Μερεμέτι, μικροδουλειά του σπιτιού (ηλεκτρολογικά, υδραυλικά). Γενικότερα, οποιαδήποτε «υποδεέστερη» δουλειά που έχει ανατεθεί σε κάποιον: θέλημα, βοήθεια σε χειρωνακτική εργασία, μεταφορά κάποιου πράγματος κ.λπ.

- Πού πας;
- Με έχει χώσει ο κυρ-Αλέξης να πάω να κάνω μια αλβανιά στο εξοχικό του, κάτι ηλεκτρολογικά.
- Πω ρε φίλε, πήξιμο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απάτη, ατιμία. Μάλλον περιορισμένης εκτάσεως - είναι, ας πούμε, μια λέξη που θα χρησιμοποιήσουμε αν ένα μικρό παιδί πάει να κλέψει στη Μονόπολη.

Ματσακόνι είναι ένα βαρύ σφυρί που χρησιμοποιούν στα ναυπηγεία για να καθαρίζουν τις σκουριές και τα άλατα από τα σίδερα π.χ. από την αλυσίδα της άγκυρας. Ματσακονιά, σε αυτό το περιβάλλον, είναι το κοπάνισμα με τέτοιο σφυρί.

Πώς από το κοπάνισμα φτάσαμε σε αυτή την απαρχή ηθικής κατάπτωσης, είναι μέγα μυστήριο.

- Δημητράκη, άσε τις ματσακονιές, έξι έφερες, όχι εφτά - κι έχεις πέσει στη Λεωφόρο Αμαλίας ... λοιπόν, στη Λεωφόρο Αμαλίας με τρία σπίτια ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία