Βαπόρι, ή παπόρι < ιταλ, vapore (ατμός και ατμόπλοιο) είναι το ατμόπλοιο, γενικά το μηχανοκίνητο πλοίο, (όχι το ιστιοφόρο που είναι καράβι).

Αλουές (άγνωστου -για μένα- ετύμου . Εικασία: αγγλ. alley = δρομίσκος) ο διάδρομος του πλοίου μέσα στο κομοδέσιο αλλά και στα ξύλινα ο περιφερειακός του καταστρώματος.

Λαγουμάνος παραφθαρμένος τύπος του λαβομάνο (ιταλ. lavamano < lavare - πλένω + mano - χέρι )= νιπτήρας.

Κουραδόρος (Tween deck) ή Υπόφραγμα (από το corridor = διάδρομος;;) Είναι ένα «ενδιάμεσο κατάστρωμα» το οποίο μπορεί να είναι μόνιμο (ακίνητο) ή μετακινούμενο, σε κάποια συγκεκριμένη όμως θέση. Κουραδόροι υπάρχουν μέσα στα αμπάρια αρκετών φορτηγών πλοίων και είναι ένα δεύτερο (ενδιάμεσο) κατάστρωμα κάτω από το «κύριο» κατάστρωμα, χωρίζοντας έτσι το αμπάρι σε χωριστά τμήματα, κατά ύψος. Ο χώρος κάτω από το υπόφραγμα λέγεται κατάμπαρο (Lower Hold) και ο χώρος πάνω από το υπόφραγμα λέγεται απλά κουραδόρος (Tween deck). Είδος κουραδόρου βλέπομε στο γκαράζ των επιβατηγών όπου μια ράμπα κατεβαίνει για να φορτώσει ΙΧ αυτοκίνητα στον «πάνω όροφο».

λεζάντα εικόνας

Κουβούσι είναι το πλαίσιο γύρω από το άνοιγμα του αμπαριού, το οποίο είναι υπερυψωμένο για την αποφυγή εισροής υδάτων.

Όκια (άγνωστου -για μένα- ετύμου) είναι οι τρύπες στην δεξιά & αριστερή μάσκα της πλώρης, απ' όπου περνάνε οι καδένες από τις άγκυρες, επίσης όκια βρίσκονται και σε άλλα σημεία του πλοίου απ' όπου περνάνε οι κάβοι.

-Τονε βλέπεις το χοντρό με το μουσάκι; Είναι ένας κουραδόρος περιωπής…

- Κουραδόρος;; Άσχετε! Άναυτε!

- Μα τι είπα πάλι και φωνάζεις;

Ο θερμαστής - 1934

Στίχοι - Μουσική: Γιώργος Μπάτης

Μηχανικός στη μηχανή / και ναύτης στο τιμόνι / κι ο θερμαστής στο στόκολο / μ’ έξι φωτιές μαλώνει.

Αγάντα θερμαστάκι μου, / και ρίχνε τις φτυαριές σου / μέσα στο καζανάκι σου / να φτιάξουν οι φωτιές σου.

Να προσθέσω μια στροφή που έβαζαν ανάμεσα στην δεύτερη και την τρίτη και δεν υπάρχει στην ηχογράφηση.

Τι να σου κάνω πρώτε μου / δεν είναι από τα μένα / που 'ναι τα κάρβουνα ψιλά / τα τούμπα βουλωμένα.

Κάργα ρασκέτα, ωχ, και λοστό / το Μπέι να περάσω / και μες του Κάρντιφ τα νερά / εκεί να πάω ν’ αράξω.

Μα η φωτιά είναι φωτιά, / μα η φωτιά είναι λαύρα / κι η θάλασσα μου τα 'κανε / τα σωθικά μου μαύρα.

Ο Θερμαστής ανήκει στο κατώτερο ‘’πλήρωμα μηχανής’’ του πλοίου. Είναι ο επιφορτισμένος με το άναμμα του ατμολέβητα και τη παρακολούθησή του. Γενικά με τον αυτό όρο φέρονται και οι επιφορτισμένοι αντίστοιχα σε εργοστασιακούς χώρους, σιδηροδρόμους (παλαιότερα) κ.α.

Στόκολο (στα αγγλικά stokehold, ή fire-room, ή boiler-room) Λεβητοστάσιο πλοίου, είναι το ιδιαίτερο διαμέρισμα του πλοίου (τώρα τμήμα του μηχανοστάσιου) μέσα στο οποίο εγκαθίσταται ο ατμολέβητας με τα αναγκαία για τη λειτουργία του μηχανήματα και συσκευές. Στα πλοία με κινητήρες εξωτερικής καύσης (κάρβουνο), στόκολο είναι το διαμέρισμα του πλοίου με τα καζάνια και τους φούρνους.

Οι φωτιές είναι έξη, όσα και τα καζάνια των ατμόπλοιων. (κι όχι «με τσι φωτιές»)

Τα ψιλά κάρβουνα έπαιρναν αμέσως αλλά έβγαζαν κάπνα και σκόνη (άκαφτος άνθρακας και ιπτάμενες τέφρες) που έφραζαν τα τούμπα και δεν είχαν διάρκεια.

Τούμπο (το) (αγγλ. Tube) είναι ο σωλήνας μεταφοράς (αερίων, υγρών, τροφίμων κλπ).

Ρασκέτα, λοστός και φτυάρι είναι εργαλεία των θερμαστών.

Ρασκέτα (ισπαν. rasqueta, ιταλ raschietto= ξέστρο, εργαλείο ξυσίματος raschiettare = αποξέω) είναι η ξύστρα σαν τσουγκράνα που οι θερμαστές έξυναν και καθάριζαν τις σκάρες που τροφοδοτούσαν με κάρβουνο τα καζάνια στα ατμοκίνητα πλοία.

Το Μπέι - ο Μπέης (αγγ. bay = κόλπος) είναι ο Βισκαϊκός Κόλπος (bay of Biscay), που ορίζεται δυτικά από τον Ατλαντικό Ωκεανό, νότια από Πορτογαλία και Ισπανία και ανατολικά και βόρεια από τη Γαλλία. Βγαίνοντας από τη Μεσόγειο από το Γιβραλτάρ και κατευθυνόμενος προς το Κάρντιφ της Ουαλλίας, περνάει το Βισκαϊκό Κόλπο (δεξιά του) ο οποίος έχει συχνά τρικυμία (από την πάντα) και χρειάζεται οι μηχανές να είναι στο φουλ.

Το ατμόπλοιο "Ιωνία" με το οποίο ταξίδευε ο Νίκος Καββαδίας στις αρχές της δεκαετίας του '50.

Πατά ένα φτέρνισμα-έκρηξη και ξεκολλά μια χλέπα πάνω στο χέρι του να κρέμεται πράσινη, πηχτή και απειλητική. Κι ενώ όλοι αποστρέφονταν με αηδία, αυτος με δακρυσμένη ικανοποίηση: « Εξεφράξανε τα τούμπα ». Φαντάσου να μην προλάβαινε να βάλει και το χέρι του…

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λήμμα είναι κυρίως τεχνικό κι άμα σ' τα πρήζει, προσπέρνα το.

Μπίγα (από το ιταλικό –λένε βενετσιάνικο- biga=γερανός, φορτωτήρας)

Α. Είδος φορτωτήρα (κυρίως των πλοίων) Β. γερανοφόρο όχημα (συνήθως πλωτό)

Α. Οι μπίγες (αγγλ, derricks)των βαποριών.

λεζάντα εικόνας

Υπάρχει ένα τμήμα κινητό (ο κορμός ή μπίγα ή μπούμαderrick post) {1} που στη βάση του είναι συνδεμένο έτσι ώστε να μπορεί να κινείται και πάνω-κάτω και δεξιά-αριστερά. Στην κορυφή του έχει μάπες για να στερεώνονται τα διάφορα εξαρτήματα. Εκεί στην κορυφή είναι συνδεμένο και ένα γερό συρματόσχοινο (ο ορθωτήρας ή ποδάρι της μπίγαςtopping lift) {2} που την συνδέει με το κατάρτι και επιτρέπει την κίνηση πάνω-κάτω για να δώσουμε στη μπούμα την επιθυμητή κλίση. Από την κορυφή ακόμα περνά μέσα από μια τροχαλία ένα άλλο συρματόσκοινο με γάντζο για τα φορτία (επάρτης ή ρόναρηςrunner) {4}. Η άλλη άκρη του ρόναρη ακολουθεί τη μπούμα και τελικά συνδέεται με βίντζι. Τέλος από την κορυφή και δεξια- αριστερά υπάρχουν συρματόσκοινα (ολκοί, γκάηδεςguys) {3} για να στρίψουν τη μπίγα δεξιά-αριστερά.

λεπτομερής και αγγλόφωνη

Στα κατάρτια των πλοίων μπορεί να υπάρχουν μία, δύο ή και τέσσερις μπίγες και το ανάλογο δάσος από συρματόσκοινα τα οποία όταν το πλοίο ταξιδεύει είναι βγαλμένα και τυλιγμένα σε ειδική αποθήκη και τοποθετούνται κατά τον κατάπλου για να χρησιμοποιηθεί η μπίγα (αρμάτωμα – ξαρμάτωμα).

λεζάντα εικόνας

άμα λέμε δάσος

Μπίγες υπάρχουν και στη στεριά φορητές και πάγιες.

λεζάντα εικόνας

Η φόρτωση-εκφόρτωση με μπίγες είναι αργή (με σταθερό το ποδάρι, σήκωσε-σταμάτα, στρίψε βιράροντας τον ένα γκάη και μαϊνάροντας τον άλλο- σταμάτα, κατέβασε) ακόμα και με δύο μπίγες μαζί (η μια σταθερή πάνω από το αμπάρι κι άλλη να κάνει το στρίψιμο) κι έτσι αντικαταστάθηκαν από κρένια (cranes γερανούς) πού μπορούν να σηκώνουν, να στρίβουν, να ανεβοκατεβάζουν τη μπούμα από το χειριστήριο και από γερανογέφυρες.

κρένια με χούφτες για χύμα φορτία (σιτηρά,ορυκτά κ.ά.)

Β. Οι μπίγες – βυθοκόροι (dredges) των λιμανιών

μπίγα --ξεσκατίζει-- εκβαθύνει το λιμάνι της Χίου

-Πότε θα νετάρει η μπίγα. Όλο το λιμάνι μυρίζει σκατίλα... -Έλα, αηδίες! Αφού και τα σκατά μας ειναι μυροβόλα.

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos.

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

βατσιμάνης / ντεϊμάνης / ντοκουμάνης / ταλλυμάνης / μπόμαν

Πέντε βαπορίσιες λέξεις με κοινή την αγγλική καταγωγή και το β΄συνθ. -man που εξελληνίστηκε σε -μάνης (εκτός από τον μπόμαν)

Βατσιμάνης (από το αγγλ. watchman) είναι ο ναυτικός που παραμένει φύλακας σ' ένα πλοίο (στο λιμάνι, δεμένο ή παροπλισμένο). Στο πλοίο που είναι στο λιμάνι είναι ναύτης που κάνει νυχτερινή βάρδια, ελέγχει τους κάβους, τη σκάλα (τον γκάγκουε = gangway), την φορτοεκφόρτωση σαν βοηθός του ανθυποπλοίαρχου, ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Η βάρδια του συνήθως είναι εβδομαδιαία εκτός αν το πλοίο δεν πιάνει συχνά λιμάνι οπότε μπορεί να αλλάζει κάθε μέρα, κάθε δύο μέρες (για να γράψουν όλοι υπερωρίες). Στα παροπλισμένα είναι γενικά φύλακας - security.

Ντεϊμάνης (από το αγγλ. day-man) είναι φύλακας με καθήκοντα όπως του βατσιμάνη αλλά η βάρδια του είναι ημερήσια.

Στην Αμβέρσα που φορτώναμε, το βατσιμανιλίκι ήτανε παράδεισος. Κλειστά τ΄αμπάρια τη νύχτα, μαρέα(1) δεν είχε, δημόσιος υπάλληλος. Μιά ματιά στο γκάγκουε κι έγραφες ώρες. Τις υπόλοιπες μέρες τις έκανα στην ξεφόρτωση, στο Κενάι στην Αλάσκα. Με 28 ποδ(άρ)ια μαρέα μέχρι ντεϊμάνηδες βάλαμε να γρασάρουν τους κάβους.

(1) μαρέα. Η άνοδος και η πτώση της στάθμης της θάλασσας σε 12ωρο κύκλο άμπωτης και πλημμυρίδας.

Ντοκουμάνης (από το αγγλ. Donkey man). Στα ατμόπλοια ήταν ο αρχιθερμαστής (από το steam donkey ή donkey engine πού ήταν το βίντζι με ατμό -με δική του ατμομηχανή ή όχι- το ιππάριο) και όταν ο ατμός απεβίωσε, ο λοστρόμος της μηχανής όπου χρειαζόταν και τέτοιος.

Ταλιμάνης και Ταλλυμάνης (από το αγγλ. tally man). Είναι ο καταμετρητής όταν το φορτίο δεν είναι χύμα αλλά σε τεμάχια (σακιά, κιβώτια). Μπορεί να είναι μέλος ή όχι του πληρώματος και μετρά πόσα κομμάτια μπήκαν ή βγήκαν ανά αμπάρι στη βάρδια του. Tally marks είναι οι χαρακιές, γραμμούλες, τετραγωνάκια κλπ που χρησιμοποιούνται στην καταμέτρηση.

Τέλος ο Μπόμαν (από το αγγλικό pump man που τη γλίτωσε και δεν έγινε -μάνης -αν και κάπου είδα το πομάνης) είναι ο αντλιωρός και τον βρίσκεις στα δεξαμενόπλοια όπου υπάρχει και αντλιοστάσιο (pump room) να ανοιγοκλείνει βάρδουλες.

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos.

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βιλάι και ιβιλάι (από το αγγλικό heaving line = σκοινί ανύψωσης) ελληνιστί ορμίδιο. (Συνεκδοχικά στο βαπόρι λένε έτσι και όλα τα λεπτά σκοινιά) Πρόκειται για ένα λεπτό σχοινί αρκετού μήκους (10 – 30μ ανάλογα) που στη μια άκρη του υπάρχει ένα βάρος για να το πετάνε μακριά και στην άλλη μπορεί να προσδεθεί κάτι που πρέπει να ρυμουλκηθεί, ανυψωθεί κλπ όπως (το συνηθέστερο) η θηλιά (γάσα) του κάβου, από ένα πλοίο στη στεριά, σ’ ένα άλλο πλοίο κ.ο.κ. (ΕΙΚ 1)

Το χαρακτηριστικό του είναι η μπαλίτσα από σχοινί (τώρα και έτοιμες από διάφορα υλικά) που φτιάχνεται με ένα ιδιαίτερο κόμπο (ΕΙΚ 2) και που μπορεί να είναι μόνο σκοινί ή να περιέχει ένα πυρήνα από κάτι βαρύ πχ ένα μεγάλο παξιμάδι για μεγαλύτερο βάρος.

Το σκοινί είναι τυλιγμένο σε ίσους κύκλους για να ξετυλίγεται μόνο του. Το διαιρούμε στα δύο με μερικές θηλιές στη μεριά του βαριδιού και τις υπόλοιπες στο άλλο χέρι (ΕΙΚ 3) ή κάτω με την ελεύθερη άκρη ήδη προσδεμένη στο αντικείμενο που θα ρυμουλκηθεί ή κάπου σταθερά ( ώστε αν αστοχήσουμε να μην καταλήξει όλο στη θάλασσα).

-Σκοινί σου γύρεψα ρε, να μποτσάρουμε τα ξύλα στο τρέιλερ, σκοινι κι εσύ μού 'φερες βιλάι;

-Μή φωναζεις καπταΚωσταντή, θα σου φέρω το πιό χοντρό (παναγκασμά σε κωλόγερε αμπως [=απο τοτε που] βγήκες στη σύνταξη όλα σου φταίνε)

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Με δονήσεις ξεκινά μια συλλογική-συνεργατική δουλεια με τον Donmhtsos πάνω στη ναυτική ορολογία βαπορίσια γλώσσα. Κι ο δρόμος είναι μακρύς...

" Άμα βραχεί ο κώλος σου με θάλασσα δε στεγνώνει ποτέ!" μου είπε ο γραμματικός (υποπλοίαρχος) την πρώτη μερα στο βαπόρι.

Λοιπόν!

Βαϊμπρέσιο (απο το αγγλικό vibration) κατά λέξη σημαίνει δόνηση, κραδασμός. Αναφέρεται στους κραδασμούς του πλοίου που προκαλούνται από την μηχανή του επειδή είναι παλινδρομική (δευτερευόντως κι από την προπέλα). Την αισθάνεσαι σαν ένα συνεχές τρέμουλο στις πατούσες κι ένα τρίξιμο στα χαλαρωμένα μέρη του πλοίου. Η ένταση (το πλάτος της ταλάντωσης) εξαρτάται από τη σχεδίαση, την ηλικία, τη συντήρηση τόσο της μηχανής (αν και έχουν αντικραδασμικούς μηχανισμούς τουλάχιστο τα νεώτερα) όσο και του σκάφους.

-Γιώργο, Γιώργο το τραπεζάκι τρίζει. Σεισμός!!

- Κοιμήσου μωρή! Το βαϊμπρέσιο του βαποριού είναι. (Κι έβλεπα όνειρο πως μπαρκάρησα για τη Λατίνα...)

Παλιότερα στις θαλαμηγούς έβαζαν ατμομηχανές που οδηγούσαν στρόβιλο και αργότερα στροβιλοκινητήρες (τουρμπίνες) επειδή ακριβώς δεν είχαν βαϊμπρέσιο που ενοχλούσε τους επιβαίνοντες. (Οι περιστροφικοί κινητήρες δεν έχουν κραδασμούς).

Στο φάσμα στροφών της κύριας μηχανής, ανάμεσα στο half ahead (πρόσω ημιταχώς) και το full ahead (πρόσω ολοταχώς) υπάρχει μια μικρή περιοχή στροφών (πχ από 62 ως 65 σ.α.λ.- οι αριθμοί τυχαίοι) το λεγόμενο critical point όπου το πλοίο συντονίζεται και τρέμει σύγκορμο και το οποίο οι πρώτοι (μηχανικοί) φροντίζουν να το προσπερνούν το συντομότερο γιατί το πλοίο υφίσταται επικίνδυνη καταπόνηση αν παραμείνουν οι στροφές στην περιοχή αυτή. Στα επιβατηγά το πέρασμα από το critical point το αισθάνεσαι λίγο μετά τον απόπλου όπου για πολύ λίγο το πλοίο τρέμει όλο μαζί να σπάσει και μετά ησυχάζει (δηλαδή το βαϊμπρέσιο επανέρχεται στο φυσιολογικό ).

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos.

Δεν συμμετέχει οΓιώργος Νταλάρας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία