Επιπλέον ετικέτες

Το ζωντόβολο ή ζωντανό στη δυτική Κρήτη. Γενικά ο βλάκας. Αρχαία λέξη. Λέγεται στις πόλεις από σβούρους και πετσιά.

  1. - Που λερώθηκες ρε;
    - Πήγε ο Μανώλης να πιεί από τη μπύρα μου και μ' έκανε πουτάνα!...
    - Έ, το έχνος!

  2. βλ. στο media 03.57

(από xalikoutis, 11/09/08)

Βλ. και σχετικό λήμμα ζουλάπι, το

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

κούργιαλος / κουργιάλι / κουργιαλιά

Ο ορεσίβιος ή χωρικός που κατεβαίνει στην πόλη με ιμπεριαλιστικές διαθέσεις ως προς γυναίκες, μπάρια κλπ. με τα γνωστά αξεσουάρ (4χ4, μαύρο πουκάμισο κλπ κλπ). Χρησιμοποιούνταν στα Χανιά, τείνει να αντικατασταθεί από το πέτσακας, ο, πετσί, το.

- Δεν πέρασε πανελλήνιες και δουλεύει στου θείου του στο χωριό και το παίζει κούργιαλος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μάλλον από Ρέθυμνο, Ηράκλειο. Ο ορεσίβιος ή χωρικός που κατεβαίνει στην πόλη με ιμπεριαλιστικές διαθέσεις ως προς γυναίκες, μπάρια κλπ. με τα γνωστά αξεσουάρ (4χ4, μαύρο πουκάμισο κλπ κλπ). Τείνει να αντικαταστήσει και στα Χανιά το «κούργιαλος».

πετσί=το δέρμα.

Πού πήγατε; Στο αριστερό μπητσόμπαρο; Εκεί ρε μαζεύονται όλα τα πετσιά, καλοί είσαστε και σεις...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βρισιά στα Χανιά, σημαίνει χαμένος, σε σύγχυση, και γενικά άγαρμπος, βλάκας. Μπαραμπάκος ήταν υπαρκτό πρόσωπο στα Χανιά, γραφικός που όργωνε την πόλη και κάποιοι λένε ότι ζητιάνευε με τη φράση «βοήθεια το μπαραμπάκο».

Ως πιτσιρικάδες τη χρησιμοποιούσαμε πολύ στη μπάλα, π.χ. όταν κάποιος δεν έμπαινε στο νόημα σε έξυπνη πάσα και πήγαινε γι΄άλλα («πού πας ρε μπαραμπάκο!«), ως το διαμετρικά αντίθετο του Σαραβάκου και λόγω φωνητικής συγγένειας). Επίσης: μπαραμπάκουλας.
Μπορεί να είναι και σκληρή βρισιά, καθώς δηλώνει εντοπιότητα.

- Κοίτα ρε τον μαλάκα που πάλι περνάει και δε μιλάει...
- Άστονε μωρέ τον μπαραμπάκο...

Ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σβούροι: πιτσιρικάδες με πειραγμένα μηχανάκια που γυρνάνε γύρω γύρω στην πόλη. Λέγεται στην Κρήτη για τους κάγκουρες κλπ.

Σβούρος στην Κρήτη = ο μπάμπουρας, σβουρίζω= γυρίζω γύρω γύρω και κάνω θόρυβο.

Τι πέτσακες και μαλακίες ρε φίλε... τι μαλακία την κάνανε οι σβούροι που μαζεύονται στην Αγορά / στα Λιοντάρια. Που τους είδες εσύ τους πέτσακες; Άμα ήτανε πέτσακες...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιούνταν αλλά και χρησιμοποιείται ακόμα στην πόλη στα Χανιά - τώρα ακούγεται ως παλιά λέξη, κάπως χωριάτικη/ορεσίβια, γι' αυτό και τη χρησιμοποιούν ίσως οργισμένοι αγροτινέιτζερ, αλλά και σβούροι -(για την ενδιαφέρουσα προέλευση, ιστορία κλπ βλέπε εδώ), για κάποιον α) που μιλάει ξένη γλώσσα την οποία οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν
β) που «τα μασάει» ή φλυαρεί και χρησιμοποεί και εξεζητημένες λέξεις. Όπως συμβαίνει με τις τοπικές βρισιές, μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο πειρακτικά αλλά και ως προκαταρκτικό σε σοβαρό τσαμπουκά.

light συνώνυμο=αμπλαούμπλης

  1. Ίντα μωρέ χαλικουτίζεις με τσι τουρίστριες μισή ώρα!

  2. - Σου είπα ότι θα πάρεις τα χρήματά σου όταν γίνει η εκκαθάριση και καθοριστεί η ψηλή κυριότητα (μπλα μπλα...)
    (απευθυνόμενος σε τρίτο) - 'Ιντα μωρέ χαλικούτης είν' ετούτος με τσι κυριότητες και μαλακίες ντούμπανα... (απευθυνόμενος στον πρώτο). Μου χρωστείς μωρέ ή δε μου χρωστείς λεφτά; Κερατά ε κερατά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που δεν ακολουθά τη λογική και, ορμώμενος απο το συναίσθημα καταφεύγει σε καιρούς σκλαβιάς σε ηρωικές πράξεις. Εξ ου και το κομμάτι του τραγουδιού που τραγουδήθηκε από τον Μουντάκη και άλλους: «Φρόνιμοι κι νοικοκυροί δε ζουν στον Ψηλορείτη, γιατί οι Κουζουλοί εκάμανε ελεύθερη την Κρήτη»

- Αν δεν είσαι κουζουλός και δεν βράζει το αίμα σου, δεν μπορείς να προσφέρεις υπηρεσίες στην πατρίδα, όταν η στυγνή λογική των αναλογιών σου απαγορεύει οποιαδήποτε δράση.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η σεξουαλικά ακόρεστη γυναίκα, η τσούλα, η πόρνη.

Λέξη της κρητικής ιδιολέκτου -σε μικρή χρήση σήμερα- προερχόμενη από τη λέξη καμπανός (παλαιός τύπος φορητής ζυγαριάς, αποτελούμενης από μία μακρυά μεταλική ράβδο, δύο γάντζους -έναν για να κρεμιέται από ένα σταθερό σημείο και έναν για να κρεμιέται το προς ζύγιση αντικείμενο- και ένα αντίβαρο) + ψωλή. Κατά κυριολεξία σημαίνει την γυναίκα που συνεχώς και αδιαλείπτως ασχολείται με ποικιλία ανδρικών μορίων, τα ζυγίζει, τα αγοράζει και έχει εν γένει ενδιατρίψει επαγγελματικά στο αντικείμενο.

- Καλή κοπελιά η Χ;
- Ναι, ήντα να σου πω, καλή ψωλοκαμπανίστρα είναι και του λόγου τζη!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποτελεί must (για να γίνει απολύτως κατανοητός ο χαρακτηρισμός Χανιόλα) να ακουστεί ενδελεχώς αυτό το ιδιαίτερα εύστοχο τραγούδι: Χανιόλες ΟΨ, που διακρίνεται για την ενάργεια, την ακρίβεια και τη γλαφυρότητά του ως προς την περιγραφή του λήμματος!

- Άκουσες το τραγούδι των Ο.Ψ. για τις Χανιόλες;
- Έλα μωρέ υπερβάλλει! Δεν ετοιμαζόμαστε για να βγούμε στο My Cafe 10 ώρες, μόνο εννιά!

(από Galadriel, 07/03/09)θα έχουμε και ρακή! (από MXΣ, 29/05/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τύπος του κάγκουρα -βλέπε λήμμα- που παρεπιδημεί στην Κρήτη. Χαρακτηριστικά:οδηγεί μηχανάκι, συνήθως παπί βελτιωμένο (κωλοφτιαγμένο) χωρίς εξάτμιση -ή με πυροσωλήνα-, χωρίς καθρέφτες και κράνος. Έχει λάστιχα πολύ μικρά στον πίσω τροχό για να τρέχει πιο γρήγορα, νικελωμένο πλαίσιο και δισκόφρενα μπρος-πίσω. Έχει προσβλητική / υποτιμητική σημασία, ιδίως στη φράση «φύγετ' από δω κωλόσβουροι!»
Ηλικία: από 12 έως 20 max

Στάση οδήγησης: σε παπί, με το δεξί μόνο, το αριστερό χέρι παράλληλα, κολλημένο στο σώμα.

Τρόπος οδήγησης: πάντα μαζί με άλλα τρία τέσσερα μηχανάκια, κάνουν σφήνες, σούζες, κόντρες μεταξύ τους και με οτιδήποτε άλλο όχημα είναι εκείνη τη στιγμή στο δρόμο, δεν σταματούν για κανέναν λόγο (πχ. πεζός, γέρος κλπ), προσπερνούν από δεξιά, «γράφουν» στην άσφαλτο με φρεναρίσματα.

Σκοπός ύπαρξης: κανένας συγκεκριμένος, να κάνουν φασαρία με γκαζιές και εξατμίσεις, κατά προτίμηση βραδινές ώρες και μέσα σε στενούς δρόμους, και να ενοχλήσουν τους μεγαλύτερους.
Είναι εύθικτοι στις παρατηρήσεις και βάζουν καυγά αν είναι σε αναλογία 5 σβούροι προς 1 και πάνω.

υποκοριστικό: σβουράκι, το, σβουράκια, τα
συνώνυμο: κωλόσβουρος
η κοπέλα τους, που κάθεται πολλές φορές πίσω στη σέλλα: σβουρογκόμενα

- Σε αυτό το μαγαζί δε λέει να κάτσει κανείς έξω γιατί περνάνε συνέχεια κωλόσβουροι και κάνουν φασαρία!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία