Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Εκτίθεμαι, αποκαλύπτομαι, ξεφτιλίζομαι.

Αργκό που προέρχεται από τις μπουζουκλερί «βγαίνει το πρόγραμμα» δηλ. οι τραγουδιάρες στην πίστα = σε κοινή θέα.

Συνώνυμα: Βγαίνω στην πίστα / σέντρα / στον τάκο / στο ικάντιο (παραφθ. εκ του Επτανησιακού «ινκάντο» < ιταλ. incanto = δημόσιος πλειστηριασμός της περιουσίας κάποιου μετά από κατάσχεση = μτφ. διαπόμπευση / χλεύη) κλπ, βγαίνω φόρα (παρτίδα), με παίρνουνε χαμπάρι / πρέφα / κάβο κλπ.

Αφιερωμένο σε Ironick.

  1. Αγόρι, μην την κοζάρεις στο έτσι τη γυναίκα, βγαίνεις πρόγραμμα.

  2. - Λοιπόν, θα μου τα δώσεις τα κλειδιά για τη γκαρσονιέρα;
    - Ναι, αλλά κάτσε πρώτα να στείλω τη δικιά μου στη μάνα της, σιγουρέψου κι εσύ ότι θα φύγει για το ταξίδι η δικιά σου, γιατί έτσι και σφυρίξει τίποτα η μια στην άλλη, βγήκαμε πρόγραμμα.

  3. - Ρε συ τι λέει, αυτή η μπίζνα με τα [...]* είναι σόι; - Η φάση βρωμάει φίλος, αλλά έχει χαρτί.
    - Παίζει να μπω κι εγώ να βγάλω κανα μεροκάματο;
    - Να δω φως όμως, γιατί σε λένε για πεθαμένο και με το συγγνώμη δηλαδή...
    - Ρε, μπαίνω με 30 χιλιάρικα και πάω μ' όποιον τα 'χει**.
    - Εντάξει, αλλά ρελαντί και τουμπέκα σου, μη βγούμε πρόγραμμα στα παιδιά.


  • [...] = οποιαδήποτε (big/small time) καινούρια επιχειρηματική δραστηριότητα στα όρια της νομιμότητας (συνήθως αρπαχτή), που αποφέρει γρήγορο και εύκολο κέρδος και που διαρκεί μέχρι να γίνει Β κοινό και να θεσμοθετηθούν κανόνες, οπότε είτε γίνεται δυσκολότερη (π.χ. αποφέρει λιγότερο, έχει περισσότερο ανταγωνισμό, έξοδα, ρίσκα, φορολογία κλπ) είτε εξαλείφεται ως νέτα-σκέτα παράνομη.

** «Πάω μ' όποιον τα 'χει» = μπαίνω / ποντάρω καθυστερημένα σε κόλπο που έχει ήδη ξεκινήσει πάνω σ' αυτόν που κερδίζει (παλιά χαρτοπαικτική έκφραση, ακόμα εν ισχύ σε κύκλους άνω των -ήντα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δίνω θρησκευτικό όρκο στο δικαστήριο.

Η φράση λέγεται για να κάνει φανερό ότι κάποιος δεν τό 'χει σε τίποτα να ψευδομαρτυρήσει. Δηλαδή παλαμαριάζει το ιερό ευαγγέλιο χωρίς κανένα σεβασμό, με την ίδια ευκολία και άνεση που παλαμαριάζει μια γκόμενα. Αφού το παλαμαριάσει, καταθέτει στη συνέχεια πρόθυμα και πειστικά ό,τι του έχουν πει να πει, αλήθεια ή ψέμματα αδιάφορο.

Άχρηστες πληροφορίες :

α) Παλιότερα σε γνωστά άθλια καφενεία – στέκια εύρισκες γνωστές σκατόφατσες να μαρτυρήσουν για την υπόθεσή σου, με αντάλλαγμα ένα μεροκάματο. Οι φήμες έλεγαν ότι ήταν πολύ καλοί μάρτυρες, καλύτεροι από τους πραγματικούς αυτόπτες μάρτυρες που συχνά τα έκαναν θάλασσα κατά την εξέταση, λόγω τρακ και απειρίας. Οι επαγγελματίες είχαν όμως το μειονέκτημα ότι με τον καιρό τους μάθαιναν οι δικαστές, όταν τους έβλεπαν επανειλημμένα να καταθέτουν οι ίδιοι και οι ίδιοι για πολλές διαφορετικές υποθέσεις.

β) Και σήμερα βρίσκει κανείς ψευδομάρτυρες, απλώς τα καφενεία έχουνε γίνει πιο τρέντι και κυριλέ. Για το ύψος της ταρίφας ο λημματογράφος δηλώνει ανίδεος.

γ) Πλέον (με αρκετή καθυστέρηση) μπορείς να δώσεις όρκο απλώς στην τιμή και τη συνείδησή σου.

(Σε διάδρομο δικαστηρίου, διάδικος σε έξαλλη κατάσταση)

Άι σιχτίρ από κει με τα ψέμματά σας. Φέρνετε τον κάθε απατεώνα να παλαμαριάζει το ευαγγέλιο και δώστου λέει ό,τι να ναι, σκοινί κορδόνι. Άμα πέσουν οι μηνύσεις να δούμε που θα κρυφτείτε, λαμόγια, ε, λαμόγια ......

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην ποδοσφαιρική, ο διαιτητής έχει πιάτο την φάση όταν την βλέπει φάτσα κάρτα. Αυτό βέβαια δεν τον αποτρέπει από το να (σ)την σφυρίξει κατά το δοκούν. Μεγάλο χαρχίνωμα η διαιτησία στη χώρα μας, ο καλύτερος έχει σκοτώσει τη μάνα του.

1. Ο Αθηναίος ρέφερι είχε… πιάτο τη φάση και είδε πεντακάθαρα ότι ο παίκτης της Βέροιας και έσπρωξε και ανέτρεψε τον διεθνή αμυντικό...

2. Ο Σπάθας από την άλλη είναι αδικαιολόγητος. Έπρεπε να πάρει το σφύριγμα πάνω του και να επιμείνει στην αρχική του υπόδειξη. Στο πιάτο την είχε τη φάση.

2. Ο μη καταλογισμός του πέναλτι από τον Τριτσώνη στο Ατρόμητος - ΠΑΟΚ είναι τρανταχτό… φάλτσο, επειδή είχε στο… πιάτο τη φάση, ενώ το τράβηγμα της φανέλας είναι διαρκείας.

Χμού, ώρα να περάσω από το ΑΤΜ (από σφυρίζων, 13/05/13)(από allivegp, 14/05/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επαγγελματική αργκό. Με την εναλλαγή κυβερνήσεων, τα ιδιαίτερα οδοντωτά κομματόσκυλα-στελέχη κρατικών τραπεζώνε, ΔΕΚΟ και λοιπών παρακρατικών οργανισμώνε παίρνουν προαγωγή (συνήθως με κάποιο ανύπαρκτο διευθυντικό τίτλο τ. Διευθυντής Σχεδιασμού Αθιγγανικής Πολεοδομίας) και παροπλίζονται ως χρυσοί έφεδροι.

Οι εν λόγω λεβέντες παρκάρονται στα λεγόμενα ψυγεία, όπου εμφανίζονται φού και φού, σερφάρουν στο φατσομπούκι, ανεβάζουν κάνα λήμμαν στο σλανγκρρ, πίνουν φραπέ, ξύνουν τ' αρχίδια τους και κατά βάθος ανησυχούν μην αλλάξει η κυβέρνηση και αναγκαστούν να αναλάβουν θέση με ευθύνες.

Το σουτ είναι εξόχως διφορούμενο: εκτός από «σουτάρισμα» υπονοεί και «τσίμπα την αργομισθία και μη λες πολλά-πολλά».

- Συγχαρητήρια Πέρι, έμαθα ότι προήχθης σε Διευθυντή Υποσαχάριων Μελετών στην Εθνική Τράπεζα.
- Πέρνα από το γραφείο μου στην Αιόλου να παίξουμε τάβλι.
- ΟΚ, θα φορέσω και παλτό μη πάθω καμιά ψύξη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ποδοσφαιρική σλανγκιά για πολύ κλειστό αμυντικό παιχνίδι: όταν μια ομάδα παίζει στο μισό γήπεδο, το μεγαλύτερο μέρος του αγώνα διεξάγεται στο δικό της μισό τού γηπέδου - συνήθως επειδή η άλλη ομάδα γαμεί.

Η έκφραση έχει παρεισφρήσει και εκτός γηπέδου, περιγράφοντας κάθε λογής ανταγωνιστική ασυμμετρία.

Βλ. επίσης: γέρνει το γήπεδο, κατηφορικό γήπεδο.

1. Ρότσα: «Ο Παναθηναϊκός δεν μπορεί να παίζει στο μισό γήπεδο αμυντικά»

2. Στο μυαλό μας τώρα βρίσκεται η Καντού. Είναι ομάδα που παίζει με στρατηγική στην άμυνα και στην επίθεση. Στην επίθεση είναι περισσότερο ομάδα του μισού γηπέδου,δεν κυνηγά πολύ τον πρωτεύοντα αιφνιδιασμό. Ο προπονητής θέλει να έχει τον έλεγχο και παίζει περισσότερο στο μισό γήπεδο, χρησιμοποιώντας πολύ το πικ εντ ρολ.

3. Ο πόλεμος συνεχίζεται αλλά παίζεται στο μισό γήπεδο.

4. Ο Σωκράτης Κόκκαλης παίζει στο… μισό γήπεδο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση «έφαγε κόλλημα» στη γλώσσα των νέων σημαίνει: ο υπολογιστής, το κινητό ή οποιοδήποτε μηχάνημα μπλοκάρισε, έχει παρουσιάσει δυσχέρεια στη λειτουργία του. Ή το «τρώω κόλλημα» σημαίνει ότι αποκτώ εμμονή με κάτι.

  1. Ρε φίλε ο Ρένος έχει φάει κόλλημα με το παιχνίδι μπλάκ οπς, αν συνεχίσει έτσι στο δεύτερο τρίμηνο, από βαθμούς θα πιάσει πάτο.

  2. - Φτου!!! έφαγε κόλλημα το κωλοκινητό...
    - Έλα ρε μην τρελαίνεσαι, κάν' το ένα ρισέτ χαλαρά.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφορά στην εικαστική αισθητική των κινηματογραφικών οδοιπορικών εκδίκησης του ωτέρ Κουέντιν Ταραντίνο.

Οι εμμονές και επιρροές του Ταραντίνο περιλαμβάνουν το γαλλικό νέο κύμα, τα σπαγγέτι γουέστερν του Λεόνε, σπλατεριές τ. grindhouse, τζαπανάκια του Κουροσάβα, ταινίες blaxploitation και πάσης φύσεως περιθωριακές καλτιές των εξήνταζ και εβδομήνταζ. Το αίμα πάντα ρέει άφθονο, το χιούμορ είναι μαύρο, οι διάλογοι μένουν διαχρονικοί και οι μουσικές επιλογές προσεγγίζουν σε εκλεκτισμό εκείνες του Κιούμπρικ.

Μερικές εκσλανγκευμένες ταραντινιές: γουίνστον γουλφ, γουόκ δη ερθ, η αράχνη έπιασε δυο μύγες, κιλ μπιλ, να συνεχίσουμε εδώ ή στη στενή;

χ. Το Django είναι μια Ταραντινιά. Εχει τους γνωστούς χαοτικούς διαλόγους, τη γνωστή θεαματική βία, τη γνωστή πίστη στο κινηματογραφικό είδος που αντιγράφεται ή αναλύεται - ανάλογα πως το βλέπει κανείς. Εχει τις γνωστές ερμηνείες, την γνωστή κατακρεούργηση των κλισέ, τη γνωστή αποθέωση της παιδικής μνήμης.

χ. αδοξοι μπασταρδοι ταραντινια η τη λατρευεισ η τη μισεισ χωρισ κανενα βαθυτερο νοημα αλλα εχει γελιο η υποθεση: το 40 ενασ αμερικανοσ εχει μια ομαδα εβραιων και προσπαθει να σκοτωσει οσο περισσοτερουσ γερμανουσ γινεται το σεναριο ειναι καταπληκτικο εχει δραση και σημεια που βγαζει γελιο

χ. Ο Gaslamp επέστρεψε με έναν full ταραντινιά electro psychedelic prog δίσκο καλό σε γενικές γραμμές αλλά ελαφρώς φλύαρο σε σημεία, ενώ ο Lotus, κουστουμάρετε, γίνεται πιο σοφιστικέ και δημιουργεί έναν πιο εκλεπτυσμένο ας πούμε ήχο.

Δες και -ιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ζούμε σε ενδιαφέρουσες εποχές: ακατανόμαστα καράβια βγήκαν στη στεριά και πιάσανε τα όρη σαν συνέπεια μιας αχαρτογράφητης ανωμαλίας στο συνεχές του χρονοχώρου.

Χάθηκε κάθε αρχιμήδειο παστό. Εξ ουστ και το ανά οθόνης λήμμαν που εκσφενδονίζουν μεταξύ τους αλλόκοτα μεταλλαγμένες (π)ορδές ορφανών με μισοάδεια τα τηγάνια.

- Τα «ορφανά» του ΠΑΣΟΚ βρήκαν στέγη στην Κουμουνδούρου. Παλιοί συνεργάτες του Ακη Τσοχατζόπουλου και πρώην πολιτικοί φίλοι του Γιώργου Παπανδρέου φέρεται να έχουν συμβάλει στην οργανωτική ανασύνταξη και την εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ
(εδώ)

- Χρυσή αυγή τα ορφανά του χίτλερ, ο καλύτερος προστάτης της κατοχικής κυβέρνησης..... (εκεί)

- Υπέρ της ανθελληνικής προπαγάνδας τα ορφανά του Χότζα (ΔΗΜΑΡ) (παραπέρα)

- Δυόσμοι, παστό και τηγάν κινήσω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λέξη μουαρέ δεν έχει να κάνει με το «μου αρέσει», αν και χρησιμοποιείται στη γλώσσα των νέων από όσο ξέρω. Είναι παλιά αργκό έκφραση, και χρησιμοποιείται για κάποιον που δε ξηγιέται ωραία, δεν συνεργάζεται σωστά πχ στον εργασιακό μας χώρο, κυρίως σε τυπογραφία (γραφικές τέχνες).

Εδώ να εξηγήσω γιατί κυρίως χρησιμοποιείται από τυπογράφους και γενικά ανθρώπους του κλάδου. Η λέξη μουαρέ πραγματικά σημαίνει το ανεπιθύμητο σχέδιο που βγαίνει όταν δεν συμπίπτουν οι μοίρες στο ράστερ δυο φιλμς. Το μουαρέ σχηματίζεται είτε λόγω εκτύπωσης με ελαφρά μετατόπιση δύο τουλάχιστον χρωμάτων, είτε λόγω χρήσης κακής γωνίας η μεγέθους του ράστερ των φιλμ.

Στελλάκη κάνεις μουαρέ, να πούμε.

(από Khan, 06/10/12)μουαρέ (από horeutakis, 06/10/12)

βλ. και κάνω νερά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συχνά χρησιμοποιείται με την έννοια του γλείφτη, σφουγγοκωλάριου, της βδέλλας που κολλάει και απομυζά, κ.λ.π.

Κολαούζος ωστόσο αντιθέτως σημαίνει οδηγός, μπροστάρης (εκ του Οθωμανικού kilavuz, που σημαίνει οδηγός).

Οι οδηγοί των καραβανιών της βαλκανικής τα έλεγαν τα άλογά τους κολαούζους, δηλ. οδηγούς, διότι ήξεραν το δρόμο (π.χ Γιάννενα – Βουκουρέστι), και έτσι ενώ ο αναβάτης μπορούσε να αποκοιμηθεί στο σαμάρι, αυτά πήγαιναν μόνα τους, χωρίς έλεγχο των χαλινών. Αν κάποιος δεν ήξερε το δρόμο, έπαιρνε ένα κολαούζο (άνθρωπο και άλογο) και έβρισκε το δρόμο του προορισμού του. Εξ ου και το «χωριό που φαίνεται, κολαούζο». Ο πιο γνωστός κολαούζος της ιστορίας των ελληνικών καραβανιών της Βαλκανικής ήταν ο Γιαννιώτης Ρόβας («Ο Ρόβας εξεκίνησε, μεσ’ τη Βλαχιά να πάει, νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει..»).

Πηγή: Δημ. Σταθακόπουλος, 24grammata.com

Χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία