Το ευμέγεθες πούρο, στην μπρουτάλ αργκό των Ελλήνων πουρο-aficionados.

Από το φισέκι > Τουρκ. fişek (αντιδάνειο εκ του φυσίγγιο).

- Λίλιαν, είσαι να κτυπήσουμε ένα φουσέκι totalmente a mano;
- Γκρρρ, το έπιασα το υπονοούμενο...
- Σε καλό μας, ευθυμήσαμε πάλι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. τα κοψίδια
  2. τα ξίδια
  3. τα μπουζούκια
  4. άλλο τι είδος παρεκτροπής με σοβαρές μακροχρόνιες και σωρευτικές επιπτώσεις.
  1. - Χρηστάκη, θα πάμε για κανά μεζεκλίκi στου Μπαρούτα;
    - Μανωλάκη μου, η κυρα-Θοδώρα επέβαλε μνημόνιο, κομμένα τα βαρέα και ανθυγιεινά.

  2. Στην αρχή παραγγείλαμε κάτι τζιν-τόνικ, κάτι μοχίτο και τέτοιες χαριτωμενιές, αλλά γρήγορα περάσαμε στα βαρέα και ανθυγιεινά.

  3. - Φιλαράκι, εγώ θα την πέσω τώρα να σηκωθώ κατά τις 2, φρεσκαδούρα, να πάω κατευθείαν για μεροκάματο στα βαρέα και ανθυγιεινά.
    - Οκέικ, εγώ θα πάω ντιρετίσσιμα στον Ερωδιό για σούπα στις έξι. Πιο φρεσκαδούρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Θαρρώ ότι ενσωματώθηκε στην ρεμπέτικη φρασεολογία, κατόπιν της πρώτης μεταναστευτικής ορδής εις την Αμερική, λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Πολιτσμάνοι = Police Men, στην ελληνική απόδοση Πολιτσμάνοι.

Θα παραθέσω και εγώ τους γνωστούς στίχους του αείμνηστου Βαμβακάρη:

Εφουμέρναμ' ένα βράδυ, αργιλέ σπαχάνη μαύρη, δίχως νά 'χουμε στην πόρτα
τσιλιαδόρους όπως πρώτα. Κι έρχουνται δυο πολιτσμάνοι, και δεν βρίσκουνε ντουμάνι. Ζούλα όλοι οι αργιλέδες, φυλαχτείτε απ' τους τζέδες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ντήλερ φούντας. Πρέπει, όμως, να κάνει τζίρο.

Κατά το έμπορος πολυτίμων λίθων. Ειρωνικό.

- Άτσα... και τζιτζί αγροτικό ο Νούλης... τι δουλειά, είπες, κάνει;
- Ξέρωγω... έμπορος...
- ... πολυτίμων χόρτων, ε;

(από Vrastaman, 28/01/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:

  1. Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).

  2. Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).

  3. Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.

  4. Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...

  1. - Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
    - Όχι!
    - Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί; -Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
    - Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
    - Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
    - Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...

  2. - Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...

  3. - Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
    - Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!

  4. - Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
    - Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
    - Και τώρα;
    - Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νόθευση ναρκωτικής ουσίας. Μείωση της καθαρότητάς της μέσω προσμείξεων. Συνηθέστατη πρακτική. Το κόψιμο μπορεί να φτάσει και σε ποσοστό 95%. Σε χώρες όπως η Ελλάδα αυτό δεν είναι καθόλου σπάνιο.

Κομμένη: νοθευμένη ναρκωτική ουσία. Η μη κομμένη είναι η καθαρή. Κόβω: νοθεύω ναρκωτικά (με σκοπό προφάνουσλυ το κέρδος)

Όλες σχεδόν οι ντρόγκες κόβονται. Η καθεμιά και με διαφορετικό υλικό. Είναι ανεδαφικό ωστόσο να μιλάμε για τυποποίηση στους τρόπους και τα υλικά των κοψιμάτων. Ο καθένας χρησιμοποιεί ό,τι έχει εύκαιρο, ό,τι βρει μπροστά του. Φουλ αυτοσχεδιασμός. Φαντασία να 'χεις κι η δουλειά θα γίνει. Πενία τέχνας κατεργάζεται.

Στη διαιωνιζόμενη πραγματικότητα του κοψίματος, οφείλεται η συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων από ναρκωτικά. Αυτό που συχνά ακούγεται, «πέθανε από υπερβολική δόση» είναι μέγιστη ανακρίβεια, παραμύθι για μικρά παιδιά. Οι χρήστες –μιλάμε βασικά για τους πρεζάκηδες– δεν είναι ηλίθιοι. Γνωρίζουν πολύ καλά πόσο πρέπει να πιουν, μέχρι ποιο σημείο τους παίρνει. Η στραβή κάθεται συνήθως στην εξής περίπτωση: κάνεις χρήση νοθευμένης πρέζας για καιρό, και συνεπώς ξέρεις τι ποσότητα επαρκεί για να την ακούσεις, π.χ. 1 τζι (γραμμάριο) την ημέρα. Καμιά φορά όμως, σκάει μύτη στις πιάτσες σταφ υψηλότερης της συνήθους καθαρότητας. Ο πρεζάκιας, αν δεν την σακουλευτεί τη φάση και βαρέσει με την ίδια ποσότητα, την πούτσισε... Η κατ' εξαίρεση διοχέτευση καθαρής πρέζας στις πιάτσες, είναι συνήθως ενέργεια των ντηλεράδων καθ' όλα σκόπιμη, όταν θέλουν να απαλλαγούν από κάποιον / κάποιους ιδιαιτέρως ενοχλητικούς πελάτες...

Το αντίστροφο της παραπάνω φάσης –που επίσης αποβαίνει μοιραίο– έχει ως ακολούθως: κάποιος που είναι καθαρός καιρό, αν ξαναπέσει απότομα στην παραμύθα, κάνοντας το λάθος να ξεκινήσει με την ποσότητα που έπαιρνε παλιά, θα φάει χοντρό πακέτο, ίσως και να ψωνίσει κάνα ξύλινο παλτό... Αυτό συμβαίνει λόγω άγνοιας των μηχανισμών ανοχής του σώματος. Όταν πίνεις τακτικά, αναπτύσσεις ανοχή, που όσο πάει και μεγαλώνει (μιθριδατισμός). Με την απεξάρτηση όμως, επανέρχεσαι στα φυσιολογικά επίπεδα ανοχής, αυτά ενός «κανονικού» ανθρώπου. Έτσι τουλάστιχον λένε, γιατί υπάρχει κι η άποψη «once a junkie, always a junkie». Αλλά αυτό το ρητό μάλλον αναφέρεται στην ψυχολογική όψη της εξάρτησης, η οποία σε αντίθεση με την καθαρά σωματική, είναι πολύ πιο μανουριάρικη. Η Ηρώ είναι μια γκόμενα που δεν ξεχνάς ποτέ. Όποιος έχει νιώσει τη ζεστή θαλπωρή και τους απανωτούς οργασμούς του πρώτου λεπτού μετά το βάρεμα, θα καταλάβει.

Τρόποι και υλικά κοψίματος

Το χασίς κόβεται με χένα. Επίσης, του αφαιρείται το λάδι, το χασισέλαιο (απολαδοποίηση), οπότε χάνει το 60-80% της ποιοτικής του αξίας και γίνεται μπουρούχα.

Στις σκόνες συνηθίζεται η ζάχαρη, η λακτόζη, το μανιτόλ (φαρμακευτική σκόνη άσπρη σαν τη ζάχαρη, αλλά με ουδέτερη γεύση), το κινίνο, η καυστική σόδα, το ταλκ, η κιμωλία. Έχουν αναφερθεί ακόμη και μαρμαρόσκονη / τριμμένος σοβάς, χώμα και έτερα οικοδομικά υλικά. Οι ουσίες αυτές, μαζί με λίγο σταφ μπορούν π.χ. να ανακατευτούν σε μίξερ με έναν κύβο Κνορ, που με το λίπος του «δένει» το όλο μείγμα. Επίσης χρησιμοποιούνται διάφορα χάπια, π.χ. depon, τριμμένα ή και ψημένα, ώστε να πάρουν την τυπική καφετιά πρεζόμορφη απόχρωση. Καμιά φορά το κόψιμο γίνεται και με κανονικά δηλητήρια, π.χ. στρυχνίνη. Η κλασική κίνηση που κάνουν οι μπάτσοι στις ταινίες, να δοκιμάζουν με την άκρη του δαχτύλου τη σκόνη για να δουν τι σκατά είναι (σημειωτέον πως η πρέζα έχει πικρή γεύση), κατά καιρούς έχει στείλει μερικούς από δαύτους να δουν τα ραδίκια να φυτρώνουν απ' τη μέσα μεριά...

  1. Το κόψιμο της σκόνης (ηρωίνης, κοκαΐνης, μορφίνης) λαμβάνει χώρα όταν η ουσία βρίσκεται στη συμπυκνωμένη μορφή της λεγόμενης «βάσης», ένα βήμα πριν το λιανικό εμπόριο.

  2. Στην Ελλάδα διαθέτουμε, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, την πλέον κομμένη πρέζα όλης της Ευρώπης: μόλις 20% καθαρότητα κατά μέσο όρο.

  3. Οποιοσδήποτε μπορεί να κόψει λίγη κόκα και να την πουλήσει πολλαπλασιάζοντας το κέρδος του. Στην κουζίνα της μαμάς σου θα βρεις ό,τι χρειάζεσαι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

1α. Μαγειρέματα = Μηχανορραφίες, ύπουλες, «υπόγειες» και δόλιες διεργασίες.

- Οι αποπάνω του ΔουΣου μαγειρεύουν μαζικές απολύσεις με στόχο και καλά την αναδιάρθρωση της εταιρείας.

1β. Μαγείρεμα = Παραποίηση, χάλκευση, νόθευση, αλλοίωση

- Θα μαγειρέψουμε τα νούμερα για να βγει θετικός ο ισολογισμός.

- Οι διαβόητες εκλογές «βίας και νοθείας» του 1961 αποτελούν κλασική περίπτωση εκλογικών μαγειρεμάτων.

Οι δύο πιο πάνω σημασίες υπάρχουν όμως και στο Μπαμπίνο. Τα καλύτερα έρχονται.

  1. Μαγείρεμα της πρέζας. Όπως η ορίτζιναλ μαγειρική έχει τα διάφορα συμπράγκαλά της (κατσαρόλες κλπ) και υλικά, έτσι και η παραμύθα έχει τα δικά της, που λέγονται as we already know σέα. Και καταρχήν, η πρέζα, η πλέον διαδεδομένη συνθηματική λέξη για την ηρωίνη, είναι όρος της μαγειρικής και σημαίνει την δόση. Ο πρεζάκιας λέγεται και δοσάκιας, ενώ η πρέζα λέγεται και αλάτι, προφάνουσλυ από το πολύ συνηθισμένο «μια πρέζα αλάτι».

Το μαγείρεμα της ζαπρέ και η τελική της κατανάλωση είναι μια καθημερινά επαναλαμβανόμενη ιεροτελεστία, συχνά χρονοβόρα και επίπονη. Η σκόνη τοποθετείται στο κουταλάκι, του οποίου η στραβωμένη συνήθως λαβή προδίδει τη χρήση του. Εκεί γίνεται η επεξεργασία της, η μετατροπή της σε ενέσιμο διάλυμα προς ενδοφλέβια χρήση. Η σκόνη αναμειγνύεται με νερό και κάποιο οξύ: λεμόνι ή το γνωστό ξινό, υποκατάστατο του λεμονιού. Ακολουθεί το βράσιμο, με τη βοήθεια κάποιου αναπτήρα, και ιδού η αχνιστή καραμέλα, έτοιμη να μπει στη φυσούνα προς βάρεμα.

Το λεμόνι επαρκεί για τη διάλυση μόνο της καλά κατεργασμένης πρέζας και είναι φυσικά πολύ προτιμότερο από το ξινό. Το τελευταίο επιστρατεύεται όταν έχουμε σκουρόχρωμες πρέζες, επεξεργασμένες ατελώς, με λιγότερες χημικές αντιδράσεις. Λιγότερο ραφιναρισμένες και με μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε όπιο. Λόγω του χρώματός τους, στη διεθνή των ναρκωτικών ονομάζονται και brown sugar. Περισσότερο αρρωστιάρα, η μπράουν σούγκαρ καταστρέφει τις φλέβες, ενώ και η χαρμάνα της (δλδ τα συμπτώματα στέρησης) είναι πολύ πιο επώδυνη. Μετά το μαγείρεμα, αφήνει ημιστερεά κατάλοιπα στο κουταλάκι, τα λεγόμενα μπάζα: μπορεί να είναι όπιο, σε μορφή λάσπης, συνήθως όμως πρόκειται για ουσίες νοθείας που δεν διαλύθηκαν. Γι' αυτό λένε πως ο πρεζάκιας μόνο στο κουτάλι βλέπει τι πράμα ψώνισε... Αν το μπάζο είναι όπιο, εννοείται δεν πάει στράφι. Ξαναβράζεται και ξαναματαβράζεται με ξινό: όλο και κάτι θα βγάλει, του πούστη. Το κάψιμο που προκαλεί είναι απ' τα λίγα.
Αντιθέτως, η περίφημη τάϊ (ταϊλανδέζικη πρέζα που παράγεται στο Χρυσό Τρίγωνο, κάτασπρη και κρυσταλλιζέ) διαλύεται με τη μία, χωρίς σχεδόν καθόλου μαγείρεμα. Αλλά που να βρεις τέτοιο μπερκέτι στην Ελλάδα...

  1. Μαγείρεμα, τέλος, είναι όρος που χρησιμοποιούν για να περιγράψουν τη δουλειά τους οι ασχολούμενοι με την τέχνη της χαρακτικής, οι χαράκτες. Υπάρχουν πάρα πολλά είδη χαρακτικής, κι αν εξαιρέσεις την απλούστατη ξυλογραφία σε πλάγιο ξύλο (π.χ. Τάσσος), σχεδόν όλα βασίζονται στη χρήση οξέων και άλλων χημικών (aqua-tinta, οξυγραφία, τσιγκογραφία σε πλάκα ψευδαργύρου κλπ). Πολύ συχνά θα ακούσεις χαράκτες να παρομοιάζουν τη δουλειά τους με κουζίνα. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά της χαρακτικής από τις αδελφές εικαστικές τέχνες της ζωγραφικής (πιο εγκεφαλικής, αν εξαιρέσεις αφηρημένους εξπρεσιονισμούς και action painting) και της γλυπτικής (που ενίοτε προσομοιάζει σε βαριά χειρωνακτική εργασία).

«Αδειάζει τη σκόνη σε ένα κουτάλι. Με μια χρησιμοποιημένη σύριγγα προσθέτει νερό και λίγο ξυνό, ένα χημικό παρασκεύασμα που αντικαθιστά το λεμόνι και χρησιμοποιείται στη μαγειρική. Μας εξηγεί ότι είναι απαραίτητο γαι να διαλυθεί η ηρωίνη. Τα ανακατεύει με ένα σουγιαδάκι κι ύστερα ανάβει έναν αναπτήρα κάτω από το κουτάλι. Σε μερικά δευτερόλεπτα το περιεχόμενο του κουταλιού αρχίζει και βράζει. Μια μαύρη ουσία σαν υγρή πίσσα εμφανίζεται στον αφρό. Ο Γιάννης λέει ότι είναι οι βρωμιές με τις οποίες νοθεύουν το ναρκωτικό»
Από εδώ.

  1. Η «κουζίνα» της χαρακτικής χρειάζεται πολλά προαπαιτούμενα που δεν είναι μόνο εικαστικά.
    Από εδώ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το είχα διαβάσει στο Nitro προ 15 ετίας σε άρθρο με σλανγκιές.

Βάμβακας είναι το τελειωμένο πρεζόνι, που έχει φτάσει να σουτάρει τα υπολείμματα της ηρωίνης που βρίσκονται σε βαμβάκια από προηγούμενες χρήσεις του (ή και χρήσεις άλλων, οπότε μιλάμε για πραγματικά τελειωμένη φάση). Σκληρό μεν, αλλά σλάνγκ.

- Πω ρε φίλε, κοίτα τον βάμβακα πώς έχει γύρει! Θα φάει τα μούτρα του!
- Δεν παίζει! Μπορεί να κάνει «καθίσματα» για δύο μέρες συνεχόμενα, αλλά δεν πρόκειται να πέσει - στο τσακ πάντοτε το σώνει!

(σ.σ. μεγάλη αλήθεια, προερχόμενη απ' την παρατήρηση)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οταν μιλάμε για καφέ της παρηγοριάς, αναφερόμαστε στον καφέ που σερβίρεται μετά την κηδεία, από καφενεία, που βρίσκονται συνήθως, πλησίον της περιοχής του νεκροταφείου. Η μαζικότητα της παραγωγής καφέδων, η ταχύτητα ετοιμασίας τους (περιμένουν κι άλλα μνημόσυνα για αργότερα) καθώς και το δαιμόνιο της κομπίνας που διακατέχει την πλειοψηφία αυτών των καφετζήδων (λίγη ποσότητα καφέ σε κάθε φλιτζάνι), οδηγεί σε κακής ποιότητας υπηρεσίες (νεροζούμι σερβιρισμένο σε μισοπλυμένα φλυτζάνια).

Οταν εδώ μιλάμε για καφε της παρηγοριάς εννοούμε:

1) Έναν καφέ που φτιάχνεται στα πρόχειρα, ή που φτιάχνεται από Σπαγκάι Λάμα μ' αποτέλεσμα να 'ναι για τα πανηγύρια. (βλ. παρ. 1).

2) Ο φραπέσε φραπενείο της συμφοράς. (βλ. παρ. 2).

3) Η αντίληψη της φραπεδιάρας για τον φραπέ που μπορεί να φτιάξει κάποιος μόνος του και κάποια που δεν είναι φραπεδιάρα. (βλ. παρ. 3).

4) Ο φραπέ που κερνάει μια εύθυμη χήρα κατά τη σοφή σκέψη του Βραστάνδρα. Φραπέ που αντίθετα με τις αναφερόμενες περιπτώσεις μπορεί να ' ναι ασύγκριτης ποιότητας. (βλ. παρ. 4).

Σπέκια για την ασίστ σε Jonas & Vrastaman

  1. - Πώς τον έφτιαξες έτσι τον καφέ; Χάλια τον έκανες. Δεν είναι καφές αυτός. Καφές της παρηγοριάς είναι.

  2. - Θα πάμε σε καλό στριπτηζάδικο αυτή τη φορά, που φτιάχνουν καφέ μ' αρχίδια, κι όχι καφέ της παρηγοριάς, σαν αυτόν που πρόσφερε εκείνο το καφέ της συμφοράς που πήγαμε τις προάλλες.

  3. Η Γιωργία που είναι φραπεδιάρα, λέει σε ένα φίλο της.
    - Ο φραπέ που κάνω εγώ, δε συγκρίνεται με τους καφέδες της παρηγοριάς, που κάνουν όσες δεν είναι φραπεδιάρες.

  4. - Κάθε που θα φύγουν οι παρηγορητές από το σπίτι της χήρας, πάει ο Νώντας για να την παρηγορήσει κι αυτή του φτιάχνει τον καφέ της παρηγοριάς. Δε βάζει ζάχαρη μέσα. Σπέρμα βάζει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εξαιρετικής αισθητικής καπελάκι που συνηθίζεται στη γείτονα, παλαιότερα δε και εδώ. Κυριολεκτικά και αδιάφορα.

Σλανγκικά, το φέσι έχει περισσότερες από μία έννοιες, τις οποίες και παραθέτω:

  • H εντελώς μάπα ταινία. Όχι αναγκαστικά η πουτοπάει, αν και το συγκεκριμένο είδος είναι σίγουρα ενδεκαδάτο. (Π1)
  • Συνεχίζοντας κινηματογραφικά, η εντελώς τελείως απίθανη σκηνή σε μία ταινία, η οποία μπορεί να είναι, αλλά μπορεί και να μην είναι συνολικά φέσι. Μία μαρβελιά βρίθει φεσιών, ενώ τον χαρακτηρισμό δεν έχουν αποφύγει και όλα σχεδόν τα έργα James Bond (o κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει την τέχνη τελικά...), με τη λογική της αναληθοφάνειας και του εντελώς απίθανου, not-in-this-lifetime / not-on-this-planet σεναρίου ή συγκεκριμένης σκηνής πάντα. (Π2)
  • Yet another όρος για τη μέθη, ο οποίος έρχεται να προστεθεί στη μακρά και επαρκώς καταγεγραμμένη λίστα, την οποία δεν επαναλαμβάνω κι όποιος θέλει να πάει κατά 'κει να τη δει. (Π3)
  • Ο δανεισμός, το χρέος. Ακόμα καλύτερα ο δανεισμός που δεν θέλαμε και πολύ να βάλουμε, π.χ. το δανειοδάνειο. Αυτό ίσως έχει και μία λογική εξήγηση, υπό την έννοια ότι, ως Έλληνες, μάλλον δεν τρελλαινόμαστε με την ιδέα του να βάλουμε ένα φέσι και να τριγυρνάμε. Συντάσσεται με το ρήμα «βάζω». (Π4)
  • Η τό(ν)γκα, η οικονομική ψωλιά. Το φέσι αυτού του είδους «φοριέται», ιδίως μετά από κανονιοβολισμούς. (Π5)
  • Εξυπνακίστικος χαρακτηρισμός για την Τουρκία και τους Τούρκους, κάτι σαν να χαρακτηρίζαμε τους Ελβετούς ως γραβιέρες και τους Ιταλούς ως σπαγγέτι. Τέσπα... (Π6)

    Για τις έννοιες αυτές (κι εδώ έγκειται ο ατέρμονος πλούτος της ελληνικής γλώσσης) υπάρχουν και βαθμίδες: από φεσάκι, σε φέσι και τέλος σε φεσάρα, ώστε ο χρήστης να επιλέγει το κατάλληλο μέγεθος για την εκάστοτε περίσταση.

  1. - Πώς περάσατε χθες με το γκομενάκι που γνώρισες στη Φιλοσοφική; Γάμησες;
    - Με γάμησε, δε λες;... Με πήγε σε ένα εστιατόριο με έθνικ λέει κουζίνα, χάλι μαύρο. Και μετά σ' ένα πουτοπάει του ιρανικού κινηματογράφου τώρα ήταν, του ιρακινού ήταν, θα σε γελάσω... Απίστευτο φέσι! Κοιμόμουν κανα μισάωρο και ξυπνούσα για να κλάσω από τις μαλακίες που είχα φάει. Όχι πως θα καταλάβαινα και τίποτε αν ήμουν ξύπνιος δηλαδή...

  2. ... και βουτάει ο James Bond στον αέρα και κυνηγάει σε ελεύθερη πτώση το αεροπλάνο που πέφτει ακυβέρνητο. Το ΠΙΑΝΕΙ, το πιάνει ρε μαλάκα το άτομο, ΜΠΑΙΝΕΙ μέσα, λες και μπαίνει στο σπίτι του χαλαρός και βέβαια το σώζει κιόλας. Και προφανώς ΔΕΝ έχει ιδρώσει, ΔΕΝ έχει τσαλακωθεί και οι σφυγμοί του είναι 60. Ε, αυτό ρε μεγάλε είναι ο ορισμός του φεσιού. Για τους υπόλοιπους μπες στο σλανγκ τζη αρ, τι να λέμε τώρα...

  3. - Και πίνατε 5 ώρες ρε τρισδιάστατε;
    - Γάμησέ τα... Φέσι γίναμε.
    - Τι φέσι; Λιάρδα!
    - Τι λιάρδα; Αλοιφή!
    - Τι αλοιφή; Ντίρλα!
    - ...

  4. ...Το φέσι της πενταετίας ΝΔ-Καραμανλή-Βαλτοπεδινών κλπ θα ξεπεράσει τα 110 δις ευρώ και το χρέος της Ελλάδας θα φθάσει τα 290 δίς δηλαδή 29.000 ευρώ για κάθε ‘Έλληνα. (από εδώ)

  5. - Ρε Βρασίδα, ο Νώντας πού στον πέουλα έχει χαθεί;
    - Καλύτερα που είναι εξαφανισμένος, γιατί άμα τον δω θα του γαμήσω το ταμτιριρί. Βάρεσε κανόνι και μου φόρεσε ένα φέσι, άστα ράστα και φάε πάστα...

  6. «Ηγεμόνας» με φέσι στο Αιγαίο
    Κυρ, 02/22/2009 - 19:13

Το μισό Αιγαίο θέλει στη δικαιοδοσία της η Άγκυρα μέσω μεγάλης αεροναυτικής άσκησης που σχεδιάζει για το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου και στην οποία έχει καλέσει για να συμμετάσχουν τέσσερις ΝΑΤΟϊκές χώρες προκειμένου να «νομιμοποιήσει» τις αξιώσεις της εις βάρος της Ελλάδας. (από εδώ)

Φέσι, το κυριολεκτικόν μετ\' αραβοσίτου. (γουανταφάκ...) (από acg, 29/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία