Επιπλέον ετικέτες

Στο γλωσσάρι του ΚΚΕ, κούτβηδες αποκαλούνταν τα καθαρόαιμα κομματικά στελέχη με τίτλο σπουδών από την μεγάλη των ινστρουχτόρων σχολή Κούτβ (КУТВ) στην Μόσχα.

Έλληνες κούτβηδες όπως ο Νίκος Ζαχαριάδης ήταν κατ’ εξοχήν σταλινικοί και πρωτοστάτησαν στην εκκαθάριση του ΚΚΕ από φράξιες τροτσκιστών, λικβινταριστών, αρχειομαρξιστών, κ.α. (παράδειγμα 1).

Σήμερα ο όρος χρησιμοποιείται τόσο από «ανανεωτικούς» μαρξιστές κατά των παλαιάς κοπής συντρόφων τους (παράδειγμα 2) όσο και από αντικομουνιστές ως συνώνυμο του κατσαπλιά (παράδειγμα 3).

1.
- (Ο Πουλιόπουλος) ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης με ηγετική αντιπολεμική δράση στο μέτωπο της μικρασιατικής εκστρατείας και εκλέχτηκε σαν πρώτος γραμματέας του ΚΚΕ το 1924! Ήταν η επέμβαση της διεθνούς που επέβαλε το 1927 αν δεν κάνω λάθος μια σύντομη φιλοζηνοβιεφική ηγεσία πριν η πλήρης κυριαρχία των σταλινικών επιβάλουν τον κούτβη Ζαχαριάδη που η μόνη του ηγετική περγαμηνή ήταν η φοίτησή του στην Κουτβ, την σχολή της ρώσικης γραφειοκρατίας για παραγωγή «στελεχών».
(από εδώ)

2.
- Χωρίς αυτόν (Λεωνίδα Κύρκο) θα είσαστε ακόμη σταχανοβάκια και κούτβηδες. Αλλά αφού ήταν του 1% γιατί γυρεύετε στήριξη; Ντροπή σας και καληνύχτα αν με εννοείτε...
(αγανακτισμένος πολίτης καταφέρεται κατά βλογίου προσκείμενου στο ΣΥΡΙΖΑ που ειρωνεύτηκε τον Λ. Κύρκο, εδώ)

3.
- Κανένας διάλογος με τους σφαγείς και τους μακελλάρηδες, τους κούτβηδες και τους χατζήδες που με τον πληρωμένο με εγγλέζικες λίρες μισθοφορικό ΕΛΑΣ, αιματοκύλισαν την Ελλάδα την δεκαετία του 40. Υποσχέθηκαν στο λαό ψωμί και τον τάισαν πτώματα, του έταξαν νερό και τον πότισαν αίμα.
(παραλήρημα, από εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες λαδοπoντικών:

A. [i]Λαδόποντιξ ο λίγδας[/i]

Ο εν λόγω 'πόντικας ενδέχεται να είναι λιγδοπρεπής επειδή:

  • Είναι εκ πεποιθήσεως άπλυτος και τσακωμένος με τα σαπούνια,
  • Επέλεξε λιγδογόνο επάγγελμα (πχ ψήστης, μηχανικός αυτοκινήτων, κα). Ανάλογα με τις διπλωματικές του σχέσεις με το Ρεξόνα, συχνά παραμένει λαδοπόντικας και εκτός ωραρίου,
  • Είναι βικτιμάς υπερβολικού τζελαρίσματος ή κακής χρήσης άλλου προϊόντος καλλωπισμού.

Β. Λαδο[i]ποντίξ ο τρωκτικός[/i]

Το λιγδερό λουκ δεν είναι ούτε απαραίτητη αλλά ούτε και ικανή συνθήκη για να χαρακτησιστεί τις λαδο[i]πόντικας[/I]. Οι κύριες υποκατηγορίες, σε αύξουσα σειρά κυριολεκτικής τρωκτικοσύνης, είναι:

  • Ο τσιφούτης γερολαδάς του χωριού, ο οποίος εκμεταλλεύεται την μονοπωλιακή του θέση πουλώντας ληγμένα γάλατα προς € 2 το λίτρο. Συνήθως λειτουργεί και ως τοκογλύφος ή/και παιδεραστής ή/και μαστρωπός του χωριού,
  • Το πάντα διψασμένο γιά έλαια κρατικό τρωκτικό (εφοριακός, ιατρός, πολεοδόμος, κλπ) που κάνει τον βίο αβίωτο σε όσους δεν το λαδώσουν με γρηγορόσημο,
  • Διάφοροι καθηγητάδες κ.α. pop ταγοί με αρρωστημένα μυαλά που ακατάσχετα παπαρολογούντα αναπόδεικτα μη-επιχειρήματα τους στο απυρόβλητο. Εκτός Ελλάδος (ίσως και Γαλλίας), αναγκαστικά θα ακολουθούσαν άλλο επάγγελμα,
  • Άτομα που σμιλεύουν την κοινή γνώμη, με κυρίαρχους τους μουμουέδες δημοσιοκάφρους οι οποίοι κυνικά παραδέχονται ότι έχουν, στην καλύτερη περίπτωση, σκοτώσει την μάνα τους,
  • Οι κακώς εννοούμενοι άρχοντες της πολιτικής, του κομματικού παρακράτους, της εκκλησίας και της αγοράς που νέμονταιτα δημόσια και κοινοτικά ταμεία εις βάρος του κερασφόρου φορολογουμένου.

A. Λάδοποντικες

- Ειχα και εγω CBR 400 RR και με εξαιρεση προβλημα με το ρευμα (ανορθωτες) δεν ειχε παρουσιασει τιποτα άλλο (...) σιγουρα μου εκανε ολα τα γουστα και χωρις να φτανω στα ραντεβου με τα πιπινια σαν λαδοποντικας...
(από εδώ)

- Κερι μαλλιων: Το χρησιμοποιουμε (με φειδω για να μην καταληξουμε σα λαδοποντικες).
(από εδώ)

Β. Λαδοπόντικες

- Σιχαμα, γαυρος, ψευτοδιανοουμενοαριστερος λαδοποντικας (της ρατσας Ψαριανου δλδ).
(από εδώ)

- Τα λεφτά που είναι; τα λεφτά που πήραν όσοι τα πήραν αυτοί οι κύριοι στην Ελλάδα από την ζίμενς αυτά που είναι; Εδώ μιλάμε για 200.000.000 εκατομμύρια ευρω λαδωμένα, ποίοι τα πήραν, πια κόμματα, πια αποκόμματα, ποιοι πολιτικοί είναι λαδοποντικες; Δεν με νοιάζει αν είναι πασόκος, νεοδημοκράτης, κουκουέ, σύριζα, Λαός, ΑΥΤΑ αν δεν βρεθούνε θα τα βρίσκετε μπροστά σας όλοι οι πολιτικοί όλων των κομμάτων, και όταν περνάτε από της εκλογικές σας περιφέρειες θα τρώτε πολλές ροχάλες...
(από εδώ)

- Εχουν πιαστει γιατροι με φακελακια, μηχανικοι να λαδωνονται στις πολεοδομιες, εφοριακοι, λαδοποντικες και σπανια καποιος απο αυτους απολυεται μετα απο πολυχρονες μαλιστα διαδικασιες.
(από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επίθετο το οποίο έλκει την καταγωγή του από την πατροπαράδοτη μέθοδο επίτευξης στόχων μέσω της στοματικής εκτόνωσης. Στο διάβα των αιώνων, οι απανταχού απόγονοι της Εύας συνήθισαν να δέχονται στη στοματική τους κοιλότητα αντρικά μόρια των οποίων οι κάτοχοι είχαν την εξουσία να τους προσφέρουν κάποιες υπηρεσίες-διευκολύνσεις.

Με τις ευλογίες της ελληνορθόδοξης παράδοσης και κάτω από τη σκέπη του δακρύβρεχτου μότο ''αμάρτησα για το παιδί μου'' οι γυναίκες της ημεδαπής υιοθετούν την παραπάνω τεχνική με θαυμαστά αποτελέσματα, καθώς ο Έλλην, φύσει μερακλής, δε χάνει την ευκαιρία να διοχετεύσει τυχόν περισσεύματα σπερματοζωαρίων σε πρόθυμους λάρυγγες. Ασφαλώς, για να αποφευχθούν σχόλια σεξιστικού περιεχομένου, η μέθοδος του τσιμπουκώματος εφαρμόζεται και σε άτομα του ίδιου φύλου.

Μ' αυτόν λοιπόν τον τρόπο, το επίθετο τσιμπουκωτός, -η αναφέρεται σε συνανθρώπους μας που καταλαμβάνουν συνήθως κάποια θέση όχι με αξιοκρατικές διαδικασίες αλλά πιπώνοντας τις αρμόδιες αρχές. Πλέον, καθώς οι εποχές είναι δύσκολες και πονηρές και τα dvd δίνουν και παίρνουν, οι τσιμπουκωτοί κινούνται ιδιαιτέρως συνωμοτικά και μπορούν να γίνουν ιδιαίτερα επικίνδυνοι σε περίπτωση που δε τηρηθούν τα συμφωνηθέντα.

Καθώς ο ΑΣΕΠ δεν είναι φυσικό πρόσωπο και σε καμία περίπτωση δε διαθέτει πέος, οι τσιμπουκωτοί επιλέγουν συνήθως θέσεις όπου η πρόσληψη γίνεται μόνο με μοριοδότηση.

Tσιμπουκωτός μπορεί επίσης να είναι κάποιος σε οποιοδήποτε πόστο που είναι φως φανάρι ότι δε το 'χει αλλά διατηρεί καλές σχέσεις με τον υπεύθυνο προσωπικού ή απευθείας με τη διεύθυνση. Tσιμπουκωτός μπορεί να είναι ένας ποδοσφαιριστής που προωθείται άδικα επειδή έχει λαδώσει ή έχει δημόσιες σχέσεις, μια σερβιτόρα που τα σπάει όλα αλλά γαμάει το αφεντικό, μέχρι ακόμα και πρωθυπουργοί και πρόεδροι κρατών που στηρίζονται σε σκοτεινά κέντρα αποφάσεων. Στο σύνολό του ο πλανήτης μας κινείται γύρω από αυτή τη μέθοδο, σε σημείο που θα μπορούσαμε να παραφράσουμε το γνωστό τραγουδάκι money makes the word go round σε blowjobs make the world go round ...

  1. - Του άφησα ένα βιογραφικό 8 σελίδες και διάλεξε να προσλάβει αυτή την αγράμματη.
    - Δε χρειάζεται πτυχίο η πίπα, φιλαράκι, καλή τσιμπουκωτή είναι κι αυτή.

  2. Βγήκε η προκήρυξη και η προθεσμία λήγει αύριο. Ίσα ίσα να βολευτούν οι τσιμπουκωτοί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όπως σωστά έχει επισημανθεί από πολλά άτομα, οι λέξεις που σχετίζονται με την ιδιότητα του μαλάκα στη χώρα μας είναι πάρα πολλές. Όπως οι Εσκιμώοι έχουν τις... λέξεις για τον πάγο και το χιόνι, οι Κοζάκοι για τα άλογα (βλ. σχόλιο Βασίλη-7 στο λήμμα μαλέφας), εμείς έχουμε τις... λέξεις για τον μαλάκα.

Διακεκριμένοι επιστήμονες, έχουν γράψει τις... μελέτες για την επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος στη γλώσσα. Έτσι εξηγείται ο λόγος για τον οποίον, στη χώρα που άκμασε προ αιώνων το αθάνατο αρχαίο ελληνικό πνεύμα και ακμάζει σήμερα η μαλακία, έχουμε πολλές μαλακοειδείς λέξεις.

Αν ήταν, η μαλακία επιστήμη... τότε στα σίγουρα, η κάθε σχετική λέξη με τη λέξη μαλάκας, θα μπορούσε να σχετίζεται με έναν αυτόνομο μεταπτυχιακό κύκλο σε κάποιο πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ (πού αλλού;)

Ο όρος «μαλάκας υπηρεσίας», θυμίζει αξιωματικό υπηρεσίας, λοχία υπηρεσίας, κλπ, αλλά εδώ είπαμε... έχουμε να κάνουμε με μαλάκα. Για να δούμε λοιπόν, σε ποιες περιπτώσεις θα μπορούσε να αναφερθεί ο όρος;

Ως μαλάκας υπηρεσίας θα μπορούσε να θεωρείται:

- Κάποιος μαλάκας (μαλακάκος, μαλάκας με πατέντα, γκράντε μαλάκας, οποιοσδήποτε. Όλοι οι καλοί μαλάκες χωράνε) που σε δεδομένη στιγμή λέει, ή κάνει κάποια μαλακία, υπηρετώντας έτσι την «επιστήμη» της μαλακίας.

- Κάποιος που χωρίς να θεωρείται μαλάκας, είπε ή έκανε σε ανύποπτο χρόνο ερασιτεχνική, εθελοντική προσφορά στη μαλακία. Μπορεί να 'χε το ακαφελόγιστο, μπορεί να 'ταν μπαγιάτικο μύδι απ' την εξάντληση... Δεν παίζει ρόλο. Την προσφορά του, την έκανε.

- Κάποιο πρόσωπο με θεσμοθετημένο ρόλο, αντί να υπηρετεί το ρόλο που του ανετέθη, φαίνεται πως υπηρετεί άλλο ρόλο. Το ρόλο του μαλάκα. Φυσικά, μαλάκας υπηρεσίας θεωρείται κι αυτός που συνέβαλε σ' αυτό. Π.χ: θεωρείται έτσι, ένας μαλάκας πρωκτυπουργός, αλλά κι ο «κυρίαρχος» λαός που τον ψήφισε.

Σε αυτή τη χώρα πάντως, από δυο πράγματα δεν πάσχουμε. Από ελπίδα και από μαλακία. Γι' αυτό και μονίμως τρέφουμε ελπίδες, για τον νέο πρωθυπουργό (που μπορεί να είχε ξανακυβερνήσει στο παρελθόν και να φόρτιζε στο μεταξύ σε φάση αγρανάπαυσης). Κάνουμε τη μαλακία να τον ψηφίσουμε, και μετά σα μαλάκες της παρέας, τρώμε στη μάπα ένα ακόμα μαλάκα με πατέντα. Αφού σιγουρευτούμε πως τη φάγαμε, αγνοώντας πως το 'χουμε ξανά δει το έργο (λες κι είναι ταινία της Φίνος Φίλμ), ανυπομονούμε για το πότε θα 'ρθει η ώρα, να ξανακάνουμε τη μαλακία, να βγάλουμε τον επόμενο μαλάκα.
Ρε αν η ελπίδα κι η μαλακία είχαν αξία, ζάπλουτοι θα 'μασταν.

- Κάποιος γκόμενος κάποιας, από κάποιους πρώην της (που αυτή έτζασε), ή από κάποιους επίδοξους εραστές της (που τους πρόσφερε χυλόπιτα).

  1. Από πρόσφατο αληθινό περιστατικό στην εταιρεία.

Οι υπάλληλοι βαράνε μαλακία στους κουλούς (τουτέστιν δεν κάνουν τίποτα) και το 'χουν ρίξει σε κοινωνική κριτική. Σε κάποια φάση γίνεται κουβέντα για τη μαλακία κάποιου, που σημειωτέον δεν είναι ο μοναδικός μαλάκας της παρέας. Ξαφνικά... εμφανίζεται ένα άτομο (Γιάννης) και φτάνει ακριβώς, στο εξής σημείο της κουβέντας.

Βασίλης:
- Βρήκε ο μαλάκας φθηνό απορρυπαντικό στα Λίντλ κι αγόρασε 170 κιλά!
Γιάννης:
- Χα! Ποιος ήταν ο μαλάκας υπηρεσίας βρε παιδιά; Έχουμε πολλούς, που να πάρει.

  1. - Καλά ρε μεγάλε... Να κάνει τη μαλακία κανένας άσχετος να πω εντάξει. Αλλά εσύ που 'σαι γκουρού σ' αυτά, να πας να πιστέψεις τις μαλακίες αυτού του μπιριμπριτζή πωλητή και να αγοράσεις αυτή τη.... μπαγκατέλα; Τίποτα. Τίποτα. Ήσουν ο μαλάκας υπηρεσίας κι η υπηρεσία σου μόλις τελείωσε. Ας μην το κρύψωμεν άλλωστε.

  2. - Αισθάνομαι μαλάκας υπηρεσίας όταν με την ψήφο μου συμβάλλω στο να έρθουν στην κυβέρνηση οι αποτυχημένοι του παρελθόντος.
    - Μην απογοητεύεσαι. Είμαστε απόγονοι των Αφελίμ φίλε. Με δυο λόγια: Μαλάκες είμαστε, μαλακίες κάνουμε, μαλάκες βγάζουμε. Λογικό δεν είναι;
    - Μαλάκες οι απόγονοι των Ε;
    - E... Αυτή σου τη μαλακία πάλι που την πας; Mα άευροςάνθρωπος, να πηγαίνεις να χρεώνεσαι, για να αγοράζεις τα βιβλία του εθνικού συνωμοσιολόγου;

  3. - Τώρα, η παλιοπουτάνα, έχει μαλάκα υπηρεσίας τον Τέρη.
    - Για την πρώην σου, που σε έτζασε, λες, ε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όρος της πόκας. Κακό πράμα γενικώς κι εκνευριστικό για το υπόλοιπο καρρέ, αφού ο καραμπίνας κάνει τα εξής faux pas:

(α) Αφού έχει πάρει κάποια κόλπα κι έχει μαζέψει ένα πακέτο μπροστά του, πάει πάσο συ-νέ-χει-α, προσπαθώντας να διαφυλάξει τα κεκτημένα.

(β) Σα να μην έφτανε αυτό, σε κάποια φάση κι αφού έχει πασάρει περί τις 3,256 φορές, ανακοινώνει -ενώ ακόμη το παιχνίδι είναι σε καλό σημείο και δεν προμηνύεται ότι θα τελειώσει σύντομα- ότι σε ένα γύρω από το χέρι του θα πρέπει δυστυχώς να αφήσει το καρρέ γιατί θα φύγει η μπέιμπυ-σίττερ, αύριο έχει να ξυπνήσει ποοοοολύ νωρίς, η γυναίκα του δεν αισθανόταν και πολύ καλά και ανησυχεί, άσε που πρέπει να γουρδώσει το περπούτσι παράμοιρα...

- Κούκος μονός παζ σε ένα ταμπλό.
- Ναι... μη μου βγάλετε σ' αυτή τη γύρα γιατί πρέπει να κάνω ένα τηλέφωνο... Α, και μάλλον πρέπει σε λίγο να την κάνω γιατί...
- Γιατί είσαι μέγας καραμπίνας ρε γκιόζη. Μας έχεις φλομώσει στο πάσο εδώ και μία ώρα... Άντε τον πούλοβιτς μπας και παίξουμε καθόλου, το φελέκι μου μέσα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Όταν αναφέρουμε τον όρο, αναφερόμαστε σε κάποιον που κατά τη γενική εκτίμηση ενός κοινωνικού συνόλου ανταποκρίνεται πως πληροί στο έπακρο τις προδιαγραφές του προτύπου βλακείας.

Όσο πιο ευρύ και αντιπροσωπευτικό είναι το σύνολο κι όσο πιο τεκμηριωμένες είναι οι γνώμες αναφορικά με την επιλογή του πρότυπου βλάκα, τόσο πιο αξιόπιστο θα είναι τα αποτέλεσμα της επιλογής.

Αυτός θα είναι κάποιος, του οποίου το όνομα θα μπορούσε άνετα να εισαχθεί ως λήμμα σε λεξικό. Λήμμα που θα έχει την έννοια του πρότυπου βλάκα.

Αυτό δεν είναι μια θεωρητική υπόθεση. Έχει συμβεί σε διάφορα άλλα θέματα. Π.χ.: όταν θέλουμε να αποκαλέσουμε κάποιον πολύ χοντρό, μπορούμε να τον αποκαλέσουμε τόφαλο, (εκ του Δημήτρη Τόφαλου).

Στην περίπτωση μας, αναφερόμαστε σε μια βλάκ άουτ περσόνα άνευ προηγουμένου. Κι όπως ένας χωριάτης θέλει δυο φορές χωριάτηγια να 'ρθει στα ίσα του, αντιστοίχως κι ένας βλάκας θα νικηθεί από έναν που είναι δυο φορές βλάκας. Άρα ψάχνουμε τον πρωταθλητή της λίστας των ηλιθίων. Τον πλέον ανίκητο βλάκα.

Αυτός ο πρότυπος βλάκας, ο εντελώς βλάκας δηλαδή, θα είναι κάποιος που είναι:
ο άνθρωπος εγκεφαλογράφημα ευθεία, ο πιο ζωντανός ζύθος, αυτός με το πιο ακατοίκητο ρετιρέ, το απόλυτο βλάκατρον, ο βλάκας με... πατέντα, ο βλάκας με... λοφίο και την... περικεφαλαία, ο άρχοντας των μαργαριταριών, ο πλανητάρχης της βλακείας (άρα ο Μπους θα μπορούσε να θεωρηθεί και διπλός πλανητάρχης).

Θα μπορούσε :

α) Το όνομα του πρότυπου βλάκα ή βλάκα αναφοράς (π.χ.: Μπους) να αποτελεί, μονάδα μέτρησης βλακείας. (π.χ.: 1 Βush).

β) Σε υποτιθέμενο όργανο μέτρησης βλακείας, η αποτιμώμενη τιμή της βλακείας κάποιου βλάκα, να αποτιμηθεί, συγκριτικά με την επίδοση του πρότυπου βλάκα (maximum τιμή του οργάνου, π.χ.: 1 Βush).

Για την περίπτωση αυτή, βλ. παρ. 1.

  1. Θα μπορούσαμε εμφατικά να αναφερθούμε σε κάποιον:

α) Πολύ κουτό, με φάτσα - έκφραση - διάνοια που φωνάζει από μίλια... μακρυά πως είναι το... κουτόχορτο, το... βλήτο. (βλ. παρ. 2).

β) Που δεν είναι κουτός, αλλά που ωστόσο έκανε τη... βλακεία. Τον αποκαλούμε έτσι, με στόχο να τον κοροϊδέψουμε, να τον ειρωνευτούμε, αλλά και να εκτονωθούμε (βλ. παρ. 3).

Κλείνοντας, αποτείνω τις ευχαριστίες μου στον άψογο acg.

  1. - Ο Μπους είναι το απόλυτο βλακόμετρο.
  1. - Κοίτα τι κάνει ρε μαλάκα το βλακόμετρο; Βρέχει καταρρακτωδώς κι ο παπάρας ποτίζει τον κήπο.
    - Μια ζωή βλάκας αυτό το παιδί.
  1. - Μόλις φάγαμε, πήγε ο Νώντας κι έκανε βουτιά στη θάλασσα. Παραλίγο να φουντάρειο πούστης. Μιλάμε για το... βλακόμετρο. Τίποτα άλλο δε λέω.
    - Καλά δεν το πιστεύω. Αυτός είναι πανέξυπνος.
    - Τι να πω;... Λέει πως του την καύλωσε ξαφνικά να ρίξει βουτιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όχι, όχι δεν μιλάμε για τον μαλάκα της διπλανής πόρτας.

Δεν μιλάμε για κάποιο συνηθισμένο μαλακάκο. Μιλάμε για μαλάκα με δίπλωμα. Με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας παρακαλώ! Λέμε τώρα!

Γι 'αυτό κι οι σκέψεις του, οι λόγοι του και τα επιτεύγματά του αναδεικνύουν την μοναδική και ξεχωριστή σφραγίδα του. Ο τύπος δεν έχει ανάγκη να αναπαράγει τις απλές μαλακιούλες των άλλων. Ακολουθεί το δικό του ξεχωριστό μονοπάτι. Έχει επαγγελματισμό! Αμ τι; Μπρίκια κολλάει;

Αν η μαλακία ήταν επιστήμη, το δίχως άλλο θα ήταν ένας από τους διακεκριμένους γκουρού της, που, χωρίς να μελετήσει και να ερευνήσει, χάρη στις αυθόρμητες μοναδικές ενέργειές του, θα ανοίγει συνεχώς νέους ορίζοντες. Συνεχώς θα 'ρχονται ολόφρεσκες φλασιές στην γκλάβα αυτού του Κύρου Γρανάζη της μαλακίας, για άλλες μαλακίες ιστορικές... για άλλες πιο μεγάλες και πιο τρανές.

Σημείωση:

1) Αν και υπάρχει έμμεση επιγραμματική αναφορά του όρου σ' αυτό το λήμμα, θεώρησα πως έπρεπε ο μαλάκας με πατέντα, αυτή η ειδική και ξεχωριστή περίπτωση μαλάκα, να αποκτήσει τη δική του αυτόνομη θέση.

2) Στο πιο χαλαρό, ο μαλάκας με πατέντα αποκαλείται: Βλάκας με πατέντα με κεφαλαίο Μ.

- Κοίτα τι μαλακίες έκανε πάλι το άτομο...
- Καλά... Κάθε μέρα κάτι ξεχωριστό. Δεν προβλέπεται με τίποτα. Αμα κάποιος γεννηθεί μαλάκας... κάθε μέρα και μια νέα μαλακία. Δεν εφησυχάζει ποτέ!
- Εμ, δεν είναι κλασσικός μαλάκας φίλε μου. Μαλάκας με πατέντα είναι! To 'ριξε στις πατεντιές πάλι! χαχαμπουχαχα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παραφθορά εκ του αγγλικού post-op, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από σύντμηση του post-operation, δηλαδή μετά την εχγείρηση. Όπου βέβαια «εγχείρηση» δεν είναι ούτε σκωληκοειδής απόφυση, ούτε αμυγδαλές, αλλά η αφαίρεση του κάτω συστήματος, της οικογένειας ολόκληρης, μπαργαλάτσου και αρχιδόμπαλων συμπεριλαμβανομένων. Στην θέση τους προφανώς προστίθεται ψωλότσεπη, η επονομαζόμενη και χοάνη, για τους μη μυημένους μουνί.

Το τραβέλι που έχει κάνει το μεγάλο βήμα είναι πλέον ποστόπι, ενώ οι άλλες οι κραγμένες είναι απλά pre-op και άρα έχουν ακόμη ένα στάδιο μέχρι να χαρακτηρισθούν εντελώς τελειωμένες.

Η έκφραση χρησιμοποιείται τόσο για να περιγράψει κυριολεκτικά άτομο της κατηγορίας Αναΐς από το Παναής, όσο και για να χαρακτηρίσει υποτιμητικά κάποιον που είναι εντελώς φλωρόκουπας και συμπεριφέρεται σαν να μην έχει αρχίδια και τσαγανό.

Το ποστόπι μόνο καταχρηστικά μπορεί πλέον να χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως ζμπούτσαμ, στον πούτσο μου λουλούδια και θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, μπορεί όμως θαυμάσια να λέει στο μουνί μου το ιδιότροπο και, αν είναι της περιοχής, μουνί απ' τα Καλάβρυτα.

Απαντάται ενίοτε και στην εισέτι υποτιμητικότερη εκδοχή η ποστόπα, οπότε και συντάσσεται αποκλειστικά με το «ου μωρή».

Προσοχή: Να μη συγχέεται με το τυφλοκόπι. Καμμία σχέση...

  1. - Τι θεόμουνο είναι αυτή η Τζίλντα ρε μεγάλε...
    - Νννναι... Τώρα που είναι ποστόπι εννοείς, διότι πριν από λίγο καιρό ήταν ψωλαρέος με βυζιά.
    - Τι λες τώρα;!!

  2. - Και πώς να της το πω δηλαδή; Θα πάω έτσι εκεί και θα της το ξεφουρνίσω; Θα με πάρει με τις πέτρες. Πώς να το κάνω; Φοβάμαι...
    - Πω πω ρ' αδερφάκι μου, τι ποστόπι είσαι 'συ; Grow some balls ρε μαλάκα! Κι άμα σου πει και τίποτα, ρίξε και κανά δυό ψιλές να κουλάρει το μουνί της λάσπης και του αγρού...

  3. - Σιγά μην πάω να του κάνω θέμα του κυρίου Σκορδοπούτσογλου. Δεκαπέντε τοις εκατό μείωση μισθού δεν είναι και τόσο άσχημα υπό αυτές τις συνθήκες της παγκόσμιας κρίσης και...
    - Ου μωρή ποστόπα! Ου ρε! Χεζμεντέν έτσι; Νταξ ρε μαλάκα, θα πάω μόνος μου να καθαρίσω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ναυτικός ορισμός του πούστη.

Η ετυμολογία της φράσης είναι η ίδια με αυτήν που δίνεται στην φράση το μπατάρισε στο ντήζελ.

- Τί γνώμη έχεις για τον Μάνο;
- Καίει ντήζελ του σκοτωμού!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ή, το 'χει μπατάρει στο ντήζελ

Ναυτική ιδιωματική φράση για κάποιον που έγινε πούστης.

Η πολυκύλινδρη μηχανή των μεγάλων πλοίων κατά την διάρκεια του πλου δουλεύει με «βαρύ», σχεδόν αφιλτράριστο, πετρέλαιο μαύρο, το επιλεγόμενο μαζούτ. Κατά κάποιον τρόπο, καίει «αντρίκιο» πετρέλαιο.

Όταν απαιτούνται συνεχείς αλλαγές στην ταχύτητα, όπως όταν το πλοίο εισέρχεται σε λιμάνι, τότε χρειάζεται «λεπτό» πετρέλαιο, καλά φιλτραρισμένο, που να καίγεται γρήγορα ώστε να υπάρχει ταχεία απόκριση της μηχανής. Αυτό είναι το ντήζελ το οποίο θεωρείται και κάπως «γυναικείο» πετρέλαιο λόγω του ραφιναρίσματος που έχει υποστεί.

Όταν το πλοίο πλησιάζει στο λιμάνι, γίνεται προετοιμασία της μηχανής, ώστε να μπορεί να γυρίσει από το κάψιμο του μαζούτ στο κάψιμο του ντήζελ. Να «μπατάρει» δηλαδή από το «αντρικό» στο «γυναικείο» καύσιμο.

'Ετσι και κάποιος όταν το μπατάρει στο ντήζελ, ε, είναι πουστάρα ... πώς να το κάνουμε δηλαδή;

  1. - Ρε συ! Ο Τάσος το μπατάρισε στο ντήζελ ή μου φάνηκε;
    - Τί σου φάνηκε, καημένε; Καίει ντηζελάκι εδώ και χρόνια.

  2. - Βρε, τον Βάγγο σαν κάπως αλλαγμένο τον βρήκα.
    - Ε ναι, αφού το 'χει μπατάρει στο ντήζελ.

γκούχου γκούχου... (από Τσακ εις την μέσην, 24/02/11)

Σχετικό: καίει ντήζελ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία