Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Νόθευση ναρκωτικής ουσίας. Μείωση της καθαρότητάς της μέσω προσμείξεων. Συνηθέστατη πρακτική. Το κόψιμο μπορεί να φτάσει και σε ποσοστό 95%. Σε χώρες όπως η Ελλάδα αυτό δεν είναι καθόλου σπάνιο.

Κομμένη: νοθευμένη ναρκωτική ουσία. Η μη κομμένη είναι η καθαρή. Κόβω: νοθεύω ναρκωτικά (με σκοπό προφάνουσλυ το κέρδος)

Όλες σχεδόν οι ντρόγκες κόβονται. Η καθεμιά και με διαφορετικό υλικό. Είναι ανεδαφικό ωστόσο να μιλάμε για τυποποίηση στους τρόπους και τα υλικά των κοψιμάτων. Ο καθένας χρησιμοποιεί ό,τι έχει εύκαιρο, ό,τι βρει μπροστά του. Φουλ αυτοσχεδιασμός. Φαντασία να 'χεις κι η δουλειά θα γίνει. Πενία τέχνας κατεργάζεται.

Στη διαιωνιζόμενη πραγματικότητα του κοψίματος, οφείλεται η συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων από ναρκωτικά. Αυτό που συχνά ακούγεται, «πέθανε από υπερβολική δόση» είναι μέγιστη ανακρίβεια, παραμύθι για μικρά παιδιά. Οι χρήστες –μιλάμε βασικά για τους πρεζάκηδες– δεν είναι ηλίθιοι. Γνωρίζουν πολύ καλά πόσο πρέπει να πιουν, μέχρι ποιο σημείο τους παίρνει. Η στραβή κάθεται συνήθως στην εξής περίπτωση: κάνεις χρήση νοθευμένης πρέζας για καιρό, και συνεπώς ξέρεις τι ποσότητα επαρκεί για να την ακούσεις, π.χ. 1 τζι (γραμμάριο) την ημέρα. Καμιά φορά όμως, σκάει μύτη στις πιάτσες σταφ υψηλότερης της συνήθους καθαρότητας. Ο πρεζάκιας, αν δεν την σακουλευτεί τη φάση και βαρέσει με την ίδια ποσότητα, την πούτσισε... Η κατ' εξαίρεση διοχέτευση καθαρής πρέζας στις πιάτσες, είναι συνήθως ενέργεια των ντηλεράδων καθ' όλα σκόπιμη, όταν θέλουν να απαλλαγούν από κάποιον / κάποιους ιδιαιτέρως ενοχλητικούς πελάτες...

Το αντίστροφο της παραπάνω φάσης –που επίσης αποβαίνει μοιραίο– έχει ως ακολούθως: κάποιος που είναι καθαρός καιρό, αν ξαναπέσει απότομα στην παραμύθα, κάνοντας το λάθος να ξεκινήσει με την ποσότητα που έπαιρνε παλιά, θα φάει χοντρό πακέτο, ίσως και να ψωνίσει κάνα ξύλινο παλτό... Αυτό συμβαίνει λόγω άγνοιας των μηχανισμών ανοχής του σώματος. Όταν πίνεις τακτικά, αναπτύσσεις ανοχή, που όσο πάει και μεγαλώνει (μιθριδατισμός). Με την απεξάρτηση όμως, επανέρχεσαι στα φυσιολογικά επίπεδα ανοχής, αυτά ενός «κανονικού» ανθρώπου. Έτσι τουλάστιχον λένε, γιατί υπάρχει κι η άποψη «once a junkie, always a junkie». Αλλά αυτό το ρητό μάλλον αναφέρεται στην ψυχολογική όψη της εξάρτησης, η οποία σε αντίθεση με την καθαρά σωματική, είναι πολύ πιο μανουριάρικη. Η Ηρώ είναι μια γκόμενα που δεν ξεχνάς ποτέ. Όποιος έχει νιώσει τη ζεστή θαλπωρή και τους απανωτούς οργασμούς του πρώτου λεπτού μετά το βάρεμα, θα καταλάβει.

Τρόποι και υλικά κοψίματος

Το χασίς κόβεται με χένα. Επίσης, του αφαιρείται το λάδι, το χασισέλαιο (απολαδοποίηση), οπότε χάνει το 60-80% της ποιοτικής του αξίας και γίνεται μπουρούχα.

Στις σκόνες συνηθίζεται η ζάχαρη, η λακτόζη, το μανιτόλ (φαρμακευτική σκόνη άσπρη σαν τη ζάχαρη, αλλά με ουδέτερη γεύση), το κινίνο, η καυστική σόδα, το ταλκ, η κιμωλία. Έχουν αναφερθεί ακόμη και μαρμαρόσκονη / τριμμένος σοβάς, χώμα και έτερα οικοδομικά υλικά. Οι ουσίες αυτές, μαζί με λίγο σταφ μπορούν π.χ. να ανακατευτούν σε μίξερ με έναν κύβο Κνορ, που με το λίπος του «δένει» το όλο μείγμα. Επίσης χρησιμοποιούνται διάφορα χάπια, π.χ. depon, τριμμένα ή και ψημένα, ώστε να πάρουν την τυπική καφετιά πρεζόμορφη απόχρωση. Καμιά φορά το κόψιμο γίνεται και με κανονικά δηλητήρια, π.χ. στρυχνίνη. Η κλασική κίνηση που κάνουν οι μπάτσοι στις ταινίες, να δοκιμάζουν με την άκρη του δαχτύλου τη σκόνη για να δουν τι σκατά είναι (σημειωτέον πως η πρέζα έχει πικρή γεύση), κατά καιρούς έχει στείλει μερικούς από δαύτους να δουν τα ραδίκια να φυτρώνουν απ' τη μέσα μεριά...

  1. Το κόψιμο της σκόνης (ηρωίνης, κοκαΐνης, μορφίνης) λαμβάνει χώρα όταν η ουσία βρίσκεται στη συμπυκνωμένη μορφή της λεγόμενης «βάσης», ένα βήμα πριν το λιανικό εμπόριο.

  2. Στην Ελλάδα διαθέτουμε, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, την πλέον κομμένη πρέζα όλης της Ευρώπης: μόλις 20% καθαρότητα κατά μέσο όρο.

  3. Οποιοσδήποτε μπορεί να κόψει λίγη κόκα και να την πουλήσει πολλαπλασιάζοντας το κέρδος του. Στην κουζίνα της μαμάς σου θα βρεις ό,τι χρειάζεσαι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στη γλώσσα των πληρωμάτων των ασθενοφόρων του ΕΚΑΒ, R1 (ρο ένα) σημαίνει κωδικοποιημένα «νεκρός».

Έτσι, πολλές φορές το κέντρο καλεί μέσω ασυρμάτου ένα ασθενοφόρο να μεταβεί π.χ. στην οδό «αβύζου και ακώλου (γωνία)», όπου υπάρχει ένα τροχαίο με μηχανάκι, «με ένα τραυματία και ένα R1».

Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, η κωδικοποίηση χρησιμοποιείται από το πλήρωμα μπροστά σε συνοδούς του νεκρού ή λοιπούς παρισταμένους, προκειμένου να μεταδώσουν την πληροφορία μεταξύ τους, χωρίς να καταλάβουν κάτι οι υπόλοιποι.

Εύχομαι κανείς από τους αναγνώστες αυτού του λήμματος, να μην ακούσει αυτή την κωδικοποίηση.

Κέντρο καλεί Κ10. Μας ειδοποίησαν για μια πτώση από 4ο όροφο πολυκατοικίας στην Τούμπα. Μη βιάζεστε και πολύ, το περιστατικό είναι R1. Η διεύθυνση είναι ... (δεν ακούγεται καλά επειδή χαλάει το σήμα του ασυρμάτου)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη με εξαιρετική επίδοση στις παράλληλες, συνεκδοχικές ή και ολωσδιόλου άσχετες σημασίες. Μια λέξη μπαλαντέρ (αν και στην τράπουλα ο παπάς είναι άλλο φύλλο!)

  1. Ο ρήγας, αυτό το είπαμε. Αλλά όχι λόγω επιβλητικότητας, λόγω γενειάδας. Κανονικά η εικόνα δείχνει ένα βασιλιά, εξ ου και το Κ (king), αλλά οι Έλληνες τον είδαν παπά.

  2. Το παιχνίδι «εδώ παπάς, εκεί παπάς, πού 'ν' ο παπάς», που, αν και παίζεται με τραπουλόχαρτα, δεν είναι χαρτοπαίγνιο.

Εγκυκλ.: Ο παπατζής τη στήνει σ' ένα πεζοδρόμιο, μ' ένα ελαφρό διπλωτό τραπεζάκι (για να μπορεί να το μαζέψει στα γρήγορα και να γίνει μπουχός μόλις παραστεί χρεία). Πάνω στο τραπεζάκι έχει τρία φύλλα, από τα οποία ένα είναι παπάς (ρήγας). Τα δείχνει ανοιχτά στον παίχτη, εκείνος στοιχηματίζει κάποιο ποσό, μετά ο παπατζής τα κλείνει και με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις τα φέρνει βόλτες στο τραπέζι ανακατεύοντάς τα, επαναλαμβάνοντας τη μαγική επωδή «εδώ παπάς, εκεί παπάς, εδώ παπάς, εκεί παπάς...», μέχρι που κάποια στιγμή τα ακινητοποιεί και λέει «πού είν' ο παπάς;». Ο παίχτης δείχνει ποιο χαρτί νομίζει ότι είναι ο παπάς, ο παπατζής ανοίγει τα χαρτιά, ο παίχτης έχει κάνει λάθος, χάνει τα φράγκα του και πάει στη δουλειά του.

Το παιχνίδι αυτό έχει κηρυχθεί παράνομο από πολύ παλιά. Σήμερα δεν υπάρχει κανείς που να αγνοεί ότι δεν υπάρχει περίπτωση να κερδίσεις τον παπατζή (εκτός αν σ' αφήσει να κερδίσεις μικροποσά στην αρχή για να σε δελεάσει να ποντάρεις περισσότερα). Οι μόνοι που κερδίζουν είναι οι βαλτοί κράχτες, τα λεγόμενα λαμόγια (αυτό εσήμαινε αρχικά η λέξη). Ωστόσο, το παιχνίδι παραμένει επικίνδυνο, εξ άλλων, παράπλευρων λόγων: όπου τη στήσει ένας παπατζής, θα συγκεντρωθεί ένα έστω και περιορισμένο πλήθος περίεργων, που θα συνωθούνται για να δουν τους άλλους να χάνουν τα λεφτά τους και να νιώσουν την κρυφή χαρά ότι οι ίδιοι ήξεραν πού είναι ο παπάς, και μέσα σ' αυτό το στριμωξίδι δρουν άνετα οι πορτοφολάδες, που συνήθως είναι συνέταιροι με τον παπατζή.

Το ίδιο παιχνίδι παίζεται και με τρία μικρά αδιαφανή ποτηράκια ή δαχτυλήθρες, γυρισμένα απίστομα, που το ένα κρύβει από κάτω ένα στραγάλι ή μια μπιλίτσα.

  1. Κλωναράκι χασισιάς σε εντελώς ακατέργαστη μορφή, με τα φύλλα και τα ανθάκια. Τα ανθάκια της κάνναβης έχουν κάτι μυτούλες που σχηματίζουν θυσάνους (εξ ου και η ονομασία φούντα), που με λίγη φαντασία θυμίζουν γένια, όθεν και η λέξη (βλ. και παπαδέρα).

  2. Η πρώτη χάντρα του κομπολογιού. Είναι μεγαλύτερη από τις υπόλοιπες, και από την τρύπα της (μόνο αυτής) περνάνε και οι δύο άκρες του κορδονιού. Λέγεται και τσαμπουκάς. (Πηγή: Vrastaman).

  3. Το φίλτρο εισερχόμενου αέρος στη μηχανή του αυτοκινήτου, όπως με πληροφορεί ο Αυτοκτονημένος (ευχαριστώ!).

  4. Επίτευγμα μεγάλης δεξιοτεχνίας στη μουσική εκτέλεση, στη φράση «παίζω παπάδες». (Βλ. και παπάδες).

  5. Φρ. τρώω παπάδες: δεν έχω τι να φάω, περνάω φτώχειες.

  6. Φρ. βρέχει παπάδες: βρέχει πολύ δυνατά, βρέχει καρεκλοπόδαρα / καλέκλες, βρέχει με το τουλούμι. (Πηγή: Hank).

  1. Φουλ του άσσου με παπάδες.

  2. Στον παπά τα κονομούσα
    και σε σένα τ' ακουμπούσα,
    γιατί σ' είχα στην καρδιά μου,
    τέλεια νοικοκυρά μου.

Έπαιζα και δαχτυλήθρες
μα εσύ μου ξηγιόσουν τρίχες
κι έτρωγες τα τάληρά μου
μ' άλλονε, νοικοκυρά μου.

(Ευ. Παπάζογλου, «Παπατζής»)

  1. -Μα πόση ώρα κάνεις να το στρίψεις;
    -Θέλει τρίψιμο, είναι σε παπάδες.

  2. Όχι ρε γαμώτο! Μου 'σπασε το κορδόνι του κομπολογιού, σκόρπισαν οι χάντρες, κι ενώ τις μάζεψα όλες, δε βρίσκω τον παπά! Κρίμα στο κομπολόι!

  3. [Δεν έχω ιδέα από αυτοκίνητα, ας φτιάξει κανείς ένα καλό παράδειγμα.]

  4. Ο μπασίστας δεν πρέπει να παίζει παπάδες. Εμένα μ' αρέσει να είναι λιτός και σταθερός, να στηρίζει τα άλλα όργανα. Θέλει μαγκιά να ξέρεις να παίζεις λίγα.

  5. Μου 'πανε μην μπλέξεις τα σκυλιά με τους ροκάδες,
    μα έτσι και δε δούλευα θα τρώγαμε παπάδες,
    έπιασα λοιπόν δουλειά σε μαγαζί.

(Γ. Γιοκαρίνης, «Νοσταλγός του Rock'n'roll»)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Κόλπο», δόλιο τέχνασμα, τερτίπι, βρομοδουλειά, κατεργαριά, απατεωνιά, μπαμπεσιά, μπαγαποντιά, παπατζιλίκι, παραπλάνηση, εξαπάτηση, ανέντιμη ή παράνομη δραστηριότητα για προσπορισμό κέρδους, αισχροκέρδεια, «εκμετάλλευση», νοθεία, «μαγείρεμα» με την κακή την έννοια (λογαριασμών, αποτελεσμάτων κ.λπ.), «μηχανή».

(Bαθιά ανάσα - συνεχίζουμε:).

Αναφέρεται κυρίως σε οικονομικές δραστηριότητες, παίζει όμως και σε ποδοσφαιρικά γήπεδα με την μορφή του τεχνάσματος παραπλάνησης του αντιπάλου και του διαιτητή ενδεχομένως, αν είναι πολύ πετυχημένη (π.χ. πάει ο άλλος να βαρέσει το φάουλ και πηδάει πάνω από την μπαλίτσα χωρίς να την αγγίξει και σκάει από το πουθενά ο δεύτερος που το βαράει κανονικά και τους αφήνει όλους κάγκελα, γιατί δεν το περιμένανε δεν τον περιμένανε α- α, γκολ).

«Κομπιναδόρος» είναι αυτός που κάνει την κομπίνα. «e-κομπίνα» είναι η κομπίνα που γίνεται με ηλεκτρονικά μέσα, μέσω διαδικτύου κ.λπ. «Κομπίνα από μέσα» (το λεγόμενον inside job) είναι μια κομπίνα με συνεργασία ανθρώπων του περιβάλλοντος του θύματος.

Ο όρος «κομπινεζόν» χλωμό να έχει ετυμολογική σχέση, αλλά πάλι δεν είναι να παίρνει και όρκο κανείς (μεταγενέστερη διόρθωση: έχει, έχει σχέση, το λέει ο χάνκυ στα σχόλια, το κομπινεζόν είναι βρακί και σουτιέν μαζί και αυτό από μόνο του είναι μια κομπίνα ως συνδυασμός). Σίγουρα έχει εννοιολογική σχέση όταν το κομπινεζόν κρύβει την κοιλάρα ή το πεσμένο βυζί εντέχνως, όσο να 'ναι είναι κι αυτό μια κομπίνα, αλλά είναι θεμιτή γιατί στον πόλεμο και στον έρωτα όλα επιτρέπονται.

Ο όρος κομπίνα εμφανίζεται και στην τέχνη, εφόσον άσμα ηρωικό και πένθιμο του Γιώργου Ζαμπέτα φέρει στίχο «Ελληνας χωρίς κομπίνα, πεθαμένος από την πείνα» κι αυτό αν το καλοσκεφτεί κανείς είναι πολύ τραγικό για την φυλή μας, αφού δείχνει πόσο κομπιναδόροι είμαστε. Και καλά να είσαι εσύ αυτό που τα τρως από τους άλλους - αν είσαι αυτός που στα τρώνε έχουμε θέμα. Έχουμε θύμα. Έχουμε πίκρα.

Από σχόλιο της ιρονίκ (16/6) εδώ:
Με την έκφραση αυτή κορόιδευε ο Κλυν αυτούς που το παίζανε ακόμα λαντέρνα φτώχεια και φιλότιμο ενώ ήταν πια μεσ' στην κομπίνα και απολαμβάνανε ακριβά υλικά αγαθά και γενικά έναν τρόπο ζωής που σαφώς δεν ανήκε στα λαϊκά πρότυπα που πρέσβευε, υποτίθεται, το πασοκ.

Από το μπλογκσυσλαγκιστή:
Αν θέλουν λιγότερη αθλιότητα στο χρηματιστήριο [...] Να βάλουν επιτέλους στην φυλακή τους υπεύθυνους της μεγάλης κομπίνας. Κι άμα δεν τους χωράνε οι φυλακές να σκοτώσουν και μερικούς από αυτούς τους ξεκωλιάρηδες.

Από το e-αρχείο της εφημερίδος:
«Το κάνουμε πάντα στην προπόνηση. Είναι κομπίνα!» έλεγε μετά το παιχνίδι ο Λουτσιάνο για να δικαιολογήσει το διαιτητή, αλλά στην ουσία προκάλεσε τη νοημοσύνη μας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παμπάλαια μάγκικη έκφραση, που επιβιώνει ως απειλή σε καβγάδες συνήθως συνταξιούχων. Συναντάται και ως σεντεγκλέρια. Τί σκατά είναι όμως το σιντεγκλέρι / σεντεγκλέρι; Και γιατί τραβιούνται; Έλαμου, ντε.

Αφού έσπασα το κεφάλι μου, προκρίνοντας τούρκικη προέλευση (sinek-sinekler = μύγα-μύγες) άρα τραβιέμαι/τσακώνομαι «σαν τις μύγες», κατά την τούρκικη παροιμία, βλ. και τούρκικη μετάφραση Sineklerin Tanrisi = Lord of the Flies (William Golding 1954), ο δαιμόνιος Μπετατζής μου επέστησε την προσοχή, στην μορφή σαντικλέρι, διότι κάπου ανακάλυψε στη νεοελληνική λογοτεχνία την λέξη αυτή ως γυναικείο κοκαλάκι για τα μαλλιά.

Επίσης, υπάρχει Μη Κερδοσκοπικό Σωματείο www.santikleri.gr στην πόλη του Βόλου.

Φτου κι απ’ την αρχή.

Πάμε στους φρατέλλους μας λοιπόν.

Υπάρχει και μια σύγχυση με την γαλλική λέξη Santéclair = καλή υγεία / ευζωία και την ρουμανική Santicler = ένα γλυκό με αβγό, ζάχαρη κι αλεύρι.

Υπάρχει όμως κι η φραγκισκανή Αγία Κλαίρη της Ασσίζης (1194-1253) ή Saint Clair[e] ή Σάντα Κλάρα ή Κιάρα (εξού και το επώνυμο Sinclair), ιδρύτρια του Τάγματος της Πενίας των Γυναικών, η οποία inter alia, λατρεύεται ως πατρόνα των διακριτών συντεχνιών (guilds) των χρυσοχόων (goldsmiths) και των διακοσμητών επίχρυσων αντικειμένων (gilders).

Η Αγία Κλαίρη λοιπόν, στην Καθολική αγιογραφία, εικονίζεται να κουβαλάει πάνω της ένα φυλαχτό (monstrance < λατ. monstrare = επιδεικνύω ή pyx < pyxis < ελ. πυξίς = ξύλινο κουτί/δοχείο), το οποίο περιείχε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου.
Τούτο προς ανάμνηση της θρυλούμενης εκδίωξης των στρατιωτών του Φρειδερίκου του ΙΙ Χόχενστάουφεν, με την Επίδειξη-Έκθεση της Θείας Μετάληψης προς αυτούς, ενώ προσεύχονταν γονυκλινής (ποιος ξέρει τί παίχτηκε)...

Μάλιστα, στην Αγγλία ακόμα και σήμερα εφαρμόζεται ένα ιδιότυπο δικαστήριο για το Trial of the Pyx, δηλ. την εξακρίβωση-πιστοποίηση της περιεκτικότητας των νομισμάτων της Βασιλικής Μήτρας σε συγκεκριμένα και αποδεκτά μέταλλα.

Τέτοια φυλαχτά με Σώμα & Αίμα είτε σε μορφή στρογγυλού μεταλλικού μενταγιόν είτε ως μικρά ξύλινα ή μεταλλικά κουτάκια (τα οποία έσερναν μαζί τους σε μια δερμάτινη τσάντα [burse]), είχαν πάντοτε μαζί τους οι Δυτικοί ιερωμένοι, προκειμένου να τελέσουν το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, εις όφελος όσων λόγω π.χ. ασθενείας ή φυλάκισης, αδυνατούσαν να προσέλθουν σε ναό.

Εξ άλλου και σήμερα πολλοί πιστοί έχουν μαζί τους ένα φυλαχτό μ’ ένα μικρό κομμάτι από original Τίμιο Ξύλο, που το γράφει στην ούγια και πωλείται σε ελάχιστες ποσότητες (για να φτάσει για όλους). Οπότε ο Ζωρζ Πιλαλί, μάλλον υπερέβαλε λιγάκι, όταν σε κάποια μωραϊτο-αμερικάνικη πρόζα του, περιέγραψε την φάση όπου καλούσε τη γκόμενα ν’ αράξει στον καναπέ του, που ήτανε ολάκερος από Τίμιο Ξύλο (σμιλεμένος στο χέρι)!

Αν ισχύουν όλ’ αυτά, εδώ στην έκφραση έχουμε το ρήμα «τραβιέμαι», με την κυριολεκτική έννοια (τραβολογάω-ώ-ιέμαι), δεδομένου ότι στους καβγάδες, το πρώτο πράγμα που σηματοδοτεί πάλη, ήταν να βουτήξει ο ένας τον άλλο απ’ τα πέτα (βλ. έκφραση «ήρθαμε πέτο με πέτο») ή απ’ το σταυρό-φυλαχτό κλπ, ενώ κατά τις ιστορικές λεηλασίες ή ακόμα και σήμερα ληστείες, το πρώτο πράγμα που διαρπάζεται-κόβεται με την βία είναι τυχόν πολύτιμο κόσμημα στο στήθος (πολλές φορές πάνω στη φούρια κόβονταν και αυτιά που φορούσαν σκουλαρίκια! – Σ.Σ. το ίδιο κάνουν σήμερα τα σεπτά όργανα της Τάξης, όταν διενεργούν την προβληματικής συνταγματικότητας «εξακρίβωση» ή «προσαγωγή υπόπτου», όταν ο «ύποπτος» δηλ. κανας 20άχρονος φοράει σκουλαρίκια = τον τραβάνε απ’ το σκουλαρίκι με πίκα, έτσι, να πονέσει ο πούστης) και όχι η μεταφορική έννοια τραβιέμαι = ταλαιπωρούμαι, κάνω μακρά οδοιπορικά, έχω μπλεξίματα («τραβηχτικές») κλπ.

Την λέξη σαντικλέρι = φυλαχτό, διακοσμητικό, τιτριμίδι, στολίδι για τα μαλλιά, την απαντά κανείς και σήμερα (κομμάτι περιορισμένα όμως λόγω παλαιότητας) στα παρ’ ημίν εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας.

Άλλωστε, τα επιστήθια -και μη- στολίδια είχαν διάφορα είδη και ονόματα (φυλαχτά, εγκόλπια/γκό[ρ-λ]φια, χαϊμαλιά, κιουστέκια, τρέμολα, σπίλες, σπλίγγες, ξελίτσια, καμπάνες, καράβελα, πρεπενδούλια, κριτσάπια, μποτόνια, αμπράκαμοι, κωνσταντινάτα / κωσταντιά-ντινά, βενετιά, διμισκιά κλπ), αναλόγως προς την εξάρτηση-συνάφεια των τεχνιτών με την Δύση ή την Ανατολή (π.χ. το ισνάφι τους λέγονταν ελ. χρυσικοί ή ιταλ. τζογιελιέρηδες ή τουρκ. κουγιουμτζήδες/κοϊμτσήδες/κοεμτζήδες ή αραβ. τζιοβαερτζήδες). Μύλος...

Έπειτα, ας μην ξενίζει η «έκπτωση» λατρευτικού αντικειμένου σε διακοσμητικούς χαριεντισμούς. Το καθ’ ημάς κομπολόι, ελάχιστα χρησιμοποιείται στα καφενεία ως ροζάριο...

Αν η έκφραση προήλθε κατ’ ευθείαν από την χρήση ως διακοσμητικό της γυναικείας κώμης, τότε για την σημασία της δεν χρειάζεται να πάμε μακριά... (βλ. μαδομούνι, ήρθαμε μαλλί με μαλλί / εξτένσιον με εξτένσιον, γατοκαβγάς κλπ).

Αυτήν την ερμηνεία μπορώ ν’ ανασυνθέσω προς το παρόν, μέχρι να εμφανισθεί κανάς επιστήμων από την Γαλλία, που να τα’ χει πεί πρωτύτερα και να’ ναι πιο προικισμένος...

- Τσιμπάς ζάρι λέμε! Απ’ το σπίτι σου τα 'φερες;
- Εγώ; Να στραβωθώ! Να με πάνε δεμένο στον Άγιο! Μα τη Μπαναΐα όχι!
- Βρε ακούς εκεί που σου λέω; Παίζε καθαρά, για θα τραβηχτούμε σαν τα σιντεγκλέρια!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο κοινός κάβουρας σαρώνει την λυματολάσπη του βυθού, κατασπαράσσοντας κάθε οργανικό καλούδι που βρίσκει στο διάβα του. Συντελεί έτσι στην οικολογική ισορροπία των θαλασσών.

Ο καβουροσλανγκόσαυρος αντίστοιχα επεξεργάζεται την λημματολάσπη, προσφέροντας τα μάλα στο νοικοκύρεμα του σλανγκοσιφονιού μας.

Παραθέτω όχι δύο, αλλά πέντε παραδείγματα μορφών διαχείρισης λημμάτων από μετα-ποιητές καβουροσλανγκόσαυρους:

1. Διαχείριση σλανγκομανάδων

Σλανγκομάνες αποκαλούνται τα εμπνευσμένα λήμματα που επιτρέπουν στους καβουροσλανγκόσαυρους να σολάρουν δημιουργικά, πλημμυροδοτώντας το σλανγκοσιφόνι με μύρια παράγωγα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το λήμμα φραπέ, το οποίο διυλίστηκε μέχρι θανάτου (ποδοφραπέ, φραπεδιάρα, φραπεδιόλα, φτιάχνω φραπέ, φραπενές, φραπενείο, περσόνα νον φράπα, κλπ κλπ ad infinitum).

2. Το ευρύτερο Δημόσιο Πρόχειρο

Ο πεφωτισμένος αυτός θεσμός σλανγκασίστ επιτρέπει στους χρήστες να ταΐζουν τους πεινασμένους καβουροσλανγκόσαυρους με πνευματική τροφή!

3. Επεξεργασία λημματολάσπης

Σε αντίθεση με τον έρωτα και τα αστικά λύματα, η λημματολάσπη είναι αιώνια. Πολλοί ρυπαίνουν ούτως το σλανγκοσιφόνι και ουδείς αναμάρτητος! Και εδώ οι καβουροσλανκόσαυροι ξηγιούνται μερακλαντάν, σαρώνοντας αενάως την λημματολάσπη. Εάν ανακαλύψουν ξεχασμένο διαμάντι, το απαστράπτουν, προσάπτοντας και σχόλια τύπου «γιατί το θάψατε αυτούνο, ωρέ κλεφτόπουλα;»

4. Αντιμετώπιση ρυπογόνων λημμάτων και συμπεριφορών

Με δεδομένο το laissez-faire μοντέλο διοίκησης της Ρουμανικής αρχής , οι καβουροσλανγκόσαυροι αποτελούν την πρώτη γραμμή αμύνης κατά των σπαστήρων, μπαγαποντοδοτών και πανοποντοδοτών που συχνά ρυπαίνουν το σλανγκοσιφόνι με αναερόβιες παθογένειες, βακτήρια και ιώσεις. Μόνο τους όπλο, το κράξιμο.

5. Επεξεργασία δευτερογενών λημμάτων

Εδώ οι καβουροσλανγκόσαυροι αξιοποιούν δημιουργικά τις μη επεξεργασμένες ατάκες συσλανγκιστών που αιωρούνται στο σλανγκοσιφόνι κάνοντας αλλαξολημματιές. Η λημματοποίηση τέτοιων παπαρολογισμών ενισχύει το esprit de corps (βλ. την συλλογική μαλακία που μας δέρνει) του σλανγκοσιφονιού. Πολλά εύσημα σε αυτή την κατηγορία κερδίζουν ο Khan και το Kitty Darling.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βρακί [sic] αυτοκινήτου / εσώρουχο με τρύπα: αποκαλείται το εσώρουχο με τρύπα στο επίμαχο σημείο (βλ.μήδια).

Η σχετική τρύπα προσφέρει εύκολη πρόσβαση χωρίς να χρειαστεί να ξεβρακωθείς εντελώς σε αυτό το τόσο άβολο (αλλά και τόσο ερεθιστικό κατά περίπτωση) χώρο διεξαγωγής σεξουαλικών περιπτύξεων.

Απλά σηκώνεις το μινάκι και γίνεται η δουλειά όπως πρέπει.

Βεβαίως το ίδιο εσώρουχο μπορεί να φορεθεί παντού, στο σπίτι, στο γραφείο, στην εκδρομή και προσφέρει την αβάντα της άμεσης αρπαχτής.

Ας σημειωθεί ότι οι κυρίες καλύτερα να το δοκιμάζουν πρώτα, δεδομένου ότι η τρύπα του βρακιού δεν είναι απαραίτητο ότι θα συμπέσει με την τρύπα του αιδοίου. Αν διαθέτουμε μεγάλο κώλο ή είμαστε ψηλές, μπορεί η τρύπα να βρεθεί στο ηβικό οστό, οπότε τσάμπα τα λεφτά.

(στο κατάστημα εσωρούχων)
- Ρένα μου, ήρθα με κέφια για κάτι καλό, τί μου 'χεις;
- Έλα, ήρθες στον άνθρωπό σου, έχω φέρει κάτι καλά αυτοκινήτου να τον αφήσεις σέκο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για συμπληρωματικό ορισμό καθαρά επαγγελματικής αργκό - το λήμμα έχει εξαντληθεί στους λοιπούς ορισμούς παρακαλώ κοπιάστε.

Κλέφτης (αγγλικά thief / sampling thief): Συσκευή δειγματοληψίας από δεξαμενές αποθήκευσης ή μεταφοράς υγρών καυσίμων και λοιπών πετρελαιοειδών.

Θες να ξέρεις τι έχεις μέσα στη δεξαμενή. Παίρνεις ένα δειγματάκι και το στέλνεις στο εργαστήριο να σου πούνε. Μάστα. Και που λέει ο λόγος θες να δεις τι έχει στον πάαατο της τεράστιας δεξαμενής αποθήκευσης που έχει μέσα εκατονεξακόσους τόνους. Έχει νερά; Έχει λασπουριά; Θα ζήσει ο λέβητας γιατρέ μου; Άρα; Πώς το κάνω; Βάζω τον κλέφτηηη:

[img]http://img.photobucket.com/albums/v59/Mesalina/Image492.gif?t=1284462682[/img]

Νάτος από πάνω ^^^: Ένα μπουκάλι με φελλό δεμένο σε σκοινί (ή αλυσιδάκι προτιμητέο γιατί τα σκοινιά ξεφτίζουν, βλ. παράδειγμα) και μέσα σε περίβλημα με μεγάλο βάρος για να το τραβάει στον πάτο.

Πας στην κορφή της δεξαμενής, ανοίγεις την θυρίδα, πετάς μέσα τον κλέφτη κενό και ταπωμένο, βαριά η θήκη, πιάνει πάτο (ακούς το ντουκ, σταματάει να ξετυλίγεται και το σκοινί). Πιάνεις το σκοινί, το τραβάς λίγο να τεντώσει ίσα ίσα (χωρίς να σηκωθεί όμως το μπουκάλι) και ρίχνεις ένα απότομο τράβηγμα (νταγκ!) οπότε φεύγει ο φελλός από το μπουκάλι. Χωρίς φελλό πια, γεμίζει με ό,τι υπάρχει γύρω γύρω (συγκοινωνούντα δοχεία που λέγαμε στο δημοτικό), το αφήνεις, το αφήνεις, το αφήνεις και μετά το τραβάς προς τα πάνω. Το μπουκάλι σου έχει ό,τι έχει ο πάτος. Το 'κλεψες το δειγματάκι, που πραγματικά αντιπροσωπεύει το προϊόν που είχε στο σημείο που έγινε η δειγματοληψία. Γαμάτο;

Disclaimer: Τα ανωτέρω δεν εξαντλούν τα χρησιμοποιούμενα είδη «κλεφτών» ή τους τρόπους δειγματοληψίας, υπάρχουν εκτενή διεθνή πρότυπα για τη δουλειά αυτή (γιατί τι να την κάνεις την ανάλυση άμα το δείγμα είναι τριμπούρδελο), άμα θέτε παραπάνω λεπτομέρειες ψάξτε να βρείτε την ASTM D4057. Πάλι πάθατε μόρφωση.

Το παρακάτω παράδειγμα βασίζεται σε μια πραγματική ιστορία αλλά μόνο βασίζεται. Μπορεί να γυριστεί και σε ταινία, στείλτε πιμί για δικαιώματα:

(Οδηγός βυτιοφόρου ανοίγει παράθυρο εργαστηρίου, χώνει κεφάλι, μιλάει στον χημικό - μαγκιά)
-Πώς ήτανε ρε παλουκάρι το δειγματάκι; Καλό; Να φορτωσουμέτε; Ή θα μας καθυστερήσεις κι άλλο και θα χάσουμε το δρομολόγιο; Α;
(
«είμαι ο γαμάουα επιστήμων βρε πτωχούλη»)
-Κύριε, δεν ήταν καθαρό, δεν μπορώ να το αποδεσμεύσω...
(πάει η μαγκιά... άγχος) -Ω γαμώτο! Νερά; (τσαντίλα) Και τους είπα τους μαλάκες ρε πούστη μου να κοιτάξουν την εξυδάτωση...
-Όχι κύριε, ήταν εντάξει γενικώς, αλλά είχε δύο τρίχες μέσα.
(απότομο σταμάτημα, γούρλωμα το μάτι, αγρίεμα)
-Τι είχε; Τρίχες; ΤΡΙΧΕΣ; (
έναρξη παραληρήματος) Και το κόβεις για τις τρίχες; Και δηλαδή ρε μάστορας πώς την έχεις δει; Ότι το ντίζελ είναι τριχωτό; Ότι όλη η δεξαμενή είναι τίγκα στην τρίχα σαν το δείγμα; Δεν παίζει δηλαδής ρε Αϊνστάιν να είναι από το σκοινί του κλέφτη που ήντουνε ξεφτισμένο; Φέρ' το μπουκάλι, να στις βγάλω εγώ τις τρίχες! (ελπίδα, γλείψιμο) Έλα, αφού είναι καλό το καύσιμο, πες 'ντάξει ρε φίλο τώρα να φύγουμε...
(
στ' αρχίδια του ο άλλος)
-Α κύριε δεν γνωρίζω, εγώ έχω ευθύνη από την παραλαβή του δείγματος, θα πρέπει να ληφθεί επαναληπτικό δείγμα και βεβαίως...
(*οδηγός γουρλώνει κι άλλο το μάτι, κοκκινίζει, θα πάθει εγκεφαλικό, το μετανιώνει, θα πνίξει αυτόν με την ποδιά, το μετανιώνει, απομακρύνεται βρίζοντας στον αέρα περπατώντας ταυτόχρονα)
-ΡΕ ΔΕ ΓΑΜΙΟΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΟΜΑΔΙΚΩΣ που με ανεβοκατεβάζετε για τις τρίχες γαμώ τις επιστήμες και τα μπουρδέλα σας α να σας γαμήσω όλους, ΦΕΡΤΟΝ ΚΛΕΦΤΗ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ ΝΑ ΞΑΝΑΠΑΡΩ ΔΕΙΓΜΑ, α να σας γαμήσω όλους πάει το καλό το δρομολόγιο για Άγιο Στέφανο, θα έπαιρνα άλλο για Πάτρα μετά, ΜΠΟΥΡΔΕΛΑ Ε ΜΠΟΥΡΔΕΛΑ, τι με κοιτάς κι εσύ ρε αγαμήσου, επαναληπτικό και δεύτερο και τρίτο και σκατά στο σπίτι του μαλάκα με τις τρίχες (***μπλα μπλα περίπου μισή ώρα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σλανγκ γυναικεία του στάιλινγκ και της μοδός. Το λήμμα είναι σκοπίμως γραμμένο με κεφαλαία, γιατί έτσι γράφεται συχνά (βλ. παρ. 1) επειδή δεν είναι απλή έκφραση, αλλά πρόκειται για Ιδέα. Μη χαμογελάς με το βελάκι πάνω από το πρώτο αστέρι, ώρα για τη μόρφωσή σου.

«Μικρό Μαύρο Φόρεμα» (περισσότερες από 99.000 επιστροφές στο γούγλε, όπως είναι με τα εισαγωγικά): Μεταφορά στην Ελληνική του ξενικού όρου «Little Black Dress» (περισσότερες από 2.000.000 επιστροφές στο γούγλε). Καταχώρηση στη Βίκυ, ολόκληρη λίστα βιβλίων, εξειδικευμένα σάιτς, ειδικό αρκτικόλεξο (LBD – χρησιμοποιείται ατόφιο και στα Ελληνικά κείμενα – βλ. παρ. 2), τραγούδια, ειδικά events προς τιμήν του, ετήσιο γκαλά, κάτσε καλά. Το λανσάρισε η Κοκό Σανέλ στα '20ς και δεν ήξερε τί καλό θα έκανε στις επόμενες γενεές γυναικών (βλ. παρ. 3) - το γιατί θα το δείτε παρακάτω.

Πρόκειται για σχετικά απλά ουδέτερα μαύρα φουστανάκια, συχνά με κοντή φούστα αλλά όχι πάντα, διαφορετικά μεταξύ τους (πχ βλέπε τα μήδια - όλα αυτά είναι LBD), αλλά χωρίς υπερβολές στο σχέδιο, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η διαχρονικότητα, η ευελιξία και η πολυμορφικότητα του ρούχου. Η ιδιαιτερότητά του είναι ότι, σε αντίθεση με άλλα γυναικεία ρούχα, μπορεί να φορεθεί τόσο το πρωί σε χαλαρές καταστάσεις (αρκεί μια σπορ μπότα χωρίς τακούνι ή «μπαλαρίνες» για να το βάλεις στο γραφείο), όσο και το βράδυ σε επίσημες (αρκεί π.χ. θανατηφόρα στιλέτο, χρυσά κοσμήματα και μαλλί ψηλά για να βγάλεις και τη δεξίωση και το μπουζούκι άμα λάχει ναούμ').

Παίζει δηλαδή να φοράς το ίδιο φουστανάκι σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις της χρονιάς, αλλάζοντας παπούτσια και σκουλαρίκια και να την σκαπουλάρεις χωρίς πολλά σουφρώματα της μύτης από τις άλλες κυρίες, τ. «πάλι το ίδιο έβαλε» - πρέπει η άλλη να είναι εξαιρετικά παρατηρητική και κακοπροαίρετη και δεμπαναγαμηθεί στην τελική. Γεια σου ρε Κοκό με τα ωραία σου.

Στο νετ βρήκα και παράδειγμα για το πόσο ο όρος μικρό μαύρο φόρεμα έχει εξαπλωθεί, που πλέον χρησιμοποιείται και ως μεταφορά για την κομψότητα και την καταλληλότητα σε όλους τους τομείς: «το ipod είναι το μικρό μαύρο φόρεμα της τεχνολογίας»...

Χε, να το πω κι αυτό, έχει τύχει να δω σε γυναικείο περιοδικό την ατάκα «αυτό το γκρι μικρό μαύρο φόρεμα». Σαν να λέμε ότι αρκεί να είναι ουδέτερο το χρώμα και το συμπεριλαμβάνουμε. Δηλαδή μπορεί να είναι και μπεζ; Και λευκό; Ναι, είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι.

Παράδειγμα 1 (εδώ):
Δώρο InStyle Φεβρουαρίου: Tο Μικρό Μαύρο Φόρεμα. Φοριέται παντού και με άπειρους τρόπους. Μην το χάσετε.

Παράδειγμα 2 (εδώ):
Το βασικότερο κομμάτι της γκαρνταρόμπας μίας γυναίκας, όσα χρόνια και αν περάσουν, όποια μόδα και αν είναι επίκαιρη είναι ένα… Το αιώνιο κλασικό μικρό μαύρο φόρεμα (LBD little black dress). [...] μπορεί λοιπόν να φορεθεί από το πρωί μέχρι το βράδυ, σε κάθε περίσταση και σε κάθε έξοδο!

Παράδειγμα 3 από τη Βίκυ: Η Κοκό Σανέλ [...] ήταν μια από τις διασημότερες σχεδιάστριες μόδας του 20ού αιώνα [...] Ίδρυσε ομώνυμο οίκο μόδας που παραμένει στην επικαιρότητα μέχρι σήμερα. Το 1923 δημιούργησε το άρωμα Σανέλ νούμερο 5 και εφηύρε το μικρό μαύρο φόρεμα.

Παράδειγμα 4 (εδώ): Μεταμόρφωσε το LBD σου! Τα αξεσουάρ κάνουν από μόνα τους την διαφορά, γι΄ αυτό προτίμησε τα για να δώσεις νέο αέρα στο LBD σου κι όχι μόνο!

Παράδειγμα 5 - Βίκυ για την Όντρεϊ Χέπμπορν: Το «μικρό μαύρο φόρεμα» από την ταινία «Breakfast at Tiffany's», σχεδιασμένο από τον Ζιβενσύ, πωλήθηκε σε πλειστηριασμό του Οίκου Christie’s στις 5 Δεκεμβρίου 2006 για £467,200 (περίπου $920,000), περίπου εφτά φορές πάνω από την αρχική του τιμή. Αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμή που έχει ποτέ δοθεί για φόρεμα από ταινία. Τα έσοδα πήγαν σε φιλανθρωπικό ίδρυμα που βοηθά μη προνομιούχα παιδιά στην Ινδία.

Παράδειγμα 6 - φιλενάδες, στα μαγαζιά:
-Ουφ.
-Τι ρε, βαρέθηκες κιόλας;
-...αμάν ρε, τι κιόλας, δεν έχεις αφήσει κρεμάστρα για κρεμάστρα και κοιτάς αυτές τις μαλακίες τις φωσφοριζέ και μετά θα μου το ζαλίζεις «τι να βάλω» και «τι να βάλω», που ψωνίζεις ψωνίζεις και ποτέ δεν έχεις να βάλεις... Πάρε ρε κανα μικρό μαύρο φόρεμα να είσαι σούπερ παντού και μετά τα κοιτάς τα πούπουλα!
-Ναι, καλά, μαλακίες κλασικούμπες, εγώ ρε θέλω άμα μπαίνω μέσα να φεύγουν οι λουλουδούδες απ' την πίστα και να ρχονται στην πόρτα... αυτό το χρυσοπράσινο σ' αρέσει;
-Σα χοντρή χρυσόμυγα θα είσαι, πα να πιω καφέ και έλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το κλασσικό μπακιρένιο, συνήθως κοκκινόχρωμο κανατάκι που σερβίριζαν παλιότερα το κρασί, αλλά κι ακόμα σε διάφορα ντεμέκ ταβερνεία ή ρακοκρασάδικα (πχ. Θησείο, Γκάζι). Το όνομα του, από το ιταλικό quartuccio (=quarto), σημαίνει τέταρτο, ακριβώς γιατί περιέχει 1/4 του κιλού κρασί. Εξού και πολλές φορές λέγεται και καρτούτσο.

- Μάστορα, πιάσε ένα κατρούτσο ακόμη...

(από jimakos, 10/02/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία