Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Τὰ ἄγρια χὸρτα ὑπῆρξαν ἀπὸ πολὺ παλιὰ βασικὸ στοιχεῖο τῆς διατροφῆς μας, ἰδιαίτερα στὶς δύσκολες ἐποχὲς. Οἱ ὀνομασίες τους εἶναι ἴδιες ἤ παραπλήσιες σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας. Στὸ λῆμμα αὐτὸ παρουσιάζονται οἱ ὀνομασίες τῶν πιὸ συνηθισμένων ἄγριων χόρτων τῆς Κύθνου ποὺ εἶναι:

ἀτσόχοι,ἀλετρίδες, γαλατσίδες, μουναρίδες, ἀλιβαρβάροι καὶ πορίχια ἤ τσιμπητά.

Κάθε συνεισφορὰ, συμπλήρωση ἤ διόρθωση εἶναι εὐπρόσδεκτη.

ἀτσόχοι ή ζοχοί

Ἐπιστημονική ὀνομασία Sonchus oleraceus (Σόγχος ὁ λαχανώδης) ἐδῶ

ἀλετρίδα ἤ ἀλεντρίδα

Ἐπιστημονική ὀνομασία Ηymenonema graecum. Τὸ ἀγαπημένο χόρτο καὶ τῶν Συριανῶν ἐδῶ

Γαλατσίδα

Ἐπιστημονικὴ ὀνομασία Reichardia picroides ἐδῶ

μουναρίδα

Ἐπιστημονικὴ ὀνομασία Hypochoeris achyrophorus ἐδῶ

ἀλιβάρβαροι

Ἐπιστημονικὴ ὀνομασία Centaurea raphanina sbsp mixta. ἐδῶ

πορίχια (βροῦβες) ἤ τσιμπητὰ (sinapis nigra)

Βροῦβες, πορίχια, τσιμπητὰ: Ὑπάρχουν ἀρκετὰ χόρτα ποὺ ὀνομάζουμε «βροῦβες» καὶ ποὺ ἀνήκουν στὰ γένη Sinapis (σινάπι), Sisymbrium (σισύμβριo) καὶ Erysimum (ἐρύσιμο). Ὀνομάζονται πορίχια τὸ φθινὸπωρο καὶ τὸ χειμώνα πρὶν "ξεβλαστήσουν" καὶ τσιμπητὰ ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κόβονται, σὰν νὰ τσιμπᾶμε τοὺς πολὺ τρυφεροὺς βλαστοὺς, ποὺ βλασταίνουν τὴν ἄνοιξη. ἐδῶ.

Πῆα στὴ νοτινὴ μας κι ἔβγαλα χὸρτα. Εἶχε ἀπ' οὗλα: Ἀτσόχους,ἀλετρίδες, γαλατσίδες, μουναρίδες, ἀλιβαρβάρους καὶ πορίχια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατά τον πρώτο ορισμό (τον Αγρινιώτικο) σημαίνει κάνω μια δουλειά ταχύτερα, βιάζομαι. Ειδικότερα, στη Χίο, σημαίνει την πίεση που εξασκούμε στο έντερο κατά το χέσιμο για να βγει η πεισματωμένη κουράδα (επιτέλους), το σφίξιμο, το ζόρι(σμα).

Παράγωγο ουσιαστικό (και ευρύτερα χρησιμοποιούμενο), η ανέγκαση, που περιγράφει την εν γένει διαδικασία όπως και την κατάσταση του ανεγκάσματος.

  1. Μετά την εγχείρηση του χορήγησαν ένα ελαφρύ καθαρτικό για να μήν ανεγκάσει και σπάσουν τα ράμματα.

  2. Μπήκε σαν σίφουνας στις τουαλέτες κι άρχισε να βροντάει τις πόρτες, αλλά ο Μήτσος ήταν πάνω στην ανέγκαση και δεν μπορούσε να αντιδράσει...

  3. «Η παντρειά και το τσουκάλι θεν ανέγκαση μεγάλη» Χιακή παροιμία

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τρομάζω, αηδιάζω, ανατριχιάζω, ή παθαίνω φοβία με κάποιο θέαμα.

Το ρήμα απαντάται σε νησιά των Κυκλάδων.

Το ανατριχιαστικό ονομάζεται αναγριευτικό.

-Ιιιιιιχ!!! Δεν μπορώ να βλέπω την εκπομπή με τις πλαστικές εγχειρίσεις. Δείχνει που τους ανοίγουν τα κρέατα και αναγριεύομαι!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μιά ακόμα λέξη από τη ντοπιολαλιά της Κύθνου (άκρως ποιητική κατά τη γνώμη μου), που σημαίνει χάνω, βάζω (ή μου πέφτει) κάτι κάπου και δεν το βρίσκω, "το παίρνει ο άνεμος".

- Μωρή Αννεζιώ, είδες το ψαλίδι;
- Το βαστούσε η μικρή το πρωί. Ποιός ξέρει πού τ' ανεμοκύκλισε η ξεμυαλισμένη!

Με αφορμή τη λέξη αυτή (που προσωπικά δεν την έχω ακούσει να χρησιμοποιείται σε άλλη γραμματική μορφή στο νησί) έχω "κατασκευάσει" το ουσιαστικό της που, προς το παρόν, χρησιμοποιείται σε στενό οικογενειακό κύκλο. Έτσι αντί για ανακύκλωση χρησιμοποιούμε τον όρο "ανεμοκύκλιση". Αφορμή για τη μετονομασία (πέραν της διαστροφικής μου λεξικαυλίας) υπήρξαν τα δεινά που έχουν υποστεί οι ταλαίπωροι μπλε κάδοι της ανακύκλωσης, από κάφρους συμπολίτες μας, (μακριά απ' τον κώλο μας κι όπου θέλει ας μπει / ας είναι όπου νά 'ναι), κατά τη διάρκεια των "αγωνιστικών" (Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου) κινητοποιήσεων του, κατά τα λοιπά, συμπαθούς και ιδιαίτερα σημαντικού, από κοινωνική και περιβαλλοντική σκοπιά, κλάδου.

Η σύζυγος: "Αγάπη μου! (πάντα με γλύκα όταν πρόκειται για δουλειά) Γέμισε η σακούλα της ανεμοκύκλισης! Θυμήσου να την πάρεις φεύγοντας!"

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η έκφραση αυτή, της οποίας η αυθεντική προφορά είναι απ΄ Αγιάσιου τσι Πλουμάρ΄ μήδι Γναίκα μήδι Μλάρ, ανήκει στη μεγάλη οικογένεια απαξιωτικών αποφθεγμάτων τοπικιστικής αντιζηλίας και μικρογεωγραφικού ρατσισμού.

Ο ευρισκόμενος στην νεκρική του κλίνη παππούς παιδικού μου φίλου από την Ερεσό Λέσβου, μου το ψιθύρισε στο αυτί δίκην ευχής και κατάρας πριν αποδημήσει από τον μάταιο τούτο κόσμο. Και δεν επρόκειτο για κύκνειο χιούμορ, ο παππούς ήταν απόλυτα σοβαρός.

Στον ίδιο αυτόν αναπαυόμενο εν ειρήνη παππού οφείλεται και η υπέροχη λέξη πουτσύλατο.

«...κάποιος ξένος είχε αγοράσει ένα μουλάρι από Αγιάσο το οποίο ήταν μαύρο αλλά μόλις έβρεξε αποδείχτηκε ότι ήταν βαμμένο με Φούμο και έγινε γκρι.Σε κάποιον άλλον ξένο προξένευαν μια γυναίκα για παρθένα και κατά την διάρκεια του κρίσιμου test αποδείχτηκε το άκρως αντίθετο.( Η προέλευση της γυναίκας και του Μουλαριού αλλάζουν ανάλογα με τα χωριά).Τώρα η αλήθεια πια είναι τρέχα γύρευε! (…) Από κοινωνιολογικής πλευράς έχει ενδιαφέρον ο παραλληλισμός της γυναίκας με το ζώο εργασίας...»

(Από το Ρεμπέτικο φόρουμ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ των λέξεων "αστακός" και "δίχτυ", το δίχτυ για το ψάρεμα του αστακού. Το εν λόγω είναι δίχτυ βυθού, από χοντρό και γερό νήμα με μεγάλα μάτια, μανωμένο, χωρίς φελλομόλυβα κι αφού προορίζεται για συγκεκριμένο θήραμα, ανήκει στα λεγόμενα επιλεκτικά αλιευτικά εργαλεία.

Με δεδομένο δε ότι ο αστακός εξαιτίας του τραχέος κελύφους του, περαιτέρω της περιορισμένης κινήσεώς του επί του βυθού και τέλος της έλλειψης ευελιξίας του, αρκεί απλά να πλησιάσει στο δίχτυ για να συλληφθεί, γίνεται κατανοητό ότι το αστακόδιχτο κατά κανόνα δεν χρειάζεται (συνεπές)λέντισμα και νετάρισμα, πολλώ δε μάλλον μαντάρισμα.

Οι περισσότεροι ερασιτέχναι αλιείς άμα τω σαλπαρίσματι, το ξαναμολάρουν για την επόμενη καλάδα κι έτσι το δίχτυ βρίσκεται σε μόνιμη δραστηριότητα, πράγμα που είναι και λογικό και πρακτικό αφού η διάρκεια του συγκεκριμένου ψαρέματος (= παραμονής του διχτυού στο βυθό)ξεκινάει από τις δέκα ώρες και σε περιπτώσεις τρικυμίας μπορεί να φτάσει μέχρι και δύο μέρες.

Επειδή όμως μέχρις εδώ δεν διαφαίνεται η σλανγκική χρήση του αστακόδιχτου, πάμε στα ετρούσκικα:

Αστακόδιχτο είναι το κακοπαθημένο δίχτυ, το οποίο προοριζόταν για άλλη χρήση, αλλά το γαμήσανε οι φώκιες, τα υφαλοπιασίματα με τα επίμονα βιντζοτραβήγματα και κυρίως η βαρεμάρα (και η απογοήτευση) του ψαρά να ασχοληθεί σοβαρά με το εν γένει συγύρισμά/συντήρηση του διχτυού. Για να μην πεταχτεί και βέβαια για να μην αντικατασταθεί(κόστος που απαιτείται για 500 μέτρα νάιλον δίχτυ τη σήμερον Μάη του 2015, γύρω στα 700 ευρώ) ο ψαράς του τροποποιεί τη χρήση, το βαφτίζει αστακόδιχτο, το απογυμνώνει από φελλά- μολύβια (αν έχει)και το πετάει στη θάλασσα κι ό,τι βγάλει.

σ.σ: Προκειμένου να του πιάνει άχρηστο τόπο, καλύτερα να το ψαρεύει. Κι άμα βγάλει; Τότε είναι που δε θα πεταχτεί ποτέ. Οι αλιείς είναι φύσει προληπτικοί κι ότι τους βγάλει μια φορά μεροκάματο το αγαπάνε μέχρι θανάτου. Από βάρκες μέχρι αλιευτικά μέσα, μέχρι σημάδια (τόποι ψαρέματος) και καιρικές συνθήκες, οι εμμονές και η μυστικοπάθεια πάνε και σύννεφο και χέρι-χέρι.

Η καταγωγή του είναι νησιωτική από Χίο, βεβαίως, και φαντάζομαι όχι μόνον. Τα Ψαρρά μπορεί να έχουν τη χάρη της πληθώρας των αστακών, στα Καρδάμυλα όμως το έχω ακούσει να χρησιμοποιείται κατά κόρον από τον Νικόλα και τους συν αυτώ που έχουν βαλθεί να γεμίσουν τις αποθήκες των (αλλά και άλλων, μη τρεφόντων αγάπη εις το hoardıng) με κουρέλια.

Αντώνυμο μάλλον είναι το αψάρευτο δίχτυ, του κουτιού που λέμε.

Συνώνυμο το κουρέλι/κουρελόδιχτο.

Πλάτων καρδαμυλίτης αλιεύς: εδώ δε πως το κάμανε..να γαμήσω και τις χελώνες, να γαμήσω και τα δολφίνια..Τι 'α ράψεις απο έδεφτο το πράμα;

Γιώργος λαγκαδούσος παραγιός: 'Α το κάμεις αστακόδιχτο αφεντικό, όπως έκαμες και τα άλλα δύο που σου πεφτώσανε τα κήτη.

Πλάτων αλιεύς: αστακόδιχτο 'α κάμω το σώβρακό σου που το φορείς από πρόπερσυ...

Γλωσσίδιον:

- νήμα: προφ. το χρυσίζον κομμάτι του διχτυού. Μπορεί να είναι νάιλον, "πολύκλωνο κρυσταλιζέ" και μεταξωτό (για επιδέξια ψαρέματα). Αν και η σκέψη ότι οι Κινέζοι ως πρωτοπόροι στην εν λόγω μέθοδο (από το 2800 πΧ) τα φιάνανε από μετάξι είναι ρομαντικοτάτη, η μέχρι τούδε αλήθεια υποστηρίζει ότι τα πρώτα δίχτυα ήσαν φτιαγμένα μεταξύ άλλων από ήμερη κάνναβη. Οι δικοί μας που ήσαν πιο ξύπνιοι φτιάναν δίχτυα από την εύκαμπτη ιτιά - και τρώγανε τους σπόρους της κάνναβης για να ρίχνουν τα τριγλυκερίδια (αφού ως γνωστόν εμείς είχαμε από τότε χοληστερίνη).

- μάτια: τα ανοίγματα του διχτυού, [μετριέται και τεντωμένο και χαλαρό]. ενδεικτικά 7mm για την αθερίνα, 220mm για τον αστακό. Εξού και το επιλεκτικό του αλιευτικού εργαλείου, μόνο αστακός πιάνεται σε φτούνη τη χοάνη. Μάτι πάντως λένε οι μυημένοι στα αλιευτικά και το άνοιγμα του διχτυωτού καλσόν.

- μανωμένο : με περισσότερα του ενός φύλλα διχτυού (δύο-τρία). το "απλάδι" επί παραδείγματι είναι μονό φύλλο και κερδίζει σε (κατά νόμο)ύψος(έως 10μ αντί των έως 4μ του μανωμένου). "μανός": ο χαλαρός, αραιός βρόγχος που διευρύνει το πάχος του διχτυού και καλύπτει έτσι μεγαλύτερη επιφάνεια σε πλάτος στο βυθό.

- φελλά: φελλοί, τα σαν λουκουμάδες πορτοκαλοκόκκινα κοκκάλινα/από PVC μέρη, που περνώνται από το πάνω σκοινί των διχτυών. Εσχάτως αντικαθίστανται από φελλόσχοινο (σχοινί με καρδιά από φελλό) για να μην ζορίζονται τα δίχτυα στο σήκωμα και να μην κακοπαθαίνουν, όπως τα αστακόδιχτα, κακή ώρα.

- μολύβια: βαρίδια από μολύβι, συνήθως μακρόστενα κυλινδρικά, περνώνται στο κάτω σχοινί. Εσχάτως αντικαθίστανται από μολυβόσχοινο (σχοινί με βάρος έως και 500 γρ. ανά μέτρο) για τους ως άνω λόγους. Πάνω φελλοί και κάτω βαρίδια δια της άνωσης και της βαρύτητος εξασφαλίζουν την επιθυμητή υποθαλάσσια στήση, ναι,ναι στήση του διχτυού.

- Λέντισμα: το ξεμπέρδεμα των διχτυών μετά το μάζεμα. Σε άλλα μέρη (Μεσολόγγι κατά το νετ και Πορτοχέλι όπου μετέφεραν οι Μεσολογγίται την τεχνογνωσία των)το λέντισμα αναφέρεται ως ιδιότυπος τρόπος ψαρέματος που θυμίζει ένα συνδυασμό του ποταμίσhου"παρακλαδιού"(για τους Πελοποννησίους αναγνώστας) με "βολόδιχτο" (για τους μερακλήδες και ατρομήτους μεταμεσονυκτίους αλιείς).

- Νετάρισμα: το καθάρισμα από υπολείμματα οστρακοειδών, φυκιών κλπ. Οι Χίοι το χρησιμοποιούν στην καθομιλουμένη αρκετά:

1) Πα' νετάρω (τελειώσω-σπατσάρω- καθαρίσω) τις δουλειές μου

2) Νετάριζε (βγόδωνε, σάλευγε) να φεύγωμε

- σαλπάρισμα: μάζεμα του διχτυού εκ του ιταλ. salpare, πιθανολογώ ως παραλληλισμό με το σήκωμα της άγκυρας ως τελευταία πράξη των προς αναχώρηση πλοίων. Όποιος γνωρίζει, σχολιάζει.

- μολάρισμα: ρίξιμο των διχτυών εκ του ιταλ. mollare , να αμολάς, να αφήνεις, να χαλαρώνεις. ΟΧΙ εκ του ψωνίζω με τα μάτια στο δα μωλλ.

-Καλάδα: το σύνολο της ψαριάς, αντιδάνειο εκ του ιταλ. calare- να χαμηλώνεις (βυθίζεις) κι αυτό με τη σειρά του από το Χαλάω/Χαλαρώνω. Γενικώς γίνεται της καργιόλας με τη λέξη καλάρω. Άλλος τη χρησιμοποιεί για σηκώματα διχτυών, άλλος για ριξίματα κι άλλος για το σύνολο του ριξιμοσηκώματος.

- μαντάρισμα: ότι κάνουμε και στις τρούπιες κάρτσες.. με τη διαφορά ότι βλέπεις τον άλλο ολόκληρο γαϊδούρι κοκκινόσβερκο να κάθεται με τη σακοράφα στα βότσαλα αξυπόλητος με γυρισμένα τα μπατζάκια και δώστου σταυροβελονιά. Έχει κάτι το σουρεάλ η όλη σκηνή. Ειδικά όταν παρεμβαίνει σε κουβέντες που νομίζεις ότι δεν παρακολουθεί γιατί έχει δήθεν το μυαλό του στον αργαλειό. Μέγιστη αφορμή για κοπροσκύλιασμα μακριά απ' τη γυναίκα το μαντάρισμα..

Και δύο μπόνους που προκύπτουν από το γλωσσάρι αλά ινσέψιο:

βολόδιχτο:δίχτυ μικρού σχετικά μήκους (100-200 μ) με πυκνότατη πλέξη (πολύ μικρά ανοίγματα) με το οποίο κυκλώνεις την περιοχή ενδιαφέροντος, έπειτα προκαλείς θόρυβο χτυπώντας τα κουπιά στη βάρκα για να ωθήσεις τα ψάρια προς το δίχτυ και το μαζεύεις σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα (άμα τη γραφή του κύκλου).

Παρακλάδι: Γαμώ τις φάσεις. Εκτροπή της ροής του ποταμού στα σημεία που διακλαδίζεται με πασσάλους και λοιπά σύνεργα(μουσαμάδες, κλαδιά κτλ) προκειμένου να διοχετευθεί όλο το νερό στο ελεύθερο κλαδί. Στη συνέχεια στερεύει το νερό στο ταμπουριασμένο κλαδί και καταλήγει εν είδει ρυακίου να φιλτράρεται όλο μαζί με τα εντός του ψάρια μέσα από ένα συρμάτινο χωνί ("καλαμωτή") στρατηγικά τοποθετημένο. Μετά από τρεις ώρες δουλειάς δέκα ατόμων βγάζεις κάνα κιλό ψαράκια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περιποιούμαι, κανακεύω. Άλλη μια λέξη από τη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα, όπως το θυμάμαι, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '50.

Μπας και δε τόνε βγαγιολίζω; Μα 'κείνος μου βαρεί.

Η γερόντισσα, που έλεγε το παράπονό της, για κακομεταχείριση από το γέρο της, μιλούσε τα "παλιά" θερμιώτικα. Αν και μικρό παιδί, τότε, μου έκαναν τέτοια εντύπωση, που τα θυμάμαι ακόμα. Χαρακτηριστική η εκφορά του "γ" μετά το "β": βγαγιολίζω αντί βαγιολίζω. Αυτό το άκουγα τότε κι από άλλους ηλικιωμένους που έλεγαν Βγαγγέλη αντί Βαγγέλη. Αν δεν απατώμαι αυτό συμβαίνει και σε άλλα νησιά.

Επίσης χαρακτηριστική είναι η σύνταξη "μου βαρεί" (με γενική).

Νομίζω πως τα παραπάνω χρειάζονται σχολιασμό και συμπλήρωση από τους γνωρίζοντες.

Όσον αφορά στην ετυμολογία από μια σύντομη έρευνα βρήκα:

βαγιλίζω
και βαγιουλίζω και βαϊλίζω και βαγιολίζω (Μ βαγιλίζω)
περιποιούμαι, φροντίζω
νεοελλ.
1. νανουρίζω
2. κολακεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαγιλίζω < ουσ. βάγιλος, το δε βαϊλίζω < ουσ. βαΐλας, ενώ το βαγιολίζω < βάγιο, παρετυμολογικά]

Από εδώ

Επίσης εδώ βρήκα πως υπάρχει, με την ίδια έννοια, στη ντοπιολαλιά της (διπλανής) Σύρου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

βαρέλα, μίστατο

Η βαρέλα είναι μέτρο χωρητικότητας υγρών, κυρίως κρασιού, που χρησιμοποιούσαν (και κάποιοι χρησιμοποιούν ακόμα) στην Κύθνο. Η βαρέλα είχε χωρητικότητα 70 όκάδες. Αν μετατρέψουμε τις όκάδες σε λίτρα (με βάση αυτά που γράφει ο dryhammer στο λήμμα εικοσιπενταράκι: "τα βάρη αφορούν νερό όπου 1 ml = 1 γρμ ... 1 οκά = 1280 γρμ") η χωρητικότητα της βαρέλας είναι περίπου 90 λίτρα (γιά την ακρίβεια 89,6 λίτρα).

Το Λεξικό ελληνικών μονάδων μέτρησης (εδώ) αναφέρει:

βαρέλι, το το βουτσί ή βαρέλι ή βουτίον· μέτρο χωρητικότητας υγρών ενός, μισού ή τετάρτου του κόρου.

( κόρος, ο

[ναυτιλία] Μετρική μονάδα της χωρητικότητας των πλοίων, κυρίως των εμπορικών και των φορτηγών, η οποία ισοδυναμεί με 100 κυβικά πόδια, δηλαδή με 2,83 κυβικά μέτρα.

κόρος ή τονελάδα: βάρος 1000 χιλιόγραμμων από το ίδιο).

Υποδιαίρεση της βαρέλας ήταν το μίστατο που αντιστοιχούσε στο ένα δέκατο της βαρέλας, δηλαδή 7 οκάδες ή 8,96 λίτρα.

Το Λεξικό ελληνικών μονάδων μέτρησης (εδώ) αναφέρει:

μίστατο, το [Κρήτη, Κυκλάδες] δοχείο και μέτρο χωρητικότητας υγρών 6 – 12 οκάδων.

Από τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, ενώ η βαρέλα της Κύθνου είνα σημαντικά μικρότερη από το βαρέλι του Λεξικού, το μίστατο είναι μέσα στα όρια.

Δεν έβαλα πολύ κρασί φέτος. Ήτανε κακή η χρονιά, έπεσε κι η πρέδα στ' αμπέλι, ίσα πού'βαλα δυό βαρέλες και τρία μίστατα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ειδικό ξύλινο ράφι αποκλειστικά για το ψωμί, κρεμασμένο από δύο σκοινιά όπου ήταν δεμένα στις ξύλινες τράβες της οροφής ή σε τοξοειδές σημείο του σπιτιού. Το λένε στη Μύκονο. Πιθανόν βόλτο ήταν κανονικά το τοξοειδές σημείο και όχι το ίδιο το ράφι. Διότι βόλτο λένε στη Κέρκυρα το κάθε τοξοειδές σημείο σε ένα σπίτι. Σήμερα που όλοι στη Μύκονο αγοράζουν ψωμί από τους φούρνους η λέξη δεν χρησιμοποιείται έτσι, μα μόνο σε συγκεκριμένη έκφραση:

Να 'ταν ψωμιά στο βόλτο...

Το λένε σε άνθρωπο που δεν κάνει κάτι κάπου, παρόλο που μπορεί να το κάνει. Με την έννοια του αν αυτό που του είπαν να κάνει ήταν να φάει το ψωμί από το βόλτο θα το έκανε.

- Θα κατέβουμε για νυχτερινό μπανάκι στη θάλασσα, με μια φίλη μου Σλοβάκα και μία φίλη της που είναι ελεύθερη, θα 'ρθεις;
- Μπάαα, που να 'ρχομαι τώρα ψηλέ μου, βαριέμαι!
- Να 'ταν ψωμιά στο βόλτο θα ερχόσουνα. Κάτσε σπίτι να τον παίζεις. (κλακ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ειδικό μεταλλικό σκεύος σαν μεγάλο γιογιό που κρατούσαν με το χέρι πίσω και κάτω από το κώλο του βοδιού του κατά το αλώνισμα του σταριού στα κυκλαδονήσια ώστε να μην χέσει το βόδι μέσα στο στάρι. Το άκουσα στη Μύκονο. Ειρωνικά έτσι λένε και το γιογιό.

Έχει και άλλες χρήσεις:

Πιτσιρικάς δίνει χειραψία σε πιτσιρικά, και του λέει ο άλλος:

-Πρώτη φορά πιάνω σκατά στα χέρια μου!

- Ε, φαίνεται θα 'σαι καινούριος βουϊδοχέστης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε