Βήτα συστατικό της καθομιλουμένης και της αργκό, που σχηματίζει ουσιαστικά θηλυκού γένους.

Η κυριότερη σημασία που προκύπτει είναι η «μπόχα», η «(δυσάρεστη) μυρωδιά» που αναδίνει το πρώτο συστατικό, είτε στην κυριολεξία της (αρχιδίλα, μουνίλα) είτε και μεταφορικά (πιχί κορεκτίλα). Συνηθισμένη χρήση στην καθομιλουμένη είναι και η «απόχρωση» με βάση το πρώτο συστατικό (κοκκινίλα, κιτρινίλα), που και πάλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά (μαυρίλα για την «κακή διάθεση»). Οι μεταφορικές χρήσεις είναι τόσο συχνές, που ο Τριαντά πολύ σωστά απομονώνει ως κύρια σημασία και τη «δυσάρεστη κατάσταση» (στην αργκό πιχί τσατίλα, ψοφιμίλα), που εμένα τουλάχιστον μου φαίνεται να προέρχεται από τη σημασία της μπόχας.

Μ' αυτήν την έννοια η σημασία είναι κατά κανόνα μειωτική, καθώς οι συνδηλώσεις είναι συχνότατα μπόχας και βρομιάς, παρά απόχρωσης. Στο βαθμό δε που η βρομιά στην αργκό απενοχοποιείται*, μπορούμε φυσικά να μιλάμε και για θετικές χρήσεις (καφρίλα, σαπίλα), αυθεντικά αργκοτικές.

Άλλες χρήσεις, σε συνδυασμό ή και όχι με τα προηγούμενα, είναι η επίταση (αφαγία -> αφαγανίλα, τζάμπα -> τσαμπίλα, χέσιμο -> χεσίλα, δες και παράδειγμα 3), η περιληπτική (δες πιχί τη ρατσιστίλα εδώ), και είτε ο εξελληνισμός ξένων δανείων (εϊτίλα, τουματσίλα, χαρντκορίλα, δες και παράδειγμα 2) είτε γενικότερα η ουσιαστικοποίηση κατά τ' άλλα δυσουσιαστικοποίητων(!) άλφα συστατικών (θεΐλα, δες και παράδειγμα 5) –παράβαλε και την αντίστοιχη χρήση του -ιά (καμενίλα και καμενιά).

Παράγωγο: -ίλας, για πρόσωπο που χαρακτηρίζεται απο την αντίστοιχη -ίλα (κορεκτίλα -> κορεκτίλας, δες και παράδειγμα 6, όπου το βρομίλας, με έλξη βέβαια απο το βρομύλος, εδώ ωστόσο προέρχεται απο τη βρομίλα).

Λίγες πίπες για τα συστατικά στην αργκό

Με το -ίλα συμβαίνει αυτό που συμβαίνει κατακόρον με επιθήματα και άλλα συστατικά της αργκοτικής: τα ονόματα που σχηματίζονται είναι πολύ συχνά προσωρινά, χωρίς αξιώσεις παγίωσης στη γλώσσα, προορισμένα να υποστηρίξουν μόνο και μόνο τη διατύπωση της στιγμής.

Το φαινόμενο παρατηρείται ήδη στην καθομιλουμένη –βλέπε τη χρήση του ξε- στη σημασία IV του ορισμού εδώ– και στην αργκό ίσως περισσότερο· χαρακτηριστική η περίπτωση του ψιλο-, το οποίο είναι τόσο ισχυρό συστατικό ώστε να έχει αυτονομηθεί ως επιρρηματικό.

Θα το έθετα λοιπόν ως εξής: στην αργκό υπάρχει αυξημένη τάση, μορφολογικά συστατικά να αυτονομούνται συντακτικά. Την αυτονομία αυτή την καταλαβαίνει κανείς αν αναλογιστεί το μάταιο στο να λημματογραφηθεί σε ένα λεξικό κάθε (καταγραμμένη) χρήση τέτοιου συστατικού –το λεξικό του Τριανταφυλλίδη θα έπρεπε τότε να έχει περίπου άλλο μισό λημματολόγιο μόνο και μόνο λόγω του ξε-...

(Το θέμα σηκώνει παραπάνω και συστηματική κουβέντα, ντάξει. Σταϋπόψη...)


* Για την αλλαγή προσήμου της βρομιάς στην αργκό, λέω κάτι χαζά εδώ στα σχόλια.

  1. Παραδείγματα που ήδη υπάρχουν στο σάιτ: ανετίλα, ανιωθίλα, αντρίλα, ανωτερίλα, αριστερίλα, αρχιδίλα, αυνανίλα, αφαγανίλα, βαλκανίλα, βαρβατίλα, βουτυρίλα, διχρονίλα, δωματίλα, εϊτίλα, επικίλα, καινουργίλα, καμενίλα, κατρουλίλα, κλανίλα, κομμουνίλα, κορεκτίλα, κορίλα / χαρντκορίλα, κωλίλα, μαντσίλα, μαυρίλα, μεϊνστριμίλα, μεταχειρίλα, μουνίλα, μπακαλιαρίλα, μπεκρίλα, μπουρντίλα, μπριζολίλα, ξεραΐλα, ουρδίλα, παπαρίλα, πατίλα, περιπτερίλα, πιουρίλα, πουτσίλα, προποτζίλα, σαπίλα, σατανίλα, σκατίλα, σκοτεινίλα, σπαρίλα, τουματσίλα, τραγίλα, τρενιχίλα, χεσίλα, χορτασίλα, ψαρίλα, ψοφιμίλα

  2. Όπλα, επιχειρηματίες που διαπρέπουν στον “αθλητικό χώρο”, συνδεση με την αστυνομία, παράνομες ελληνοποιήσεις, πλαστογραφίες με παρανόμως κτηθείσες αστυνομικές σφραγίδες, ματσίλα και εμφανής σεξουαλική στέρηση: η διάσπαση του πυρήνα της Χρυσής Αυγής στην Κεφαλονιά μάς ανοίγει μια τρύπα για να θαυμάσουμε το στερέωμα του φασιστικού υπονόμου. (από εδώ)

  3. Βαρειά κουβέντα; Για να φανταστείς πόση ανοητίλα τους δέρνει σου λέω το εξής απλό: Εφήυραν και επέβαλλαν την λέξη ανταγωνισμός Αν το καλοεξετάτάσεις θα δείς ότι είπαν πως το μηδέν είναι το άπαν. Πως την πατήσαμε εμείς; Μα οι περισσότεροι θεωρώντας ότι ο καθένας κάνει την δουλειά του σκύβαμε το κεφάλι και δουλεύαμε. Αυτοί το λοιπόν εύρισκαν ευκαιρία και μας ….. Τώρα που άνοιξε ο μάτης να τους δώ τους ξυπνοπουλάκηδους. (εδώ)

  4. — Είχα πάει που λες στην Όταβα, την ομοσπονδιακή πρωτεύουσα του Καναδά.
    — Τι μου λες!
    — Ναι παιδί μου, λούσα, ωραία πόλις, περιποιημένη. Πολλή αγγλίλα όμως βρε παιδί μου. Απαπα! Λες και ήμουν στο Λίντς ή στο Μάντσεστερ ή στο Μπέλφαστ.
    (εδώ)

  5. By the way λόγω τη φύσης του επεισοδίου αυτή ήταν η πρώτη φορά που μου έλειψε ο τρομερός Pierce...η χλαπατσίλα του στο πρώτο D&D ήταν η απόλυτη στιγμή του...στο 2ο D&D ο Dean ήταν απλά επικός...τρομερά δυνατό επεισόδιο (εδώ)

  6. Ο μικρούλης μου είπε 5 ετών και τελευταία παρατήρησα ότι μυρίζει η μασχάλη του!!! Δεν είναι σε φάση που μυρίζει ας πούμε όταν περνάει από δίπλα σου ,αλλά μία μέρα όπως τον πήρα αγκαλίτσα κάτι μου μύρισε και σκέφτομαι, μπα δεν είχαμε σήμερα κεφτεδάκια για φαγητό , τι μυρωδιά είναι αυτή... Και όπως κολλάω τη μύτη μου στη μασχαλίτσα του ...ωχ...μποχίτσα.. [...] Μίλησα με την παιδίατρο και με ρώτησε αν έχει τρίχες στο πουλάκι του ή κάτι τέτοιο , είπα ΟΧΙ.Ε μην ανυσηχείς είναι το δέρμα του τέτοιο , έτσι μου είπε. Εχετε παρατηρήσει κάτι τέτοιο στο μικρό σας; Πω πωωωωωωωω , λέτε να μου γίνει βρομίλας;;;; (αγωνιών γονιός, εδώ)

(από σφυρίζων, 06/10/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Κυριολεκτικά: Η κακοσμία που βγάζει ο βοσκός από πρόβατα, γίδια, τράγους, αγελάδες, σκυλιά και λοιπά ζωάδια του.

  2. Μεταφορικά: Εκ του rap άσματος «Τραγίλα» του Constantine Cullen. Ότι εκπέμπει ο χωριάταρος που βγαίνει στις πλατείες και στον καφενέ με την μπιστόλα καταμεσής ζωσμένη ή το δίκαννο. Έχει τον τσιφτέ στο Χάιλουξ με τρακτέρ ζαντολάστιχο και κάγκελα οπίσω, σαρίκι στον «καρφίχτη» και γλάκα στις στράτες. Συνήθως τρομοκρατεί κι απειλεί όσους είναι από άλλα χωριά αλλά κυρίως τους ξένους.

  1. Ρε μπάρμπα, έναν καφέ ήρθαμε να πιούμε. Πρέπει να μυρίζουμε και την τραγίλα; Μια στροφή απ' το σπίτι για μπανάκι δεν έβλαψε.

  2. Βγαίνω απ΄το μητάτο με Αγιο-Κωσταντινάτο και τα ρούχα μου βρωμούνε τραγίλα οχου αναθεμάντο με έκαμε ανω κατω για πάρτυτζι εγίνικα σε ένα χωριό ξεφτίλα.

Τρρρρρ τρα τρα τραγιλα, γαζώνω πινακίδες οξω από τον άγιο Συλλα
Τρρρρρ τρα τρα τραγιλα το Chivas δεν με πιάνει πίνω κούπες με βενζίνα

Κείνη αρχικά μου λέγε μαγαπα μα δυο μήνες μετά μουβγάλε μαγλατά, δεν ήθελε ποτέτζι να τάχει με βοσκό που να λαλεί Τουοτα διπλοκαμπινο ΓΑΜΩΩ!!
Θαρρεί πως είναι Βιόλα την έχει δει μουνάρα δεν θέλει τα στιβάνια απ΄την Αγιά Βαρβάρα.
Θα πάω τσι παναγίας να κάμω αρτοπλασία στο καφενείο αμα με δει να δώσει σημασία.

Οοοοοοοοο οοοο αγαπημένη τω πολλώ
Οοοοοοοο οοοο αγαπημένη τω ψολώ

Βγαίνω απ΄το μητάτο με αγιοκωσταντινάτο και τα ρούχα μου βρωμούνε τραγίλα
οχου αναθεμαντο με έκαμε ανωκατω για πάρτυτζι εγίνικα σε ένα χωριό ξεφτίλα

Τρρρρρ τρα τρα τραγιλα γαζώνω πινακίδες οξω από τον Άγιο Συλλα
Τρρρρρ τρα τρα τραγιλα το Chivas δεν με πιάνει πίνω κούπες με βενζίνα

Ήμουνα μερακλής βοσκός και άντρας τσι παρέας κι είχα το καταψύκτητζι πάντα γεμάτο κρέας με είχε κάθε βράδυ μες τη δικήτζι αγκάλη και εδά μονάχος στο Υoutube την βγάνω με Κουναλη.
Αν κάτεχε ο Κύρης σου ότι η κόρη του γαμπρίζει θαναχε πέσει μπρούμυτα στο πάτωμα ναφρίζει.
Για δες πως με κατάντησες σαν το ερημοκλήσι που δεν εβρεθηκέ ποτέ παπάς να λειτουργήσει.

(από HardcoreGR, 20/08/14)(από HardcoreGR, 20/08/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μια μυρωδιά όπως η αριστερίλα, αλλά πιο δυνατή.

  1. Πήγα να ανοίξω το άρθρο του, αλλά απέπνεε κομμουνίλα και το ξανάκλεισα.

  2. Όλη η κομμουνίλα του 1980 έχει μετακομίσει στον ΣΥΡΙΖΑ τώρα.

  3. Άσε να μπει και κανάς πατριώτης στη Βουλή, γιατί έχουμε πήξει στην κομμουνίλα.

Κομ-μουνίλα (από Khan, 30/10/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κλασική -ίλα που υποτίθεται ότι αποπνέουν οι αριστεριτζήδες (και κατ' επέκταση όλοι οι θεσμοί, τα ήθη και οι νόρμες τση «μεταπολίτευσης»), αλλά όχι με την καλή έννοια της βαρβατίλας του μόχθου και της εργατιάς που φέρνει προς θυμάρι και φασκόμηλο.

Το άρωμα και το μπουκέτο τση αριστερίλας μποχάει διαφορετικά στην μύτη του καθένα. Παραθέτω ένα εντελώς δειγματοληπτικό αρωματολόγιο των ουρδεσάνς που συχνά αποδίδονται κακεντρεχώς στο φαινόμουνο:

1. Την επόμενη φορά ίσως αποφασίσουμε επιτέλους να βγάλουμε την αριστερίλα απο πάνω μας και να κάνουμε χρήση των όπλων. Η αριστερίλα και ο φιλελευθερισμός θα μας φάει σε αυτή την χώρα...

2. Προβολές, συζητήσεις, θεατρικά δρώμενα, πολυεθνική κουζίνα από κάθε άκρη της γης, εκθέσεις φωτογραφίας και ζωγραφικής, συνθέτουν μια πολύχρωμη γιορτή, μακριά από την αγέλαστη σοβαροφανή αριστερίλα, μια γιορτή η οποία περιμένει τη στήριξη και τη συμμετοχή του κάθε μετανάστη.

3. Γ@μημένα βρωμοκάναλα. Γ@μώ την αριστερίλα σας ξευτίλες.

4. Οι κάτοικοι του κέντρου απαντούν στην αριστερίλα που μας έχει πνίξει

3. Η «αριστερίλα» της Εκκλησίας και το άφιλτρο τσιγάρο. Έπρεπε να δεις τη συχνότητα του ραδιοφώνου σου, για να καταλάβεις ότι δεν άκουγες τον 902 του ΚΚΕ αλλά τον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Εκκλησίας! Τί ύμνοι για τους διωκόμενους κομμουνιστές αντάρτες του ‘50, οποία ανάλυση περί νεομαρξισμού και λενινισμού, αλλά και μαθήματα για το πώς «έστριβαν» τα άφιλτρα τσιγάρα οι γυναίκες των αριστερών!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έννοια, η οποία όταν χρησιμοποιείται αναφορικά με τη μουσική, και πιο συγκεκριμένα με τη μέταλ / ροκ μουσική, δηλώνει τα εξής πράγματα:

  1. Το γενικότερο ίματζ μίας μπάντας, τόσο ως προς τα ίδια τα μέλη ή το εν γένει περιτύλιγμα στο οποίο παραδίδεται το καθαρά μουσικό περιεχόμενο: σ' ό,τι αφορά τα μέλη, η σατανίλα μπορεί να σχετίζεται με τον ρουχισμό και την ευρύτερη περιβολή των μουσικών στις φωτογραφίες της μπάντας ή/και τις ζωντανές τους εμφανίσεις, π.χ. μανδύες ή ράσα (κατά τα ευρωπαϊκά και όχι τα ανατολικοορθόδοξα πρότυπα), κουκούλες, ειδικό μακιγιάζ (το αποκαλούμενο και corpsepaint) με σκοπό να αλλοιωθούν τα χαρακτηριστικά ως προς το δαιμονικότερο ή πεθαμενότερο, μπλούζες (αυστηρά μαύρου χρώματος) και κρεμαστά με πεντάλφες, ανάποδους σταυρούς και λοιπά χαϊμαλιά σε αντίστοιχο στιλ, ζώνες και περιβραχιόνια με καρφιά και άλλα παρόμοια αξεσουάρ που δεν τα βρίσκει κανείς στα Hondos Center αν δεν έχει συνεννοηθεί εκ των προτέρων με τις πωλήτριες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν και περιπτώσεις όπου οι ενδυματολογικές αυτές επιλογές δεν εξαντλούνται μόνο στα στενά όρια της εικόνας στα πλαίσια του συμμετέχειν σε μπάντα, αλλά και στην ευρύτερη κοινωνική ζωή των μελών των συγκροτημάτων, αλλά και των οπαδών τους (ή αυτών που ασχολούνται με τα ευρύτερα μουσικά ιδιώματα στα οποία εντάσσονται τέτοιες μπάντες), όπως είναι π.χ. οι γκοθάδες ή (σε μικρότερο ίσως βαθμό) οι μπλακμεταλλάδες. Ως προς το ευρύτερο περιτύλιγμα, η σατανίλα αφορά το καθαρά καλλιτεχνικό μέρος της δουλειάς, τουτέστιν το artwork, ήτοι τις απεικονίσεις στα εξώφυλλα-εσώφυλλα του δίσκου ή σιντί, οι οποίες θα αφορούν ή θα παραπέμπουν σε σατανική ή δαιμονολογική θεματολογία (πάλι δαίμονες, σατανάδες, κόλαση, το υπερφυσικό κλπ).

Σε αυτό τα πλαίσιο θα πρέπει να τονιστεί το εξής: η σατανίλα, αναφορικά με το εξωτερικό ίματζ, δεν έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με αξεσουάρ που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σχετίζονται με κάποια μουσική. Σατανίλες μπορούν π.χ. να χαρακτηριστούν και τα πιο ιδιόμορφα κοσμήματα (ή στολίδια σε στιλ κοσμημάτων, ακόμη και τραϊμπαλάκια), καθώς και πολλά άλλα πράγματα που μπορεί να απεικονίζουν σατανικές ή γενικά δαιμονικές / υπερφυσικές μορφές (π.χ. ζόμπια), χωρίς αυτός ή αυτή που τα φοράει να έχει καμία σχέση με συγκεκριμένα μουσικά είδη, ή το ευρύτερο σατανιστικό lifestyle.

  1. Την θεματολογία των στίχων, η οποία θα είναι σατανική, σατανιστική, δαιμονολογική και γενικότερα θα κινείται στο χώρο του υπερφυσικού, πάλι όμως κατά κύριο λόγο σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα (ακόμη και σε περιπτώσεις που οι μπάντες δεν έχουν καμία σχέση με Ευρώπη, π.χ. μπάντες της Νοτιοανατολικής Ασίας) και σπανιότερα με τοπικές ή άλλες εθνικές επιρροές και αναφορές.

Η σατανίλα μπορεί επίσης να υποδηλώνει τα κρυφά μηνύματα που (φημολογείται ότι) μπορεί να έχουν στίχοι οι οποίοι δεν περιλαμβάνουν άμεσες σατανικές και σατανιστικές αναφορές, όπως συνέβαινε δεκαετίες πριν με τους στίχους των Led Zeppelin, των Eagles και άλλων συγκροτημάτων.

  1. Την ίδια τη μουσική ως σύνθεση και ενορχήστρωση, η οποία τονίζει τα παραπάνω χαρακτηριστικά χρησιμοποιώντας απόκοσμα φωνητικά (βαθιά, τσιριχτά, ουρλιαχτά, αλλά ενίοτε και πιο νορμάλ, ακόμη και πιο πομπώδη ή επικά) και τις αντίστοιχες ιδέες, φράσεις και μοτίβα (μελωδικά ή μη) στα όργανα με σκοπό πάνω απ' όλα να δοθεί παραστατικότερα στο ακροατή μία χαοτική, κολασμένη, αγωνιώδης και δαιμονική αίσθηση. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι η σατανίλα δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένα μουσικά ιδιώματα και υποϊδιώματα: Σατανίλα μπορεί να αποπνέει το μπλακ μέταλ, οι ντεθιές, οι θρασιές, οι γκοθιές, το κλασικό χέβι, οι ντουμιές και πλείστα άλλα είδη μέταλ και ροκ, παιγμένα και ενορχηστρωμένα με τελείως διαφορετικό και διακριτό μεταξύ τους τρόπο. Επίσης, σημαίνει ότι η ίδια η αίσθηση της σατανίλας μπορεί να διαφέρει από ακροατή σε ακροατή -κάποιοι την νιώθουν και κάποιοι άλλοι όχι, παρά μόνο σε εξαιρετικές από μουσικής άποψης περιστάσεις.

Σε μη μουσικό, αλλά ευρύτερο καλλιτεχνικό και πολιτιστικό περικείμενο, η σατανίλα ενδέχεται να αφορά πάλι τη θεματολογία ενός έργου (π.χ. βιβλίο ή κινηματογραφικό έργο), τον τρόπο προβολής ή παρουσίασής του, την όλη ατμόσφαιρα που μπορεί να αποπνέει και τα συναισθήματα που μπορεί να προκαλεί σε όποιον το παρακολουθεί (ασχέτως τρόπου). Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου υφίσταται σατανίλα χωρίς όμως να υπάρχει αντίστοιχη σατανική θεματολογία, αλλά μόνο και μόνο με τη δημιουργία της αντίστοιχης ατμόσφαιρας και των αναλόγων συναισθημάτων μέσα από τις στιλιστικές-καλλιτεχνικές επιλογές του εκάστοτε δημιουργού.

Από το ελληνιστικό Σατανάς (Σατανᾶς < Σατᾶν -ᾶς < εβρ. sātān -αντίπαλος, διάβολος).

  1. Μπαντες οπως οι Enforcer και οι White Wizzard κανουν περιοδειες και πολλαπλασιαζουν μερα με την ημερα το κοινο τους, ενω αποθεωνεται (και προμοταρεται) και ο τελευταιος Σουηδος που πουλαει Σατανιλα και παιζει σαν Mercyful Fate. (Από εδώ)

2.Ξεκινάω Shadows of the Damned σήμερα και στα καπάκια ένα Rayman για να καλύψει την σατανίλα! (Από εδώ)

  1. H χαρά του κάβουρα κάγκουρα είναι αυτά ρε.....πολύ νεκροκεφάλα και χάρος και σατανίλα. Αν είναι να την κάνω τρομακτική θα βάλω φώτο του πεθερού μου. (Από εδώ)

βλ. και σατανάδες

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από τη λέξη πάτος + κατάληξη -ίλα.

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει:

α) αντικείμενα του πεταματού, υπό την έννοια ότι βρίσκονται στον πάτο της ποιοτικής κλίμακας του ομιλούντος,

β) (συχνότερα) καταστάσεις / εμπειρίες έσχατης κατάντιας (βλ. και πιάνω πάτο) ή, στην πιο ελαφριά εκδοχή, με κατάληξη τουλάχιστον απογοητευτική ως προς τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Η χρήση μπορεί να επεκταθεί και για παρακμιακά μέρη.

Στις περισσότερες περιπτώσεις ο όρος είναι αμοιβαίως εναλλάξιμος με τη λέξη σαπίλα. Ωστόσο, ενώ ο χαρακτηρισμός πατίλα μπορεί να μεταφέρει αποκλειστικά μειωτική διάθεση (η εκφορά συνοδεύεται από ξινισμένη γκριμάτσα, βλ. παράδειγμα 1), συχνότερα υπαινίσσεται χαρά, ευχάριστη έκπληξη ή επιδοκιμασία του ομιλούντος για την καλτίλα του σκηνικού (συνοδεύεται από χαμόγελο και ανασήκωμα των φρυδιών, βλ. παράδειγμα 2). Η «κατάντια», δηλαδή, που αναφέρθηκε προηγουμένως, αφορά μόνο στην αντικειμενική εκτίμηση της κατάστασης, που συχνά ουδεμία σχέση έχει με την υποκειμενική!

Συναντάται επίσης ως πατιλιά.

[i]1. - Έλεος ρε φίλε! Δηλαδή εγώ που ξεσκίστηκα όλο το εξάμηνο με τις εργασίες και έτρεχα σαν το Βέγγο να προλάβω τις προθεσμίες, πήρα τον ίδιο βαθμό με την άλλη που κατέβηκε μόνο στο τέλος στις εξετάσεις;! Τι πατίλα είναι αυτή ρε γαμώτο;!
- Κάτσε ρε... ξεχνάς τη μοριοδότηση...

  1. - Έχουμε πάει που λες για το χαβαλέ με τον Κώστα στο ζιγκολάδικο στην Πατησίων, μια υπόγα, και έχουμε αράξει στην μπάρα με γυαλί ηλίου, πουκαμισιά ανοιχτή και δε συμμαζεύεται, και καλά γόηδες. Τα ποτά μπόμπα, οι γυναίκες όλες πάνω από 50, στην πίστα ένας τύπος με διχτυωτή μπλούζα να «χορεύει» - «δρομέα» τον λέγαμε - και Σώτης Βολάνης να παίζει στα ηχεία... σαν τα «Παρατράγουδα» σου λέω!... Και εκεί που το τραγούδι έλεγε κάτι «στέλνεις SMS στην καρδιά μου» και κάτι τέτοια, έρχεται μια μπάμπω και μου λέει με βλέφαρα πεταριστά: «Εσύ; Θα μου στείλεις κανένα SMS;»... Της λέω: «Μπαα... δεν έχω κάρτα...»!
    - Πω ρε φίλε! Πατίλα! Αυτά είναι!
    [/i]

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μια -ίλα κάπως πιο αφηρημένη, αλλά που βρωμάει εξίσου με τα λήμματα εις -ιλα της Ιρονίκ. Πρόκειται για την πολιτική ορθότητα. Βρωμάει, λοιπόν, εξίσου όσο και το ορθόν μιας πολιτικιάς που δεν έκανε γκαζόζα. Δεν είναι τυχαία η έκφραση πολιτική ορθό-τητα, καθώς οι φανατικοί οπαδοί της είναι συχνά πρωκτικάντζες και σπασαρχίδες. Ως κορεκτίλα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε λ.χ. τα υπερβολικά αυτός ή αυτή (he or she) τα οποία βαραίνουν την ροή ενός κειμένου. Είναι και πασέ συν τοις άλλοις, τώρα η μόδα είναι να μπαίνει τυχαία είτε το αυτός είτε το αυτή, αλλά με προσπάθεια του συγγραφέως να είναι καλοπροαίρετος. Ή την υπερβολική μέριμνα κάποιου να μην πει κάτι απαξιωτικό για τους γκέουλες. Όπως, όμως, ξέρουμε, ο δρόμος για το κράξιμο είναι στρωμένος από κορεκτίλες.

(Εντέλει η πολιτική ορθό-τητα μάλλον δεν του πάει του Ρωμιού, καθώς θεωρείται ως μια πρωκτικαντζοσύνη πιο σύμφυτη στο πνεύμα της Εσπερίας παρά στο δικό μας. Σύγκρινε λ.χ. και το θέμα του ορθού πολέμου, που αναπτύχθηκε στην Δύση, αλλά όχι στην Ανατολή, ανθρωπιστικοί πόλεμοι σήμερα. Ή το θέμα των Δικαστηρίων για Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας κ.τ.ό. Εξ ου και ο ολοκληρωτισμός είναι κυρίως δυτικό φαινόμενο, σε αντιδιαστολή προς τον αυταρχισμό, που είναι ανατολικό).

Ως κορεκτίλας, πάντως, δεν χαρακτηρίζεται μόνο ο οπαδός του politically correct. Μπορεί να είναι ο τηρητής οποιασδήποτε ορθό-τητας, λ.χ. των ζαμπουνιών, του σαβουάρ-βίβρ, και γενικότερα όποιος είναι υπερβολικά by the book, προβλέψιμος, συντηρητίκλας και με έλλειψη ευλυγισίας και δυνατότητας να εκπλήσσει.

Στο Δ.Π. υπό Ιρονίκ.

  1. - Τελικώς θαρρώ πως όντως αναγκαίοι έσονται οι γκέοι και μας επαναφέρουν στο δρόμο της εξελίξεως από τον οποίο η θρησκευτική καταισχύνη μας έχει αποτρέψει.

- σωματικά, ίσως (και μάλλον) ναι, μπορεί και να τους χρωστάμε κάτι ψιλά. Κατά τ' άλλα όμως θεωρώ ότι ως επί το πλείστον ανήκουν στη κατηγορία των συντηρητικών, καθότι κορεκτίλες, ένθερμοι υποστηρικτές του γάμου, κλπκλπ. (Εδώ).

  1. Με άλλα λόγια, σαν θέλει η μπότομ-νύφη κι ο τοπ-γαμπρός, τύφλα νά 'χει ο (κορεκτίλας ο) πεθερός. (Εδώ).

(από electron, 04/01/11)"Τι θα γινόταν αν οι ανδρικοί χαρακτήρες της Μάρβελ πόζαραν όπως οι γυναικείοι;" Πολιτικώς ορθόν χιούμορ. (από Khan, 19/01/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αλλιώς και φάδερ οφ, χρησιμοποιούταν στο Γαλάτσι πιο πολύ, και σημαίνει ο ξενέρωτος, ο βλάκας, ο χάλιας σε ντύσιμο, ή καθυστερημένος κλπ!!

Τι φοράει ο φαδερίλας ρε;; Πώπω κοίτα φάτσα ο φάδερ οφ να πούμε! Βλακέντιος τελείως!

Δες και μαδερίλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφέρεται στους τζογαδόρους, φανατικούς παίκτες τυχερών παιχνιδιών του ΟΠΑΠ, που παίζονται στα «Προποτζίδικα» της γειτονιάς...

- Αυτός είναι ρεμάλι, βρωμάει προποτζίλα...

Προπό. Στην υπηρεσία της Ελληνικής Επανάστασης! (από Hank, 12/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δάνεισμα της αγγλικής λέξης pure (αγνό). Χαρακτηρισμός ο οποίος αποδίδεται σε καταστάσεις, σε πρόσωπα, σε τόπους και αντικείμενα που είναι καθολικά αγνά.

-Πςς... Πήτερ Τος! Καλά, το κομμάτι αυτό είναι τρελή πιουρίλα.

-Η παραλία που πηγαίνω κάθε χρόνο έχει απίστευτη ομορφιά. Σκέτη πιουρίλα.

Βλ. και επικίλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία