Γκαούγκαγκας, βλακόμετρο, γκάου-μπίου.
- Κοίτα ρε τον τυπά εκεί στη γέφυρα. Πάει να κάνει μπάντζι-τζάμπινγκ χωρίς σκοινί.
- Μιλάμε αυτός έχει κάψει φλάτζα. Θα γκρεμοτσακιστεί και μετά θα του κάνουνε τα εννιάμερα. Αιωνία η μνήμη!
Γκαούγκαγκας, βλακόμετρο, γκάου-μπίου.
- Κοίτα ρε τον τυπά εκεί στη γέφυρα. Πάει να κάνει μπάντζι-τζάμπινγκ χωρίς σκοινί.
- Μιλάμε αυτός έχει κάψει φλάτζα. Θα γκρεμοτσακιστεί και μετά θα του κάνουνε τα εννιάμερα. Αιωνία η μνήμη!
Βλ. και καίω φλάντζα
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Αρχικά, όρος από τον χώρο της οικοδομής όπου και χρησιμοποιείται συχνότατα (Παρ. 1) Τα πρέκια είναι τα οριζόντια δοκάρια που βρίσκονται πάνω από μια πόρτα ή ένα παράθυρο –ή, και πάνω από το τζάκι. Το πάνω μέρος του Π –lintel ή header beam στα Αγγλικά, αν διευκολύνει. Μπορεί να είναι από ξύλο, μάρμαρο, πέτρα, τσιμέντο ή και μέταλλο. Πολύ σημαντικό δομικό στοιχείο διότι, προφ, κρατάνε τον τοίχο που βρίσκεται πάνω από το κενό που αφήνει η πόρτα ή το παράθυρο.
Έξω από τον χώρο της οικοδομής, η λέξη απαντάται στην έκφραση θα του γαμήσω τα πρέκια –ή, θα του σκίσω τα πρέκια ή, στην πιο κόσμια εκδοχή, θα του αλλάξω τα πρέκια. Πρόκειται για ισχυρή, αλλά αόριστη, απειλή –η κεντρική ιδέα είναι ότι θα του πειράξω κάτι πολύ βασικό και, ωσεκτουτού, θα τον εξουθενώσω, θα τον διαλύσω, θα τον κατατροπώσω (Παρ. 2). Συνήθως, όμως, η απειλή εκτοξεύεται σε μια έκρηξη θυμού χωρίς νάχουμε κάτι πολύ συγκεκριμένο κατά νου (Παρ. 3).
Διότι, σε αυτή την υβριστική, μεταφορική χρήση δεν είναι σαφές και τι εννοούσε ο ποιητής αναφερόμενος στα πρέκια. Έχει υποστηριχθεί ότι πρέκια είναι τα ανδρικά γεννητικά όργανα αλλά αυτό είναι μάλλον αβάσιμο –δεν κολλάει. Πιθανότερο είναι ως πρέκια να νοούνται τα κωλομάγουλα, τα κωλοβάρδουλα και μια σχετικά σπάνια περίπτωση τέτοιας χρήσης είναι το Παρ. 4. Ίσως, όμως, να πρόκειται απλώς για μια απευθείας χαλαρή μεταφορά από την ορολογία της οικοδομής που τονίζει πόσο μεγάλο είναι το ζόρι που θα προκύψει χωρίς να κάνει συγκεκριμένη σύνδεση με κάποιο ανατομικό στοιχείο.
Ο Μπαμπινιώτης ετυμολογεί τη λέξη πρέκια διστακτικά από το αρχαίο πρίω=σφίγγω, συνδέω –ίδια ρίζα με το πριόνι. Η λέξη ενίοτε προφέρεται και ως μπρέκια αλλά δεν έχει καμμία σχέση με το κεφαλονίτικο μπρέκια που βγαίνει από το break και σημαίνει ζημιά.
Συγγενή λήμματα: κωλοβάρδουλα, γαμώ τα βάρδουλα, κωλοφάρδουλα, τελατίνι, αλμυρό φυστίκι
*Το πρέκι θα είναι συνεχόμενο, δεν είναι καλύτερα έτσι ώστε να πιάνει το άνοιγμα και της πόρτας και του παραθύρου; (από το φόρουμ στο www.michanikos.gr)
Αυτό είναι γνωστό και αυτό σας πονάει. Oτι η X σας γάμησε τα πρέκια και μαζί με τους άλλους εθνικόφρονες έσωσαν την ελλάδα από την κομμουνιστική χολέρα. (Από το forum.gr)
λοιπον προσ τα τσουλακια των tokio Πανδοχειο...sorry tokio hotel ηθελα ν πω....παρτε τς αγαμιεσ σας και τραβηξτε γ τα blog των τοκιο....οποιος ξανατολμησει ν πει κατι ασχημο γ erreway και πιο συγκεκριμενα για φελιπε οπως κ γ μενα η την μαρια τοτση....θα σας γαμισω τα πρεκια....εσυ jenny ΜΗΝ ΤΟΛΜΗΣΕΙΣ ΝΑ ΞΑΝΑΠΕΙΣ ΚΑΤΙ Γ ΤΟΝ ΦΕΛΙΠΕ Η ΤΗΝ ΜΑΡΙΑ...θα σ χωσω στον κωλο το eyeliner σου παλιοemo...αν κ απο τ πολυ γαμημα δεν θ τ καταλαβεισ αφου εσυ οπως και τα γαμιολικα που θαυμαζεισ εχετε στον κωλο μια τρυπα μεγαλυτερη και απο αυτην του οζοντος......τ καταλαβεσ η εισαι τοσο στοκος;;;;;;;;;; (από το fernada4ever.pblogs.gr, νεαρή κορασίς τα έχει πάρει άσχημα διότι της έθιξαν κάποιο μουσικό ίνδαλμα)
Την έβαλα να κάτσει πάνω σ’ ένα μαξιλάρι και της είπα να ανοίξει τα μπούτια της. Έβαλα τα πόδια της στον ώμο μου και της άνοιξα με το ένα χέρι καλά τα πρέκια. Με το άλλο χέρι κράτησα τον πούτσο μου, της τον έβαλα στην κωλότρυπα και άρχισα να την γαμώ. (απόσπασμα από τσοντο-ιστορία από το xxxstory.wordpress.com)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Ανύπαρκτο εκπαιδευτικό ίδρυμα που χρησιμοποιείται υποτιμητικά ή χάριν αστεϊσμού, για κάποιον που δεν διαθέτει καμία παιδεία, σε συνδυασμό με εμφανές καφριλίκι.
Συνήθως, ο απόφοιτος της Βοϊδοσχολής είναι δημόσιος υπάλληλος, που κατάφερε να μονιμοποιηθεί μέσω βύσματος στην περίοδο μετά τη μεταπολίτευση.
- Πως τον έλεγαν ρε εκείνον τον ξάδερφο που έχεις στο υπουργείο Εργασίας. Θέλω να ρωτήσω κάτι για τα εποχιακά επιδόματα.
- Να σού δώσω το τηλέφωνό του, αλλά δεν νομίζω να σε βοηθήσει ιδιαίτερα.
- Γιατί, δεν μπορεί να μην ξέρει.
- Είναι απόφοιτος της Βοϊδοσχολής, εκεί δεν ασχολούνται με τέτοια ζητήματα.
Σχετικά: βόιδαγλας, χαϊβάνι. Σλανγκεπιλογές σπουδών: Βοϊδοσχολή, Ι.Ε.Κ. Παραχαρακτικής, IEK Τάπερμαν, Πιπάντειος, Ρεμαλισμός, ΤΕΙ Ζαμπονοκοπτικής, TΕΙ Κωλοπετεινίτσας, ΤΕΙ Σουβλακοτυλιχτικής Αθηνών, ΤΕΙ Φιλοσοφικής, Πανεπιστήμιο του Μίκυ Μάους, Πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Σλανγκιστί, το αφεντικό.
Ο όρος προκύπτει εκ του γεγονότος ότι στα Ρουμάνικα, boss (boş) σημαίνει αρχίδι.
- Είσαι για κάνα καφεδάκι το Σαββάτο;
- Άσε ρε φίλε ο ρουμάνος και πάλι με μπιφτέκωσε. Όλο το σουκού θα το βγάλω στο γραφείο...
- Τι να κάνουμε, he is the boss!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Χασάπης στην περίπτωση αυτή είναι ο άγαρμπος τεχνικός οπτικοακουστικού υλικού (τεχνικός προβολής, μοντέρ κττ) που δεν δίνει δεκάρα για τη δουλειά του και την εκτελεί ορθά-κοφτά με την τεχνική με την οποία οι χασάπηδες δίνουν μια στη σπάλα, πχ, και την κάνουν δέκα κομμάτια. Συνώνυμο του σκιτζής.
Ως επιφώνημα, ακουγόταν τον παλιό (καλό;) καιρό στους σινεμάδες όταν ο τεχνικός προβολής ξεχνιόταν (κοιμόταν; γαμούσε;) και κοβόταν ο ήχος της ταινίας ή κόλλαγε κάποιο πλάνο. Το κοινό τότε είτε χειροκροτούσε για να διαμαρτυρηθεί, ή φώναζε «χασάπηηηη!» μπας και ξυπνήσει το παλικάρι και δει ο κόσμος την ταινία. Αυτά βέβαια προ ντιβιντί και νεότερης τεχνολογιάς.
Χασάπης είναι και ο μοντέρ ο οποίος πετσοκόβει το υλικό του, με αποτέλεσμα να «πηδάνε» τα κατ, να μπαινοβγαίνουν άτσαλα οι σκηνές γενικώς.
- Μάκη, εδώ πρέπει να προσέξεις να βάλεις τον λόγο να ξεκινάει λίγο νωρίτερα, να μην ακουστεί «ατάκα».
- Έλα ρε Αντώνη, λες και δε με ξέρεις... για καναν χασάπη με πέρασες;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο τύπος που καθαρίζει τα χύσια με σφουγγαρίστρα ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο σε μπουρδέλα.
- Ρε χυσομάπα, μάζεψε τα χύσια από το πάτωμα, είπε ο νταβατζής.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Ο διανοητικά καθυστερημένος, ο πειραγμένος δηλαδή. Προέρχεται από την γλώσσα των αυτοκινήτων που μετά από μία άσχημη τράκα αρπάζει το σασί και δεν γίνεται να διορθωθεί 100%.
- Ρε, μου έβρισε τη μάνα χωρίς να του πω τίποτα!
- Μη δίνεις σημασία ρε, το παιδί είναι αρπαγμένο...
Σχετικά: κάθυστερ - καθυστέρα, βραδυφλεγής, richard, Σελήνη, ριτάρντεντ, Κατέλης, μογγόλι, το, ληγμένος, -η, -ο
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αυτός που έχει μικρή μύτη. Επίσης μπορούμε να το ακούσουμε και σαν «μισσιρή στο κάτω κεφάλι» που σημαίνει μικροτσούτσουνος.
Πάντως πρόκειται για μια λέξη που προέρχεται από την αργκό των περιστεράδων.
Βγήκε και ο άλλος ο μισσιρής στην τηλεόραση να μας πει για πλαστική στο πρόσωπο. Άντε ρε τον σαλιαμπάλια...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!