαγε τον επενδύτη μου!
-Μη σκας! Κατέβα Κυριακή στο γιουσουρούμ, να τον ξαναβρείς μπιρ-παρά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τουρκογενές επιφώνημα κυρίως προτρεπτικό κινήσεως, με θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο. Προέρχεται από το τούρκικο Ya Allah (παλιότερα στρατιωτικό πρόσταγμα εφόδου στο όνομα του Μεγαλοδύναμου, όπως γιουρούσι-γιούρου-γιάγμα κ.λπ. και νεωστί: Για τ’ όνομα του Θεού, άντε στην ευχή του Θεού κ.α. αντίστοιχα στα εγκλέζικα Jesus Christ, by Jove, Godspeed, κέλτικα Begorrah, ιταλικά Dio Santo, ισπανικά por Dios, γερμανικά zum Donnawetter/um Gotteswillen κ.λπ.). Οι Τούρκοι σταμπουλούδες ταρίφες (που οδηγούσαν τα Μουράτ=Φίατ ταξί αυτοκίνητα), το χρησιμοποιούν κατά κόρον, εν είδει «άιντε, κουνήσου μαλάκα ξημερώσαμε!» (δηλ. ντούρ!/γκίτ!).

Όπως και με πολλές άλλες τούρκικες λέξεις, συμβαίνει να συμφύρεται η έννοια της με αντίστοιχη εν μέρει ομόηχη ελληνική δηλ. γιάλα - για έλα < έρχομαι (όπως π.χ. μέραμπα - καλημέρα, μπρε - μωρέ / βρε / ρε / ορέ Ρούμελη-Μοριάς / βορέ Κεφαλλονιά κ.λπ)., ώστε συχνά να αλλοιώνεται τεχνηέντως η ετυμολογία τους. Ομοίως, οι απόψεις για την προέλευση του προτρεπτικού μορίου ά(ι)ντε διίστανται: Προέρχεται από το ιταλο-ισπανικό andar(e) (προστακτική: anda!=περπάτα, προχώρα) ή από το τούρκικο hayti = άντε / μπρος (π.χ. hayti bacalum = άντε να δούμε); Μάλλον το δεύτερο.

Στην Ελλάδα σχετίζεται περισσότερο με τα τσακίσματα του ρεμπέτικου, δηλαδή είτε ως επιφώνημα επιδοκιμασίας για τις τσαλκάντζες του τραγουδιάρη (π.χ. Έλα, άντε, δώσ' του, αμάν-αμάν τα βεραμάν, ωχαμάνα άλα της, ολούρμι, γιαχαμπίμπι, έτσι, γκιουζελίμ, αυτά είναι, ώπα, γειά σου, ντιριντάχτα, να μου ζήσεις, μπιραλλάχ, σσσσσ... κ.λπ.), είτε ως προτροπή προς χορευτή, να φέρει τις βόλτες του με όμορφες (αλλά απέριττες) φιγούρες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι παλιότερα σφύριζαν χαρούμενα οι θαμώνες των καφωδείων κι ακόμη παλιότερα έριχναν και πιστολιές στον αέρα (ή στο ταβάνι), σαν την Άγρια Δύση!

Εκτός της συνηθισμένης χρήσης του, το νατουραλιζέ ελληνικό πλέον «γιάλα» (εκ του υποτιθέμενου «έλα»), συνέχισε και μετά το ’50 να προσφωνεί ειρωνικά τους βλαχόμαγκες, που σηκώνονταν να τσουρο-χορέψουν (βλ. γιέλλλα!). Συγκεκριμένα, ο Τσιτσάνης το’ λεγε συχνά είτε κοροϊδευτικά, είτε γιατί έτσι του 'βγαινε αφού ήταν από τα Τρίκαλα κι οι Πειραιώτες ρεμπέτες τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «Βλάχο» ή «Πονηρό» ή «Τσίλα» (=Βασίλης στα βλάχικα), καθώς έσκωπταν όσους έμπαιναν στο ταράφι και δεν προέρχονταν από 3-4 πόλεις (λιμάνια) που διέθεταν βιομηχανικό υποπρολεταριάτο.

Τέλος, σημειωτέον ότι υφίσταται και νεο-κουτούκι με τη λογοπαιγνιώδη επωνυμία «Πάμε γι’ άλλα», στα Εξάρχεια.

- Μαέστρο παίξε ένα απ’ τα δικά μου!
- Έγινε Γιώργο μου! (Ακολουθεί ταξίμι)
- Γιάλααααααα! Αυτός είσαι!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καταρρέω, σπάω, ψοφάω. Συντρίβομαι ψυχολογικά από την εξωτερική πίεση, ξεπερνώντας τα όρια της αντοχής μου, σκάω από το κακό μου. Προέρχεται από το ιταλικό crepare που πα να πει εκρήγνυμαι, σπάω.

Το κρεπάρισμα, με όποια σημασία και να το πάρεις, είναι μια ξεχωριστή λέξη που συνδυάζει πρόβλημα με θέαμα, ως φαίνεται για τις παρακάτω έννοιες:

  1. Ένα πράγμα που ραγίζει, ή μπορεί και να σχιστεί, ή μπορεί και να σκάσει, ή μπορεί και να σπάσει. (Καλά δεν τα λες όλα τούτα, πρόβλημα είναι, σημαίνουν καταστροφή, αλλά παίζει και θέαμα, καθώς προείπα, με τα ζλάνγκαρα μάνγκαρα). Παράδειγμα 1.

  2. Ένας άνθρωπος που στενοχωριέται, ή που θλίβεται, ή που τα χει παίξει, ή που τα χει βάψει μαύρα, ή που είναι έτοιμος να καταρρεύσει ψυχολογικά, ή που έχει καταρρεύσει ήδη ψυχολογικά, ή που όλα αυτά τον κάνουν να καταρρεύσει και σωματικά. (Εμ ούτε τούτα τα λες και πολύ καλά, πρόβλημα είναι η σκατοκατάσταση, ενώ το θέαμα παίζει όταν επέλθει λιποθυμία, ειδικά αν ο άλλος είναι ψηλός. Ας σημειωθεί εδώ ότι αυτή είναι και η πιο συνήθης σλαγκοσημασία της λέξης, βλ. §1). Παράδειγμα 2.

  3. Ένα ίσιο μαλλί που το ξύνεις (ή ξαίνεις) για να αποκτήσει όγκο. Πρακτική ιδιαιτέρως προσφιλής σε κάτι γιαγιάδες που έχουν μείνει στα 60ς και στους emo. Τα μήδια #1,2 εξηγούν περίπου πως γίνεται αυτό: σηκώνεις την τούφα με το ένα χέρι και με το άλλο την περνάς με μια χτένα κόντρα για να φουντώσει. Ισιώνεις την άκρη κατά βούληση και φτάνεις μέχρι μαλλί κουνουπίδι. Απ' έξω δεν φαίνεται ότι μέσα είναι ψιλοτζίβα, σο ποιος γαμεί. (Κι αυτό είναι λίγο πρόβλημα, σπάει η τρίχα σαν τρελή και τί να μαζέψουν οι μάσκες και τα κοντισιονέρ, από την άλλη το θέαμα είναι καλό γιατί, άλλο ένα αφράτο, αεράτο μαλλί (μήδι #3), άλλο ένα κολλημένο στην κράνα σαν να στό 'γλειψε μοσχάρι). Παράδειγμα 3.

  4. Φτιάξιμο κρέπας. Όχι ότι το 'χω ακούσει δηλαδή ως τώρα με αυτή την έννοια, αλλά μπορεί να αρχίσει να χρησιμοποιείται από τώρα και μπρος, γιατί όχι; Στην τελική, το παράδειγμα 2 υποστηρίζει αυτή την άποψη. (Το πρόβλημα εδώ το 'χει όποιος τις φτιάχνει και κουράζεται και πλένει μετά τα τσουμπλέκια, ενώ ως θέαμα εγώ λέω τώρα τις ικανοποιημένες πασαλειμμένες φάτσες όσων τις τρώνε ή τις έκπληκτες όσων κοιτάνε την ζυγαριά μετά που τις φάγανε). Παράδειγμα 2 λέμετε.

Νομίζω είμεθα κομπλέντερ από ορισμό, άμα μου ξέφυγε τίποτα άλλο πλιζ αφήστε σχόλιο.

Ασίστ: Ο ΑΛΛΟΣ από το ΔΠ.

  1. Εδώ: Ανέβηκα στην τζιτζιριά, στη μιτζιριά, στην τζιτζιμιτζιχοτζιριά, να κόψω τζίτζιρα, μίτζιρα, τζιτζιμιτζιχότζιρα, κρεπάρισε η τζιτζιριά, η μιτζιριά, η τζιτζιμιτζιχοτζιριά κι ούτε τζίτζιρα, ούτε μίτζιρα, ούτε τζιτζιμιτζιχότζιρα... Χε.

  2. Εδώ: Και τ’ αφεντικό μου στην κρεπερί, που γκρίνιαζε ότι σέρνομαι και ότι δε γλυκομιλώ στους πελάτες, κρεπάρισα και του ‘χωσα ένα πιρούνι στο λαιμό.

  3. Εδώ: Elle prêt-a-porter: Το κρεπάρισμα έχει τη μερίδα του λέοντος, αφού τα μαλλιά χρειάζονται όγκο και πρόσθετη ανεμελιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σλανγκ γυναικεία του στάιλινγκ και της μοδός. Το λήμμα είναι σκοπίμως γραμμένο με κεφαλαία, γιατί έτσι γράφεται συχνά (βλ. παρ. 1) επειδή δεν είναι απλή έκφραση, αλλά πρόκειται για Ιδέα. Μη χαμογελάς με το βελάκι πάνω από το πρώτο αστέρι, ώρα για τη μόρφωσή σου.

«Μικρό Μαύρο Φόρεμα» (περισσότερες από 99.000 επιστροφές στο γούγλε, όπως είναι με τα εισαγωγικά): Μεταφορά στην Ελληνική του ξενικού όρου «Little Black Dress» (περισσότερες από 2.000.000 επιστροφές στο γούγλε). Καταχώρηση στη Βίκυ, ολόκληρη λίστα βιβλίων, εξειδικευμένα σάιτς, ειδικό αρκτικόλεξο (LBD – χρησιμοποιείται ατόφιο και στα Ελληνικά κείμενα – βλ. παρ. 2), τραγούδια, ειδικά events προς τιμήν του, ετήσιο γκαλά, κάτσε καλά. Το λανσάρισε η Κοκό Σανέλ στα '20ς και δεν ήξερε τί καλό θα έκανε στις επόμενες γενεές γυναικών (βλ. παρ. 3) - το γιατί θα το δείτε παρακάτω.

Πρόκειται για σχετικά απλά ουδέτερα μαύρα φουστανάκια, συχνά με κοντή φούστα αλλά όχι πάντα, διαφορετικά μεταξύ τους (πχ βλέπε τα μήδια - όλα αυτά είναι LBD), αλλά χωρίς υπερβολές στο σχέδιο, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η διαχρονικότητα, η ευελιξία και η πολυμορφικότητα του ρούχου. Η ιδιαιτερότητά του είναι ότι, σε αντίθεση με άλλα γυναικεία ρούχα, μπορεί να φορεθεί τόσο το πρωί σε χαλαρές καταστάσεις (αρκεί μια σπορ μπότα χωρίς τακούνι ή «μπαλαρίνες» για να το βάλεις στο γραφείο), όσο και το βράδυ σε επίσημες (αρκεί π.χ. θανατηφόρα στιλέτο, χρυσά κοσμήματα και μαλλί ψηλά για να βγάλεις και τη δεξίωση και το μπουζούκι άμα λάχει ναούμ').

Παίζει δηλαδή να φοράς το ίδιο φουστανάκι σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις της χρονιάς, αλλάζοντας παπούτσια και σκουλαρίκια και να την σκαπουλάρεις χωρίς πολλά σουφρώματα της μύτης από τις άλλες κυρίες, τ. «πάλι το ίδιο έβαλε» - πρέπει η άλλη να είναι εξαιρετικά παρατηρητική και κακοπροαίρετη και δεμπαναγαμηθεί στην τελική. Γεια σου ρε Κοκό με τα ωραία σου.

Στο νετ βρήκα και παράδειγμα για το πόσο ο όρος μικρό μαύρο φόρεμα έχει εξαπλωθεί, που πλέον χρησιμοποιείται και ως μεταφορά για την κομψότητα και την καταλληλότητα σε όλους τους τομείς: «το ipod είναι το μικρό μαύρο φόρεμα της τεχνολογίας»...

Χε, να το πω κι αυτό, έχει τύχει να δω σε γυναικείο περιοδικό την ατάκα «αυτό το γκρι μικρό μαύρο φόρεμα». Σαν να λέμε ότι αρκεί να είναι ουδέτερο το χρώμα και το συμπεριλαμβάνουμε. Δηλαδή μπορεί να είναι και μπεζ; Και λευκό; Ναι, είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι.

Παράδειγμα 1 (εδώ):
Δώρο InStyle Φεβρουαρίου: Tο Μικρό Μαύρο Φόρεμα. Φοριέται παντού και με άπειρους τρόπους. Μην το χάσετε.

Παράδειγμα 2 (εδώ):
Το βασικότερο κομμάτι της γκαρνταρόμπας μίας γυναίκας, όσα χρόνια και αν περάσουν, όποια μόδα και αν είναι επίκαιρη είναι ένα… Το αιώνιο κλασικό μικρό μαύρο φόρεμα (LBD little black dress). [...] μπορεί λοιπόν να φορεθεί από το πρωί μέχρι το βράδυ, σε κάθε περίσταση και σε κάθε έξοδο!

Παράδειγμα 3 από τη Βίκυ: Η Κοκό Σανέλ [...] ήταν μια από τις διασημότερες σχεδιάστριες μόδας του 20ού αιώνα [...] Ίδρυσε ομώνυμο οίκο μόδας που παραμένει στην επικαιρότητα μέχρι σήμερα. Το 1923 δημιούργησε το άρωμα Σανέλ νούμερο 5 και εφηύρε το μικρό μαύρο φόρεμα.

Παράδειγμα 4 (εδώ): Μεταμόρφωσε το LBD σου! Τα αξεσουάρ κάνουν από μόνα τους την διαφορά, γι΄ αυτό προτίμησε τα για να δώσεις νέο αέρα στο LBD σου κι όχι μόνο!

Παράδειγμα 5 - Βίκυ για την Όντρεϊ Χέπμπορν: Το «μικρό μαύρο φόρεμα» από την ταινία «Breakfast at Tiffany's», σχεδιασμένο από τον Ζιβενσύ, πωλήθηκε σε πλειστηριασμό του Οίκου Christie’s στις 5 Δεκεμβρίου 2006 για £467,200 (περίπου $920,000), περίπου εφτά φορές πάνω από την αρχική του τιμή. Αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμή που έχει ποτέ δοθεί για φόρεμα από ταινία. Τα έσοδα πήγαν σε φιλανθρωπικό ίδρυμα που βοηθά μη προνομιούχα παιδιά στην Ινδία.

Παράδειγμα 6 - φιλενάδες, στα μαγαζιά:
-Ουφ.
-Τι ρε, βαρέθηκες κιόλας;
-...αμάν ρε, τι κιόλας, δεν έχεις αφήσει κρεμάστρα για κρεμάστρα και κοιτάς αυτές τις μαλακίες τις φωσφοριζέ και μετά θα μου το ζαλίζεις «τι να βάλω» και «τι να βάλω», που ψωνίζεις ψωνίζεις και ποτέ δεν έχεις να βάλεις... Πάρε ρε κανα μικρό μαύρο φόρεμα να είσαι σούπερ παντού και μετά τα κοιτάς τα πούπουλα!
-Ναι, καλά, μαλακίες κλασικούμπες, εγώ ρε θέλω άμα μπαίνω μέσα να φεύγουν οι λουλουδούδες απ' την πίστα και να ρχονται στην πόρτα... αυτό το χρυσοπράσινο σ' αρέσει;
-Σα χοντρή χρυσόμυγα θα είσαι, πα να πιω καφέ και έλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(άκλ.) Ο χώρος. Λογοπαίγνιο με τις λέξεις χώρος και horror (αγγλ.: τρόμος, φρίκη). Μαθηματικό χούμορ.

Τα Μαθηματικά, από καθαρά φορμαλιστική άποψη, πραγματεύονται πάντοτε χώρους, ή αλλιώς δομές, σύνολα πάντως από πράγματα, τα οποία σχετίζονται μεταξύ τους είτε με απλούς είτε με φρικιαστικά πολύπλοκους τρόπους. Η δεύτερη κατηγορία μάλιστα έχει τέτοιο εύρος, που στην πιάτσα θ' ακούσεις να λεν ότι έτσι παίρνουν οι περισσότεροι χώροι τ' όνομά τους: προστιμήν δηλαδή του ανθρώπου που τρελάθηκε πρώτος, όταν τους βρήκε και τους μελέτησε. Πρώτος, μα όχι και τελευταίος...

Ευκλείδης λοιπόν και Μινκόβσκι, και Χίλμπερτ και Μπάναχ και Σομπόλεφ, και Κολμογκόροφ και Φρεσέ και Χάουσντορφ και Τιχόνοφ, καί καί καί —μα τί λεμε τώρα, εδώ κοτζαμάν πολωνικό έθνος έχει βογκήξει κάτ' απ' το αφύσικο βάρος αυτού που είν' εκεί, εσύ όμως δέν το βλέπεις (αυτό είναι σχήμα λόγου για τα μαθηματικά).

Κι' αν ποτέ —κούφια η ώρα που διαβάζει— ακούσετε για «χώρο vikar» στα μαθηματικά, μη με κλάψτε, αλλά να φέρνετε τσιγάρα, κάπου εκεί στο Άρκαμ θα μ' έχουνε, πιστεύω πως ξέρω και πού, τρίτη πόρτα κάτω, τρίτη κόμμα πρώτη τέταρτη πρώτη πέμπτη ένατη, δεύτερη έκτη πέμπτη τρίτη πέμπτη, όγδοη ένατη έβδομη ένατη τρίτη, και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά, εις τους αιώνας των αιώνων, αατά.

– Δίνω μεθαύριο γραμμική άλγεβρα κι' έχω καραφρικάρει ρε φίλε. Τί σκατά είναι διανυσματικός χώρος ακόμα δεν έχω καταλάβει. Κοιμάμαι κι' ονειρεύομαι βαθμωτά να με κυνηγάν με τόξα και να μου πετάν διανύσματα ντουγρού για την καρδιά...
– Και σε πετυχαίνουν;
– Αμέ, πού και πού. Να, δες εδώ...
– Πό ρε φίλε μου, είσαι και πρωτοετό. Πού να κάνεις και συναρτησιακή ανάλυση να δεις τι εστί χώρορ... Εκεί τον λένε Μπάναχ...

O  χώρος ... ο χώρος ... (από Vrastaman, 31/05/09)(από jesus, 18/08/09)(από BuBis, 19/08/09)Υπερβολικός χώρορ... (από vikar, 30/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στο γλωσσάρι του ΚΚΕ, κούτβηδες αποκαλούνταν τα καθαρόαιμα κομματικά στελέχη με τίτλο σπουδών από την μεγάλη των ινστρουχτόρων σχολή Κούτβ (КУТВ) στην Μόσχα.

Έλληνες κούτβηδες όπως ο Νίκος Ζαχαριάδης ήταν κατ’ εξοχήν σταλινικοί και πρωτοστάτησαν στην εκκαθάριση του ΚΚΕ από φράξιες τροτσκιστών, λικβινταριστών, αρχειομαρξιστών, κ.α. (παράδειγμα 1).

Σήμερα ο όρος χρησιμοποιείται τόσο από «ανανεωτικούς» μαρξιστές κατά των παλαιάς κοπής συντρόφων τους (παράδειγμα 2) όσο και από αντικομουνιστές ως συνώνυμο του κατσαπλιά (παράδειγμα 3).

1.
- (Ο Πουλιόπουλος) ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης με ηγετική αντιπολεμική δράση στο μέτωπο της μικρασιατικής εκστρατείας και εκλέχτηκε σαν πρώτος γραμματέας του ΚΚΕ το 1924! Ήταν η επέμβαση της διεθνούς που επέβαλε το 1927 αν δεν κάνω λάθος μια σύντομη φιλοζηνοβιεφική ηγεσία πριν η πλήρης κυριαρχία των σταλινικών επιβάλουν τον κούτβη Ζαχαριάδη που η μόνη του ηγετική περγαμηνή ήταν η φοίτησή του στην Κουτβ, την σχολή της ρώσικης γραφειοκρατίας για παραγωγή «στελεχών».
(από εδώ)

2.
- Χωρίς αυτόν (Λεωνίδα Κύρκο) θα είσαστε ακόμη σταχανοβάκια και κούτβηδες. Αλλά αφού ήταν του 1% γιατί γυρεύετε στήριξη; Ντροπή σας και καληνύχτα αν με εννοείτε...
(αγανακτισμένος πολίτης καταφέρεται κατά βλογίου προσκείμενου στο ΣΥΡΙΖΑ που ειρωνεύτηκε τον Λ. Κύρκο, εδώ)

3.
- Κανένας διάλογος με τους σφαγείς και τους μακελλάρηδες, τους κούτβηδες και τους χατζήδες που με τον πληρωμένο με εγγλέζικες λίρες μισθοφορικό ΕΛΑΣ, αιματοκύλισαν την Ελλάδα την δεκαετία του 40. Υποσχέθηκαν στο λαό ψωμί και τον τάισαν πτώματα, του έταξαν νερό και τον πότισαν αίμα.
(παραλήρημα, από εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το θυμάμαι να λέγεται κατά κόρον από τύπους στο ενδιάμεσο μάστορα και καθηγητή πανεπιστημίου, στο πολυτεχνείο πάτρας, τμήμα πολιτικών μηχανικών, στο πανεπιστήμιο ο άγιος ανδρέας βοήθειά σας. Λέγεται και από αντίστοιχους τυπαίους γενικότερα πάντως.

Ορίζουμε, λοιπόν, στα μπετά, την οριακή ποσότητα χάλυβα που πρέπει να μπει στο στοιχείο (δοκάρι, κολώνα, πλάκα mechanics). Νορμάλ, υπάρχουν δύο οριακές ποσότητες, μία με την ελάστιχη επιτρεπτή και μία με την μέγιστη, με πιο σημαντική την πρώτη.

Το «οριακός» στα αγλλικά λέγεται limit, συντομογραφείται «lim», και από κει στο να το διαβάσεις λίμες, ε, δυο δάχτυλα και κάτι.

- (καθηγητής)...το ρό λίμες, από τον κανονισμό είναι (αραδιάζει έναν τύπο από δω μέχρι τ' Αντίρριο). Οπότε, κάνετε υπόθεση, ελέγχετε και διορθώνετε και μπούρου-μπούρου ΓΟΚ, και μάτσου-πίτσου μαλακίες.
(φοιτητές μεταξύ τους)
- Άιντε να περάσεις να πούμε με τις λίμες και τα πεντικιούρ. Πάμε μπόμπολα για βρωμιά και τσίπουρα;
- Έφυγε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λέξη μουαρέ δεν έχει να κάνει με το «μου αρέσει», αν και χρησιμοποιείται στη γλώσσα των νέων από όσο ξέρω. Είναι παλιά αργκό έκφραση, και χρησιμοποιείται για κάποιον που δε ξηγιέται ωραία, δεν συνεργάζεται σωστά πχ στον εργασιακό μας χώρο, κυρίως σε τυπογραφία (γραφικές τέχνες).

Εδώ να εξηγήσω γιατί κυρίως χρησιμοποιείται από τυπογράφους και γενικά ανθρώπους του κλάδου. Η λέξη μουαρέ πραγματικά σημαίνει το ανεπιθύμητο σχέδιο που βγαίνει όταν δεν συμπίπτουν οι μοίρες στο ράστερ δυο φιλμς. Το μουαρέ σχηματίζεται είτε λόγω εκτύπωσης με ελαφρά μετατόπιση δύο τουλάχιστον χρωμάτων, είτε λόγω χρήσης κακής γωνίας η μεγέθους του ράστερ των φιλμ.

Στελλάκη κάνεις μουαρέ, να πούμε.

(από Khan, 06/10/12)μουαρέ (από horeutakis, 06/10/12)

βλ. και κάνω νερά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η έξοδος της Ελλάδας από το Ευρώ. Από το Greece και exit.

Ναι μεν αγγλικό το λήμμα, άρα και δεν κολλάει στο ελληνικό σλανγκολεξικό μας, όμως για λόγους ιστορικοοικονομικοκοινωνικοπολιτικογεωγραφικοπεριβαλλοντο-ψυχολογοψυχαναγκαστοϊδεολογολεξικογραφικούς πιστεύω ότι αξίζει καταχώρισης και ίσως να εξαιρεθεί και να ανήκει πράγματι εδώ, ως δημοσιογραφική ζαργκόν (ε δεν είναι σλανγκ, οκ).

Τα περί εξόδου τα συζητήσαμε και μια και δυο και τρεις εδώ μέσα και δεν είναι αυτός ο σκοπός του λήμματος, έλεορ. Σκοπός είναι να παίξουμε λίγο με τις λέξεις μπας και βρούμε κάποια καλή ελληνική σλανγκιά να αντικαταστήσει το λήμμα.

Αλλιώς, ζγα τα ωά, το σβήνουμε κιόλας άμα λάχει ναούμ.

  1. If you haven't seen this word before, you're not alone. It's a newly-coined term created by Citigroup's Ebrahim Rahbari and first published in an informational paper authored by him and Citi Chief Economist Willem Buiter. It combines «Greek» or «Greece» with the word «exit» and refers to the possibility of Greece leaving the Eurozone. The word has been picked up by media worldwide and it may well worm its way into the official lexicon. And it certainly has Greek roots beyond the obvious «Gr» - the word «exit» itself comes from the Greek «exodos», meaning «going out».

Pronunciation: GREKS-it

από εδώ

  1. Από το “Grexit”, μια συνένωση των αρχικών της Ελλάδας GR και του exit, έρχεται το “Spexit” από τα αρχικά της Ισπανίας Sp” και το exit. Αυτός ο νέος όρος που θα μας απασχολήσει, αφού άρχισαν τα δημοσιεύματα και οι αναλύσεις που αναφέρουν ότι Νο1 χώρα για να βγει από το ευρώ τοποθετείται πλέον, η Ισπανία, εκτοπίζοντας την Ελλάδα από αυτή την πρωτιά.

  2. Ετοιμαστείτε για Grexit, Eirexit, Porxit, Spaxit και Ixit.

  3. ...δύο διαμετρικά αντίθετες απαντήσεις, που αντιστοιχούν σε δύο διαμετρικά αντίθετες ιδέες για την Ευρώπη. Η πρώτη στοιχίζεται πίσω από τον κωδικό «Grexit», που σημαίνει ελληνική έξοδος (από το ευρώ).
    (σ.ς.: η δεύτερη δεν μας χρειάζεται γιατί δεν αφορά το λήμμα)

  4. Το 60% των Γερμανών υπέρ ενός Grexit. Αυξημένο το ποσοστό κατά 11% στη νέα δημοσκόπηση γερμανικής εφημερίδας.

όλα εκ του νετίου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στη γλώσσα των μαφιόζων, σημαίνει ψεύτικο, κάλπικο, πέτσινο.

Ακούγεται στην ταινία «Donnie Brasco»,με τους Al Pacino, Johnny Depp και Michael Madsen (βλ. μήδι).

Εκ του fugazi.

- Αυτό το δαχτυλίδι είναι φουγκάζι.
- Ποιος το χέζει...

Στο 0:13 (από allivegp, 08/12/11)(από allivegp, 08/12/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία