Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Δοκίμως το βάρδουλο είναι "δερμάτινη λουρίδα των υποδημάτων πάνω στην οποία ράβεται ή καρφώνεται η σόλα". Σλανγκικώς τα μουνοβάρδουλα είναι το αιδοίο. Συνήθως σε φράσεις όπου κάποιος απειλεί να σχίσει ή να γαμήσει τα μουνοβάρδουλα κάποιας/ου, δηλαδή είτε να γαμήσει κυριολεκτικά με βία και ένταση, είτε, συχνότερα, να γαμήσει μεταφορικά, δηλαδή να χαλάσει/ διαλύσει κάποιον.

  1. Πρωτο μαθημα αρχαια και παμε να τους ξεσκισουμε τα μουνοβαρδουλα. (Εδώ).
  2. εγω θα σου σκισω τα μουνοβαρδουλα. (Απειλή στο Μπου).
  3. Κανονιστε να εχει παθει τιποτα ο ναος θα σας γαμησω τα μουνοβαρδουλα! (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πέραν του παραδοσιακού μάστορα που κατασκευάζει καλντερίμια στα Ορεινά Σέκλανα, υπάρχουν κι άλλες δυο μεγάλες κατηγορίες καλτεριμιτζήδωνε:

Α. Η αρσενική πόρνη

Βλ. καλντεριμιτζού, βεβαίως-βεβαίως.

- ΡΩΤΑΕΙ ΛΟΙΠΟΝ Ο ΦΙΛΟΣ «ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ;» ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΠΑΝΤΟΥΝ «ΜΕΤΑ ΤΙΣ 12μμ ΚΑΝΕΙ ΠΙΑΤΣΑ». ΟΠΟΤΕ ΞΑΝΑΡΩΤΑΕΙ Ο ΦΙΛΟΣ ΚΑΡΔIΤΣΙΩΤΗΣ «ΠΙΑΤΣΑ;ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑΞΙΤΖΗΣ;» ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΠΑΝΤΟΥΝ "ΟΧΙ ΚΑΛΝΤΕΡΙΜΙΤΖΗΣ". (Φωνακλάς, εδώ)

Αρχαιόκαυλος τοιούτος

Β. Φυλή κλεφτρονίων

Σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο, οι καλτεριμιτζήδες είναι συνήθως ομορφόπαιδα με προσεγμένο (πλην μη κραυγαλέο) λουκ και καλούς τρόπους που σουλατσάρει όλη μέρα σέ τράπεζες, κτίρια γραφείων, προθαλάμους ιατρείων κλπ. προσποιούμενος τον πολυάσχολο επαγγελματία. Για ξεκάρφωμα συχνά κρατάει κι ένα χαρτοφύλακα.

- Ο Καλτεριμιτζής ξέρει να περιμένει την ευκαιρία. Και μόλις φανεί ή ευκαιρία αρπάζει ό,τι είναι αφύλαχτο' αλλοτε εναν αναπτήρα, άλλοτε μιά τσάντα πού ακούμπησε μια κυρία πλάι στην θυρίδα κάποιου ταμείου, άλλοτε ένα μπιμπελό, άλλοτε μια τηλεφωνική συσκευή, ή, ενα πακέτο, ή, ενα λαχείο, ή, μιαν επιταγή, ή ένα τρανζίστορ.
(Ηλία Πετρόπουλου, "Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη", Εκδ. Νεφέλη, 1979, σ. 37.)

Eν ώρα εργασίας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μικρός λοστός που χρησιμοποιείται ως εργαλείο διαρρήξεως από τoυς μπουκαδόρους.

- Ό καρακούτσος είναι μιά κοντή καί γερή σιδερόβεργα πού καταλήγει σέ ακρη πεπλατυμένη, έλαφρως κυρτή καί δι­χαλωτή - χρησιμεύει γιά τήν παραβίαση θυρών.
(Ηλία Πετρόπουλου, "Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη", Εκδ. Νεφέλη, 1979, σ. 44.)

Από: "Εγχειρίδιον", οπ. ψιτ.Από: "Εγχειρίδιον", οπ. ψιτ.

- Άλλωστε, ο λαιμός στην κλασσική αργκό λέγονταν τραγουδιστής (το στομάχι ψωμοσάκκουλο ή κουραδομηχανή, τα μάτια γκαβά κλπ) ενώ το αηδόνι ήταν εργαλείο διαρρήξεως όπως σκύλλα, καρακούτσος κλπ που εκτίθενται σε εγκληματολογικά μουσεία.
(Χότζουλας, εδώ)

Βλ. και σκύλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λοστός που χρησιμοποιείται ως εργαλείο διαρρήξεως από τoυς μπουκαδόρους.

(Ηλία Πετρόπουλου, "Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη", Εκδ. Νεφέλη, 1979, σ. 44.)

- Ή σκύλα είναι ενα διαρηκτικό έργαλείο πού μοιάζει μέ περισπωμένη' εχει δυό άκρες αντιθέτως κυρτές ή μία άκρη είναι διχαλωτή.

Από: "Εγχειρίδιον", οπ. ψιτ.Από: "Εγχειρίδιον", οπ. ψιτ.

- Άλλωστε, ο λαιμός στην κλασσική αργκό λέγονταν τραγουδιστής (το στομάχι ψωμοσάκκουλο ή κουραδομηχανή, τα μάτια γκαβά κλπ) ενώ το αηδόνι ήταν εργαλείο διαρρήξεως όπως σκύλλα, καρακούτσος κλπ που εκτίθενται σε εγκληματολογικά μουσεία.
(Χότζουλας, εδώ)

Βλ. και: κατακούτσος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτερος όρος του Τουίτερ -ρήμα αυτή τη φορά- από το αγγλικό mention (= αναφέρω κάποιον). Σημαίνει κάνω αναφορά (μένσιο) σε κάποιον ή σε κάτι.
Όταν ο τουιτεράκιας, ο τουιτεράς, τουιτάρει και δεν μενσιώνει, πάει στο αμένσιοτο (Khan).

Απ' το ... τουίτερ

  1. Σπύρο τόσο καιρό σε μενσιώνω και δε τσιμπάς να σπάσουμε λίγο πλάκα, δλδ μόνο μέσω τούρκογλου έρχεσαι;
  2. Ο άλλος μενσιωνει τον εαυτό του και κάνει ερώτηση. Ξεκολλάτε ανάψτε κλιματιστικό και πέστε για ύπνο να χαλαρώσετε θα γίνετε τζημεροι

  3. Αυτο που βρίζετε εδω μεσα χωρις να μενσιωνετε, δεν σας κανει έξυπνους, αρχιδια σας κανει.

  4. μου προκαλείτε το ενδιαφερον που μου προκαλεί μια κατσαρίδα. Μη βαυκαλίζεστε, δεν θα σας μενσιωνα ποτε

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παραλλαγή τση βιζιτούς (άκα βίζιτας), τση προσφιλούς δηλαδής νίτσας που προσφέρει υπηρεσίες βίζιτας εν είδει ντελίβερι.

- δεν έχει βάλει στη άκρη τίποτα φράγκα η Τζενούλα από την εποχή που ήταν πιπατζού και βιζιτατζού? (δαμαί)

- Το λάϊφ στάϊλ της ψωροκώσταινας αντεπιτίθεται και προωθεί ώς πετυχημένη την κάθε πατσούρα- βιζιτατζού του ελληνικού τηλεμπουρδέλου και ως ισχυρό τον τελευταίο χλιμίτζουρα που πότε με λαμογιά πότε με τσιρίγματα επί της οθόνης, κατάφερε να ζεσταίνει με τον κώλο του ένα από τα βουλευτικά έδρανα. (τσαμαί)

Εκ του γαλατικού visiter και του τουρκογενούς γαμοσλανγκοεπαγγελματικού προσδιορισμού -τζής.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο νέας κοπής του παράγοντας Εδεσσαϊκού, σημαίνει δηλαδή αυτόν που μιλάει ακατανόητα, μπερδεμένα, χωρίς καλή σύνταξη και ειρμό στα λόγια του. Πιθανοί λόγοι: Είναι λιάρδα από ουσίες, και ομιλεί υπό την επήρεια της έκστασης από τη μέθη ή τη ντάγκλα. Δεν γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα και δεν έχει ευχέρεια στη χρήση της (όπως λ.χ. ο Υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος για τον οποίο χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν η έκφραση στο Διαδίκτυο). Έχει εκ φύσεως μια ροπή προς το ντιριντάχτα, την εκφραστική εν γένει των Γάλλων φιλοσόφων, τη δημιουργική ασάφεια, το αποφατικό ζενεσεκουά, εν ολίγοις είναι ο τύπος που καταλήγει την ομιλία του με αατα, ενώ πριν έχει μιλήσει ως παράγοντας Εδεσσαϊκού, δηλαδή είναι κάποιος που εκ χαρακτήρος δυσκολεύεται να είναι σαφής.

Προφ η αναφορά είναι στο Google Translate, το οποίο αποτελεί μια μπανεύκολη λύση για να μεταφράσεις στα γρήγορα ένα ξενόγλωσσο κείμενο ή έστω να καταλάβεις μέσες άκρες τι εννοεί, πλην η μετάφραση γίνεται αυτοματικά και κατά λέξη με αποτέλεσμα να έχει συχνά πολύ κακή σύνταξη και να θυμίζει μάλλον ασυνάρτητους χρησμούς της Πυθίας που χρήζουν κατόπιν ερμηνείας λόγω της ασάφειάς τους. Σχετική αναφορά έχει γίνει και στο λήμμα γουγλομεταφραστής, όπου παραπέμπω για τα περαιτέρω.

Ινσέψιο: Να πω για τον γερμανό μεταφραστή ότι η έκφραση δεν είναι πολύ διαδεδομένη, αλλά νομίζω ότι είναι εκφραστική. Εξάλλου, στο σινάφι των μεταφραστών χρησιμοποιείται το μεταφράζει σαν Google Translate για να καυτηριάσει τον κακό μεταφραστή που μεταφράζει κατά λέξη χωρίς να προσέχει τη σύνταξη, με αποτέλεσμα οι μεταφράσεις του να μην βγάζουν ευρύτερο νόημα.

  1. Ήπια λίγο παραπάνω και τώρα μιλάω σαν την google translate.... (Εδώ).
  2. Ο Τσακαλωτος μιλαει σαν translate from Google. (Εδώ).
  3. Εγώ πάντως, γουστάρω Ευκλείδη με χίλια. Τι κι αν μιλάει σαν…google μετάφραση; Τι κι αν πηγαίνει στις συναντήσεις με τους συναδέλφους του φορώντας τσαλακωμένα σακάκια και πουκάμισα από τη βιοτεχνία «Βασταρούχας και υιοί, Άνω Λιόσια»; Τι κι αν τα παντελόνια του είναι γαριασμένα; Είδαμε και τον άλλο με το ένα νι, που τα έκανε…χωνί. Λες και πήγαινε εκδρομή για σκι στον Παρνασσό. Γελάκια, σακίδια, φιγούρα, παραμύθι και κόκκινες γραμμέςκόκκινες γραμμές μόνο στους… γιακάδες του πουκαμίσου. Τουλάχιστον, ο Ευκλείδης δεν κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του, ούτε βεβαίως δείχνει το… μεσαίο στους Γερμανούς. Λέει τα πράγματα με το όνομά τους και είναι ειλικρινής, ενώ φαίνεται ότι έχει κερδίσει και τη συμπάθεια των Ευρωπαίων. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκτός από το λειτούργημα της παροχής σεξουαλικών υπηρεσιώνε κατ΄οίκον, βίζιτα αποκαλείται και τάνα, ο ζιγκολάκιας).

- Πριν ήταν σκέτη βίζιτα τώρα είναι βίζιτα με διασυνδέσεις. Αυτό σημαίνει ότι είναι καλή στη δουλειά της και π@ύτσα π@ύτσα όλο και ανεβαίνει το κορίτσι. Έτσι κι αλλιώς καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή αρκεί να σου ταιριάζει. (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αναπληρώτρια ταναπού που αντικαθιστά στο ντέλο την τακτική, όταν εκείνη ρεπάρει.

Η λέξη “ρεπατζού” (απο το ρεπό, γαλλικό repos) δηλώνει την πόρνη που δουλεύει εκτάκτως, στο μπορντελάκι τις μέρες της αδιαθεσίας της πόρνης- οικοδέσπινας, ώστε να μη κλείσει το μαγαζί. Η ρεπατζού καλύπτει τον εργάσιμο της χρόνο συνεργαζόμενη με πεντέξι συναδέρφισές της. Φυσικά η ρεπατζού δεν έχει δικό της στέκι. Η λέξη ρεπατζού προέρχεται απο την ειδική φτωχή αργκό των πορνών.
(Ηλίας Πετρόπουλος, “Το Μπουρδέλο” Εκδόσεις Γράμματα, 1980, σελ 89)

- Για τν ακρίβεια μπουρείς να πεις ότι είμαστε καλντεριμτζού, χαμούρα, βιζιτού, τ’ δρόμου, φακλανιαζμέν’, καραπτανάρα, πτανομστουρεμέν’, δηλουμέν’, πρόστυχ’, πτανοθήκα, πομπεμέν’, κούρβα, δημόσια, φτωχοπτανί, ρεπατζού κι τα ρέστα γαζουζούδες. (εδώ)

Χρησιμοποιείται βεβαίως βεβαίως και ευρύτερα με κακεντρεχή διάθεση:

Την πολλή τεστοστερόνη την βαριέται κι ο Stallone

Εναλλακτικά, η αναπληρώτρια γκαρσόνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καμία σχέση με το λάσο του καουμπόη που παραπέμπει εκεί για πολλούς. Το "λάσω" αυτό γράφεται με ωμέγα, είναι σλανγκιά που προέρχεται από τα βάθη του χρόνου και είναι λέξη του μητάτου (μικρό σπιτάκι που χρησιμοποιείται ως κατοικία του βοσκού στα όρη και ως τυροκομειό, στην ακτίνα βοσκής των οζών του) και τση βοσκικής ζωής και ακούγεται στα ορεινά τση Κρήτης. Προέρχεται από το συμφυρμό της προστακτικής "έλα" και του επιρρήματος "έσω" από τα ύστερα μεσαιωνικά βυζαντινά (έλα έσω>ελά'σω>λάσω) και είναι λέξη σχεδόν επιφωνηματικής χρήσης, καθώς με αυτήν οι μητατζήδες φωνιάζανε στα πρόβατα να μπούνε μέσα στη μάντρα μετά τη βοσκή τωνε.

Άλλες φορές ο μητατζής κι ο μαντρατζής είναι διαφορετικά πρόσωπα που έχουν ξεκαθαρισμένες τις ποιμενικές τους εργασίες. Ο ένας ασχολείται αποκλειστικά με το πήξιμο του γάλακτος και όλες τις διεργασίες που μας δίνουν τα γαλακτοκομικά προϊόντα και ο άλλος με την περιποίηση των ζώων, δηλαδή βοσκή, άρμεγμα κούρεμα και σφάξιμο. Πολλές φορές μπορεί να υπάρχει συνεργασία αφού και οι δυο ασχολούνται με την ίδια παραγωγική μονάδα (κοπάδι) ή και με εναλλαγές ρόλων. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως για το τελευταίο αποτελεί η γνώση που χρειάζεται για τις τυροκομικές εργασίες να τις κατέχουν κι οι δυο. Η λέξη σημαίνει "έλα μέσα" και ακούγεται και από τους δυο, αναλόγως ποιος επιτελεί το ρόλο του βοσκού κάθε φορά. Ο φόβος μην υπάρξουν απώλειες σε έμψυχο υλικό και η έγνοια, οδηγεί τους βοσκούς να απευθύνονται άμεσα στα πρόβατα που αυτό δείχνει και τη φροντίδα προς την εργασία τους και τη συνειδητοποίηση ότι από αυτά προέρχεται η δική τους επιβίωση και έτσι τα υπολογίζουν απευθυνόμενοι σε αυτά με προστακτικές της αληθινής γλώσσας κι όχι μόνο με ηχομιμητικά καλέσματα (εκ των οποίων αμφότερα σκοπίμως έχουν στρόγγυλη και απλή άρθρωση συνοδευόμενη με οξεία και κόφτη φωνή και τις αντίστοιχες κινήσεις του σώματος ώστε να επικοινωνηθεί το μήνυμα - εντολή προς τα ζώα). Επίσης αυτό καλύπτει υποτυπωδώς και την ανάγκη τους για επικοινωνία με κάτι έμψυχο, καθώς πολλές φορές περνούν και μήνες ολόκληρους στα βουνά μακριά από τις οικογένειές τους ξεκομμένοι από τους υπόλοιπους ανθρώπους, σε κακοτράχαλος και απρόσιτους δρόμους και τόπους.


- Πρρρρρρρρ!.... Λάσω, λάσω μ'ρέ!
- Ποιος είναι π' αλυχτά σα ν-το σκύλο;
- Ο μπάρμπα Μαθιός και γαέρνει με το κουράδι στη γ-κούρτα (=μάντρα). Εδά να ν-τ'αρμέξει θέλει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία