Όλοι μαζί. Στην κυριολεξία σημαίνει μαζί με τα κούρβουλα, όπου κούρβουλα, οι κορμοί από τα κλήματα, κατ' επέκταση τα κούτσουρα.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: ελλ. μεσν. λ. κούρβουλα (λατ. λ. curvus = στραβός).

Η λέξη υπάρχει στη ντοπιολαλιά της Κύθνου (συνιστώ ανεπιφύλακτα την ανάγνωση ολόκληρου του κειμένου, εδώ, απ' όπου το παράδειγμα),

...τρεχετε να μπειτε στις βαρκες,ανθρωποι, βαλιτσες,κοτες ψαρια περασμενα σε βουρλα που τα κρεμουσανε στα ρελια του καραβιου,αρνια ουλοι μαζι συγκουρβουλοι...

των Φούρνων Ικαρίας εδώ, αλλά και της Χώρας Μεσσηνίας εδώ, όπου το παράδειγμα είναι πιό κοντά στην κυριολεκτική έννοια (όλοι, μαζί με τα κούτσουρα):

Τσίγλα το κούτσουρο με τη μασά αλλά τα μάτια σου τέσσερα μη πεταχτούνε σκατζουλήθρες και καούμε συγκούρβουλοι δω μέσα

Επίσης χρησιμοποιείται και ο όρος ξεκουρβουλώνω, που σημαίνει βγάζω από τη ρίζα, καταστρέφω εκ θεμελίων, κυριολεκτικά ή μεταφορικά.

Μετά το χαμό του παιδιού δεν είδανε άσπρη μέρα. Τσ'έφαε ο καημός του. Κανένας δε 'πόμεινε. Ξεκουρβουλωθήκανε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία