Επιπλέον ετικέτες

Χαρακτηρισμός για στρατιωτική μονάδα όπου το πήξιμο πάει σύννεφο, όπου σε πάει πίπα κώλο εμπλοκή.

Κλασσικός όρος για τον χαρακτηρισμό παραμεθόριων μονάδων καθώς και πλοίων του Π.Ν. όπου «βλέπεις την άδεια με το μακαρόνι».

Βλέπε και σχετικά λήμματα: βλέπω την βάλε πόλη προέλευσης εδώ με το μακαρόνι
αγγαρειομάχος.

Μετά τη βασική εκπαίδευση πήρα μετάθεση για ένα πλοίο σκέτη μαυρίλα! Φοβερό πήξιμο, συνέχεια ταξίδια και να βλέπεις την άδεια με το μακαρόνι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σαπρότητα, ηθική σήψη, διαφθορά, Σόδομα και Γόμορρα! Κατά τη γνώμη μου την ταπεινή, εδραιώθηκε κυρίως με την αυτή την έννοια (παρ' ότι η κυριολεκτική της εν μέρει, ωστόσο δε χρησιμοποιούνταν σε μεγάλη έκταση ως slang) από τη γριά-Μαρκάταινα και πλέον χρησιμοποιείται για να περιγράψει οποιουδήποτε είδους ηθική κατάπτωση, κυρίως σε ότι έχει να κάνει με βρώμικο σεξ και πρόστυχες συζητήσεις γύρω από αυτό και γενικά με ότι θα έκανε τον γέροντα- Παΐσιο να πάει από ανακοπή καρδιάς ή τριπλό εγκεφαλικό.

Πρέπει να τονιστεί ότι υπό αυτή την έννοια η λέξη «σαπίλα» δεν χρησιμοποιείται με προσβλητική διάθεση, αλλά αντίθετα ως κομπλιμέντο μιας κατάστασης εξεχόντως kinky ή ενίοτε καλτ.

Υ.Γ. Αφιερωμένο στο Βράσταμαν που το ζήτησε και στη φανταστική, πλην τεραστίων αντοχών, Γκαλάντριελ :D

1) Galadriel:

Μάφι μη βαράς, σιγά τι γράψαμε δηλαδής, κοινωνικό έργο επιτελέσαμε. Και τέλος πάντων κάπως πρέπει να εξιλεωθείς που ανέβασες στα σχολιασμένα το βρώμικο παρελθόν μου, σε καταδικάζω σε ποινή τρίωρων προκαταρκτικών. Φρουροί! Πάρτετην!

mafie:
Χαχαχαχα σαπίλα :Ρ (εδώ)

2) Πως εξηγείτε το γεγονός οτι ολόκληρος ο ελληνικός κινηματογράφος είναι μία ατέλειωτη καψουροκλάψα, μία αντιαισθητική απεικόνιση παρακμής και σαπίλας;
Λες και προσπαθούν οι σεναριογράφοι, σκηνογράφοι, σκηνοθέτες να βγεί όσο πιο ανώμαλη, κακάσχημη, αντιαισθητική, κλαψιάρα, με καλτ διαλόγους, η ταινία.
Τι νομίζουν οτι κάνουν οι ''καλλιτέχναι'' μας; Γροθιά στο στομάχι κι έτσι;
Κλάψα, μίρλα, αυτομαστίγωση, κακομοιριά, ανωμαλία, καλτίλα, λοβοτομή, ασχήμια, υπερβολή. Αυτό είναι ο ελληνικός κινηματογράφος. (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

A. Εννοείται πως, πρώτ' απ' όλα, σκατίλα είναι η μυρουδιά του σκατού, η οποία, μια πουτάνα φέραμε, είναι λογιών λογιών:

α. σκατίλα η Παιδική. Τα καθαρά σκατά, τα αμόλυντα από ουσίες και κακή διατροφή. Κατά την ταπεινή μου, είναι τα πιο βρωμερά, ακριβώς γιατί αναδίνουν αυτή την παρθενίλα (περί ης ετοιμάζεται λήμμα, όσον ούπω). Προσώπικλυ, αυτή η παρθενέ σκατίλα με απωθεί πολύ περισσότερο από αυτήν του ενηλίκου που δεν εμπεριέχει ούτε ένα ψήγμα αθωότητας και καθαρότητας πια. Τώρα γιατί να είναι περισσότερο απωθητική μια «καθαρή» ανθρώπινη μπόχα από μια σιτεμένη, είναι ένα θέμα. Μάλλον επειδή η πρώτη μας φέρνει πίσω στον χρόνο κατά τον οποίον η καθαρότητά μας (σχετικό κι αυτό, τεσπα) ήταν έκδηλη (δεν κρύβεται ένα παιδί, τουλάστιχον όχι όσο ένας ενήλικας, ή τεσπα όχι συνειδητά) και πάντως προσωρινή: θα ερχόντουσαν θύελλες την επαύριο να μας σαρώσουν, κι αυτό δεν το ξέραμε τότε, και το γεγονός ότι τώρα ξέρουμε ότι δεν το ξέραμε αυτό που ξέρουμε, μας φέρνει θλίψη, και η μυρουδιά γίνεται δυσβάσταχτη, λέω εγώ.

β. σκατίλα η Ενήλικη: Η λεπτή και εξασκημένη μύτη μπορεί να διακρίνει όσα και ο μικροβιολόγος στο εργαστήριό του: τι έφαγε, τι κάπνισε, τι ήπιε, αν έχει πάρει φάρμακα ο χέσας, πόσων ετών (σε ποια δεκαετία της ζωής του) είναι.

γ. σκατίλα η Γεροντική: μυρίζει πάνω απ' όλα φαρμακείο. Από τις πιο μπάσταρδες μυρωδιές έβερ. Έχει κάτι προς την παιδική σκατίλα, καθότι ο ηλικιωμένος έχει κόψει τα πολλά-πολλά (τσιγάρα, ξίδια, μπαχαρικά, γλυκά και ταλιμπάν) και τρώει ελαφρά και νοσοκομειακά συχνάκις, πλην αλλ' όμως είναι τίγκα στα φάρμακα και στις βιταμίνες. Όλ' αυτά, μαζί με το γήρας του εντέρου, δίνουν μια περίπλοκη μυρωδιά, η οποία αντιστοιχεί στην όποια ωριμότητα του εν λόγω ατόμου (πες μου πώς μυρίζεις να σου πω ποιος είσαι).

Η γεροντική σκατίλα φέρνει την κατάθλιψη στον μυρίζοντα, γιατί σημαίνει το τέλος της ανεμελιάς του, καθότι ο γέρος του οδεύει προς την οδό που δεν θέλει να διαβεί κανείς.

δ. σκατίλα η Κοινή, άλλως η τουαλετίλα των δημόσιων χώρων, που συνοδεύεται από ένα χμου χλωρίνης και, τον παλιό καλό καιρό (τότε που γαμιόσαντενε οι καπνισταί στας τουαλέτας και αφήνανε το τσιγάρο να καίει στο καζανάκι), τσιγαρίλας.

Ό,τι περιγράψαμε εδώ για την σκατίλα, ισχύει και για την κατρουλίλα, και την ιδρωτίλα.

===========

B. Σκατίλα όμως σημαίνει και άλλο πράμα, για το οποίο δεν έχω τόσο πολλά να πώ όσο για τα παραπάνω, δίνει όμως πολύ περισσότερα παραδείγματα ο γούγλης (βλ. παρ. 2-6) κι έτσι εξισορροπείται το πράμα:

α. κακή διάθεση, μαυρίλα, νταούνιασμα.

β. η σκατοκατάσταση γενικά. Όταν δηλαδή η φάση / η πχιόττα / επίπεδο είναι σκατά

γ. το αδιέξοδο, ο βούρκος, το τέλμα, όταν έχεις πέσει μες τα σκατά.

γ. η σφηκοφωλιά, η κλίκα που βρωμάει και ζέχνει λαμογιά.

  1. Πρόκειται για ένα παλιό κτήριο (όχι νεοκλασικό φυσικά) και παίζει να έχουν περάσει εκατοντάδες φοιτητές σε κάθε δωμάτιο. Οι κοινές κουζίνες και μπάνια είναι αρκετά βρώμικα και ξεχαρβαλωμένα. Σίγουρα δεν πιάνει την αστρονομική σκατίλα των κοινόχρηστων τουαλετών στον Ελληνικό στρατό, μιας που εδώ οι τουαλέτες καθαρίζονται από το προσωπικό. Όμως, πάντα και παντού μέσα σε τέτοια κτήρια, υπάρχουν τα γουρούνια που δεν έμαθαν ποτέ να σέβονται τον άλλον.

  2. Νιώθω ότι αν είχα κάποιον άλλο μαζί μου, αυτό το βάρος της σκατίλας θα είχε διασκορπιστεί πολύ καλύτερα.

  3. Θα ξεκινήσω με μια μικρή αναδρομή στα τέλη των 90's και στις αρχές του μιλένιουμ...Συναντάμε μια μουσική βιομηχανία βουτηγμένη στη σκατίλα των γαμημένων δισκογραφικών,όπου αν δεν έστηνες κωλαράκι ή αν δεν υπέκυπτες στις ομοφυλοφιλικές τάσεις μάνατζερέων και παραγωγών δεν έβλεπες καριέρα ούτε από την κλειδαρότρυπα του Μάκη..

  4. Λίγο τα κοψίματα εισητηρίων, λίγο η ριζούπολη, λίγο η κόντρα των συνδέσμων, λίγο το παγωμένο και αντιοπαδικό ΟΑΚΑ, λίγο (πολύ μάλλον) η μόνιμη σκατίλα στην οποία βρισκόμαστε αγωνιστικά την τελευταία δεκαετία ( με ελάχιστες εξαιρέσεις) μας έχουν οδηγήσει σ αυτα τα λόγια και τα αισθήματα.

  5. ...με απογοήτευσε κάπως ο νόμος. Αντιλαμβάνομαι ότι μελετήθηκε με σκοπό τη δικαιότερη αντιμετώπιση των χρηστών, την αποσυμφόρηση των φυλακών και την πραγματική δίωξη των μεγαλεμπόρων του αληθινού θανάτου, των χαπιών, της πρέζας κι όλης αυτής της σκατίλας, που άμα πέσεις μέσα, είναι μεγάλο ζόρι να βγεις

  6. Δημόσια ξε-δημόσια όμως, η ΕΡΤ είναι εταιρεία που προσπαθεί να «πιάσει» λίγο στην σκατίλα και τα ιδωτικά κανάλια...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη που τη λέμε για να περιγράψουμε ότι κάτι είναι άνετο.

Φίλε το χόστελ ήταν και γαμώ... Και όχι και πολλά λεφτά δηλαδή... Και ανετίλα φάση... Με τους καναπέδες του, με τα έτσι του, καθαρό... Κομπλέ.

(Τα παραδείγματα είναι σε τελείως προφορικό λόγο...)

Σχετικά: άνετα, ανετιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φάση όπου κάποιος «δεν νιώθει», δηλαδή δεν παίρνει από λόγια ή κάνει / λέει μαλακίες.

- Ρε τι είναι αυτό που κρέμεται απ΄το αμάξι της γκόμενας;
- Ωχ! Ρε το ζώον έφυγε και ξήλωσε μαζί της την μάνικα απ' το βενζινάδικο!
- Ανιωθίλα τελείως!

(από HardcoreGR, 16/05/11)(από patsis, 18/03/12)

Βλ. και άνοιωστος, άνιωθος, νιώθω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ακαταμάχητη επιθυμία για οποιοδήποτε έδεσμα, συνήθως τζανκίλα. Ο όρος μαντσίλα περιγράφει την κατάσταση κατά την οποία έχει περιέλθει ένας άνθρωπος όπου το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα ικανοποιήσει την επιθυμία του να καταναλώσει οποιοδήποτε γλυκό ή αλμυρό, εργοστασιακό ή σπιτικό. Ανήκει στην σλανγκ των χασικλήδων και περιγράφει το γουργούρισμα της κοιλιακής χώρας μετά από κατανάλωση επεξεργασμένης ή/και όχι κάνναβης. Οι χασικλήδες και οι παρέες τους το χρησιμοποιούν καταχρηστικά και απουσία κάνναβης.

Είναι μεταφορά από την αγγλική σλανγκ: munchies (βλ. εδώ στο urbandictionary )

Σημείωση: Η σπιτική μαντσίλα είναι ελληνικό μόνον φαινόμενο, αφού μόνο στης Ελληνίδας μάνας τον φούρνο βρίσκεις πάντοτε κάτι τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο.

- Πο πο μαλάκα, έχω κάτι μαντσίλες... έχεις τίποτα να τσιμπήσουμε;
- Μπα το γαλακτομπούρεκο το έσκισα όλο χτες. - Ε πάμε μέχρι το περίπτερο. - Άραξε λίγο και πάμε σε κανα 10'.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ουρδίλα είναι τα προσπερματικά υγρά, κάπου εκεί λίγο πριν αφήσεις τους απογόνους, ανάλογα με την περίσταση, στο στόμα της, στην πλάτη της, στο τρίχωμα του σκύλου σου ή οπουδήποτε σού κάνει κέφι.

Είναι προφανές ότι η ουρδίλα με τα χύσια αποτελούν ενιαία πράξη (κατά τα διδάγματα του ποινικού δικαίου), μη δυνάμενων να αποτελέσουν ξεχωριστή οντότητα.

Μεταφορικά, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τόσο το πρόωρο όσο και το πρώιμο.

1)- Τί έγινε ψηλέμου, γιατί σε βλέπω τόσο αγχωμένο σήμερα;
- Τί να σε λέω κολλητέ μου, πήδηξα το Τζενάκι χθες στεγνά μόνο με σάλιο και νομίζω ότι μου έφυγε λίγη ουρδίλα μέσα...

2) Πού πάω ο πούστης αξημέρωτα με την ουρδίλα για δουλειά... Πιο καλυτερότερα θα ήταν να με ταΐζει η μαμά μέχρι τα πενήντα μου και βλέπουμε...

Σύγκρινε με ούρδα, ουρδεσάνς

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γιατί γουστάρουμε τα ’80′s, λατερμένε (από το λατέρνα, διότι μια δόση λατερνατζή την έχουμε, αμέ;) αναγνωσταράκη μου;

Διότι τα έιτις αντιπροσωπεύουν μια ολόκληρη γενιά. Προσωπικά μεγάλωσα στην εϊτίλα.

Τα ’80′s έχουν μια δική τους φόρμα. Τα μακριά μαλλιά, που όμως είναι κοντοκουρεμένα μπροστά, τα σηκωμένα και διπλωμένα μανίκια στο σακάκι, το ουίσκι με πάγο και κοκα-κόλα (ζήτω ο εμφιαλωμένος ιμπεριαλισμός!). Οι καλτ ταινίες σε VHS, Κώστας Τσάκωνας, Βουτσάς, ο Στάθης Ψάλτης και η Καίτη Φίνου. Κρατική τηλεόραση μόνο και τηλέφωνο είκοσι χρόνια μετά την αίτηση. Μαγκάιβερ και αμερικάνικη προπαγάνδα, Ρόκι Μπαλμπόα και αμερικάνικη προπαγάνδα, Ράμπο και αμερικάνικη προπαγάνδα, στις ταινίες οι Ρώσοι, οι Κινέζοι, οι Κουβανοί, οι Βιετναμέζοι, οι Βορειοκορεάτες, οι Ανατολικογερμανοί και άλλοι τυχαία επιλεγμένοι λαοί ήταν οι κακοί.

Παπούτσια Ζίτα, Strike (φοράει Στράικ και καρφώνει), ιστορικές διαφημίσεις. Χάρυ Κλυν σε κασέτα, Παπακωνσταντίνου στα φόρτε του, Νταλάρας με μαλλιά, έξω η ΕΟΚ-έξω το ΝΑΤΟ.

Στα τρία κόρνερ πέναλτι, οι σπόντες δεν μετράνε, μπακότερμα(ν), Στρουμφάκια, Μαμούθ Κόμιξ, Κάντι-Κάντι, Χάιντι, Νιλς Χόλγκερσον, Άμπρα-Κατάμπρα, αλάνες με χώματα, ματωμένα γόνατα, του Κουτιού τα Παραμύθια, Σάγκμα, Οδύσσεια του Διαστήματος και Νονό…

Ανδρέας Παπανδρέου, Κουτσόγιωργας, Κοσκωτάς, σκάνδαλα, Μιμή, Τόμπρας, κάθαρση, οικουμενική.

Το τείχος υπήρχε, το Πολυτεχνείο ήταν ζωντανό, η Πρωτομαγιά ήταν πραγματικά ταξική γιορτή. Στους Αμερικανούς έσκασε το Τσάλεντζερ και στους Σοβιετικούς έσκασε το Τσέρνομπιλ. Γιαννάκης, Γκάλης, Φάνης Χριστοδούλου-μπέμπης και Αργύρης Καμπούρης-οικοδόμος και Εθνική Ελλάδος να παίρνει το κύπελλο κόντρα στην ΕΣΣΔ!

Ντίσκο, lead organs σε 16-bit, συνθεσάιζερ και drum machines. Apple Macintosh, Amiga, Amstrad, μονόχρωμες οθόνες και γραμμές εντολών.

Στο τέλος το τείχος το ρίξανε και τέλειωσαν και τα έιτις, ήρθε η Τέκνο και τα κλαμπ, οι Πάουερ Ρέιντζερ, η ιδιωτική τηλεόραση κι ο εκσυγχρονισμός.


Κοπιπέιστ από εδώ.

- Πάμε το Σάββατο στον Σεφερλή;
- Σε ποιοοοοόν; Ο τύπος ειναι στην καλύτερη περίπτωση ο Στάθης Ψάλτης του 2010. Εϊτίλα με 30 χρόνια καθυστέρηση...

βλ. και ογδόνταζ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αηδιαστική μυρωδιά που σε χτυπάει στην μούρη και κάνει τα μάτια σου να τσούζουν με το που μπαίνεις σε ένα κλειστό δωμάτιο. Μυρίζεται συνήθως σε δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων αλλά και φοιτητών.

Στα ξενοδοχεία είναι προϊόν πλημμελούς καθαριότητας και στα δωμάτια φοιτητών επίσης λόγω παρατεταμένης κλεισούρας. Στα ξενοδοχεία και αλλού επικαλύπτεται με αποσμητικό σπρέι και στα φοιτητο-δωμάτια ενίοτε με μπάφους.

Κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει με σιγουριά τις διάφορες μυρωδιές που εμπεριέχονται αλλά σίγουρα περιλαμβανουν: αρχιδίλα, κωλίλα, μουνίλα, κλανίλα, αυνανίλα, πουτσίλα, μπεκρίλα και άλλες σωματικές οσμές του προηγούμενου ένοικου. Ενίοτε δε ο προηγούμενος αφήνει την σκιά του σαν τον εσταυρωμένο στο σεντόνι...

Σημείωση συντάκτη: ό,τι κάνετε εσείς σε ένα κρεβάτι ξενοδοχείου, το έχουν κάνει πολλοί άλλοι πριν από σας! (πολλές φορές στα ίδια σεντόνια!)

Urban legend: όχι, οι τρίχες στα ρουθούνια δεν καψαλίζονται από την δωματίλα. Από μπάφους, ίσως.

Λήμμα αφιερωμένο στην ironick.

- Πωπω, ρε μωρό! Βρωμάει δωματίλα εδω μέσα! Ποιός μπίχλας λες να 'μενε εδώ πριν απο μάς; - Και τι περίμενες ρε ΜΧΣ, με 40 γιούρο στο Ναύπλιο, σουίτα; Άσε που μυρίζει σαν το σπίτι σου... Σκάσε ένα μπάφο, κι όλα καλά!
- Κι αυτό σωστό!

(αληθινή ιστορία)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν κάτι πηγαίνει στραβά ή όταν γίνεται μια μαλακία τέλος πάντων.

  1. - Έχασα το κινητό μου προχτές... - Κωλίλα ρε φίλε...

  2. Παίχτηκε κωλίλα το πρωί... έχασα το αεροπλάνο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία