Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

  1. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο από παίχτες παιχνιδιών RPG και MMO για να δηλώσει πως οι χαρακτήρες των παιχτών δεν διαθέτουν ικανοποιητικό αριθμό ή και καθόλου μπάφς (αγγλ. buffs), δηλαδή ξόρκια που ενισχύουν άμυνα, επίθεση, μαγική ενέργεια κλπ, για να μπορούν να νικήσουν ένα δυνατό τέρας, μία ομάδα τεράτων ή μία αντίπαλη ομάδα παιχτών.

  2. Αυτός που δεν βρίσκεται (ακόμα) υπό την επήρεια χασίς, γνωστό και ως μπάφο, με αποτέλεσμα να μην διαθέτει την ίδια καλή διάθεση (ή να μην την έχει ακούσει ακόμα) όπως οι υπόλοιποι, που είναι ήδη μπαφαρισμένοι.

  1. Και στις γκόμενες έτσι λες όταν γελάνε; Κάτσε να φέρω τον μεγάλο μου με full buffs; Είσαι μικρός και αμπαφάριστος; εε; (Από εδώ)

  2. Εγω σαν hunter εχω γυρω στα 130 fr αμπαφαριστος και πινω 1 μονο fr potion.Τωρα οταν βγαινουν τα sons,σταματαμε ολοι το dps στον ragn, τα παμε στους warriors και κανουμε assist στον main hunter. (Από εδώ)

  3. - Μας κάλεσε ο Αρτέμης για βραδιά best of ιρανικού κινηματογράφου. - Κουλ, περνάμε μία από Λιβάδι πρώτα γιατί Τεχεράνη και αμπαφάριστος με την καμία...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συντομογραφία της αγγλικής φράσης good game (= καλό παιχνίδι).

  1. Μια ευγενική παρατήρηση που εκφέρεται μετά το τέλος ενός γύρου / αγώνα ή μετά το τέλος ενός παιχνιδιού (διαδικτυακού, όπου μετέχουν συνήθως πολλοί παίκτες, multiplayer game), για να δείξει ότι ένας αγώνας ήταν δίκαιος και ευχάριστος.

α) Συνήθως εκφέρεται συλλογικά από όλους τους συμμετέχοντες του παιχνιδιού, ως επίδειξη καλής αθλητικής συμπεριφοράς.

β) Μερικές φορές μπορεί να έχει και ειρωνικό, περιπαικτικό ή προσβλητικό (υπο)νόημα.

  1. Ως συγκαταβατικό σχόλιο, συχνά εκφερόμενο από κάποιον που δε γνωρίζει την παραπάνω (1.) σημασία, και απλώς επαναλαμβάνει αυτό που οι άλλοι έχουν πει.

  2. Ορισμένες φορές χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της φράσης: «μια χαρά».

Στην Αγγλική αποτελεί το αντίθετο του BG (bad game).

  1. Η Κόκκινη όμαδα κέρδισε, 50 - 47
    Κόκκινη ομάδα: GG
    Μπλε ομάδα: GG

  2. Στο τέλος ενός γύρου (λ.χ. στο διαδικτυακό παιχνίδι Dota):
    [Volmarias] gg
    [JikYo] gg
    [Tripitos] gg
    [Trelo
    Kokori] gg
    [Tardias] gg

  3. Η Μπλε όμαδα κέρδισε, 60 - 5
    Μπλε ομάδα: GG, κόκκινη ομάδα!
    Κόκκινη ομάδα: Άντε γαμήσου!

  4. Α: Πώς είσαι; Β: GG.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λήμμα που οι ρίζες του εντοπίζονται στα παιχνίδια στρατηγικής (συνήθως ηλεκτρονικά). Για να γίνω πιο κατανοητός, ας παραθέσω ένα εξ αυτών το οποίο έχει απασχολήσει γενεές επί γενεών Ελλήνων. Στο παρόν παιχνίδι, η φράση απαντάται εναλλακτικά και ως «Στέλνω σπαθάκια», διότι όταν κανείς βρίσκεται υπό πολιορκία, εμφανίζονται δύο σπαθιά σε συγκεκριμένο σημείο του παραθύρου του παιχνιδιού ώστε να το αντιληφθεί και να πάρει τα μέτρα του.

Η σημασία της φράσης, όπως ίσως να έχετε ήδη υποθέσει, είναι η εκδήλωση εχθροπραξιών από το μέρος αυτού που τη χρησιμοποιεί, σε άλλους παίκτες, με σκοπό την ολική τους καταστροφή και την επιβολή και επέκταση της κυριαρχίας του.

- Έλα παιδί μου, θα κρυώσει το φαγητό και δεν θα τρώγεται μετά!
- Περίμενε ρε μάνα, έχω να στείλω κάτι επιθέσεις σε ένα νουμπά εδώ πέρα, και πρέπει να γίνουν σε... Δύο λεπτά και τριάντα-τρία δευτερόλεπτα ακριβώς.
- ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναβαθμίζομαι. Ανεβαίνω επίπεδο (level στα αγγλικά).

Όπως αναπτύσσει ο ορισμός του συνώνυμου λεβελιάζω, προέρχεται από τα διάφορα ηλεκτρονικά παιχνίδια και, πριν από αυτά, τα επιτραπέζια παιχνίδια ρόλων που προβλέπουν επίπεδα στις ιδιότητες των παικτών. Ένας παίκτης έχει διάφορες ιδιότητες: invisibility (το να είσαι αόρατος), ταχύτητα, θωράκιση κλπ. Με διάφορους τρόπους όπως μαζεύοντας ειδικά αντικείμενα ή επιφέροντας χτυπήματα κατά αντιπάλων, οι ιδιότητες αυτές βελτιώνονται, παίρνουν λέβελ. Λέβελ παίρνει και ολόκληρος ο παίκτης, χάριν μετρησιμότητας της αξίας του.

Σε άλλα συμφραζόμενα, παίρνει λέβελ ό,τι καλυτερεύει, ό,τι αναβαθμίζεται λίγο αλλά διακριτά από την μία στιγμή στην άλλη. Μια μικροκοινωνία, μια συνεχιζόμενη προσπάθεια κάποιου ή κάποιων, μια εταιρεία, ένας άνθρωπος.

Χρησιμοποιείται και σοβαρά και περιπαικτικά.

  1. Από εδώ:
    Και τώρα που το post πήρε level και ελέγχθηκε και η ορθογραφία του, ξαφνικά αποκρυπτογραφήθηκε το κρυφό του μήνυμα και τα μιλιούνια των ανθρώπων που προηγουμένως δεν καταλαβαίνανε, ώ, τι θαύμα, διαφωτίστηκαν...

  2. Από εδώ:
    σκληρό chapter. tr00. ο μαντάρα τελικά μοιάζει λίγο με τον oobito; :Ο βλέπω δεν είμαι ο μονος που βλέπει την ομοιότητα. η κόναν είναι σκέτη πώρωση. μου άρεσε και πριν αλλα τώρα πήρε level

  3. Από εδώ:
    ρε μλκ ήξερα ότι είσαι βρώμικο μυαλό, αλλά τί να πω, πλέον έχεις πάρει level

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το αγγλικό bot, συντομογραφία του robot. Λέγεται φυσικά και μποτ, χωρίς χαϊδευτικά.

Μποτάκια είναι οι εικονικοί παίκτες σε ένα παιχνίδι, κυρίως FPS, τους οποίους χειρίζεται ο υπολογιστής. Ο σκοπός τους είναι να γεμίζουν έναν σέρβερ με «κόσμο» ώστε να μη διστάζει κάποιος πραγματικός παίκτης να μπει και να παίξει. Μποτάκια χρησιμοποιούνται π.χ. στο Counter-Strike, στο Quake, στο Unreal Tournament.

Πρόκειται για λύση ανάγκης, ιδίως παλαιότερα που οι ταχύτητες του ίντερνετ δεν ήταν καλές και το παιχνίδι online σήμαινε ένα μεγάλο ρίσκο για την ψυχική σου υγεία (τον έχεις στο σκόπευτρο για ένα απολαυστικό kill και κολλάει η γραμμή - επανέρχεται και ανακαλύπτεις ότι είσαι ήδη νεκρός). Το πρόβλημα έγκειται στην τεχνητή νοημοσύνη του μποτ που είναι, συνήθως, σκατά. Βλέπεις δηλαδή τους δήθεν παίκτες να κουτουλάνε πάνω σε τοίχους, να σκαλώνουν σε πόρτες και άλλα εκνευριστικά. Ή, ακόμα χειρότερα, βλέπεις να κοιτάνε αλλού, ότι ντεμέκ και καλά δεν σε είδανε και, μόλις φάνε την πρώτη σφαίρα, γυρίζουν 180 μοίρες σε μισό κλικ του δευτερολέπτου και σε πετυχαίνουν με την πρώτη σφαίρα στο κεφάλι.

Μποτάκια επίσης υπάρχουν σε ιστοτόπους με τη μορφή εικονικών χρηστών. Είναι το αποτέλεσμα λογισμικού που «καταλαβαίνει» το πώς γίνεται το sign in και εγγράφει αυτόματα χρήστες με τυχαία ονόματα και απώτερο σκοπό είτε να καταχωρεί διαφημιστικά σχόλια τ. «Για δωρεάν ταινίες που μόλις βγήκαν σε κινηματογράφους επισκεφθείτε εδώ», είτε απλώς να σπαμάρει.

Αυτός ο εκνευριστικός, μη ανθρώπινος συνδυασμός μηχανιστικής ηλιθιότητας και ανέμπνευστης σκέψης με εκλάμψεις απροσδόκητα καταστροφικής δράσης είναι που οδήγησε το μποτάκι να ενσωματωθεί και σε μη gaming περιβάλλοντα. Μποτ ή μποτάκι λοιπόν, όταν αναφέρεται σε ανθρώπους, είναι ο άκυρος, ο ανεκδιήγητος, ο οφ. Ο τραγικός, ο πειραγμένος, ο αλέν ντελόν, ο γεια σου.

  1. - Άντε μπείτε στην dust!
    - Τι να μπούμε ρε μαλάκα, με μποτάκια θα παίζουμε τώρα; Πάμε σε καμιά άλλη να γουστάρουμε σφαγή.

  2. - Άνοιξε κάνα παράθυρο ρε φίλε, ντουμανιάσαμε εδώ μέσα.
    - Πώς ανοίγει το γαμίδι... κρατς! μπαμ! ντουπ!
    - Σιγά! Σιγά ρε μποτάκι, γύρνα πρώτα το χερούλι και μετά τράβα, για όνομα να πούμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεξία: είμαι ιντερνετικώς πώς συνδεδεμένος με τον άλλον (σε παιχνίδι, σε τσατ, σε μπλογκ, σε ό,τι).

Μεταφορικά: η σκέψη μου συμπίπτει με του άλλου ως δια μαγείας, σα να λέμε τηλεπάθεια ένα πράμα. Είμαι «στο ίδιο μήκος κύματος» με αυτόν, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία συνεννόηση, απολύτως τυχαία.

Αντίθετο: είμαι είμαι οφλάιν, οφ (σημασία 1δ).

Από το αγγλικό on line.

  1. - Ρε φίλο, όλη μέρα σε έβλεπα ονλάιν, γιατί δεν απαντούσες;

  2. - Δε μπάμε να χτυπήσουμε κανα μπυρόνι λέω γω;
    - Καλά ε, είμαστε ονλάιν, αυτό ακριβώς πήγα να σου πω και γω τώρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα RPG (role playing games = παιχνίδια ρόλων) online και μη, ο παίχτης ελέγχει έναν ή πολλούς χαρακτήρες μαζί. Αυτοί έχουν κάποιες δυνατότητες, π.χ. δύναμη, επιδεξιότητα κλπ. Όσο παίζει κάποιος λοιπόν, ο χαρακτήρας από τις μάχες αποκτά εμπειρία (ΧΡ) που μεταφράζεται σε πόντους τους οποίους προσθέτεις στον χαρακτήρα σου.

Μ : Άσε Βάγγο είμαι ξενύχτης.
B: Γιατί ρε Μίτσακλα;
M: Κάηκα χθες στο WOW μπας και μαζέψω κανά ΧΡ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν είδα να υπάρχει κάπου αλλού, οπότε το βάζω.

WOW λοιπόν είναι το αρκτικόλεξο που χρησιμοποιείται χάρη συντομίας για το ηλεκτρονικό παιχνίδι World of Warcraft. Το παιχνίδι αυτό παίζεται από εκατομμύρια παίκτες σε όλον τον κόσμο και σίγουρα θα έχετε ακούσει κάποιον πιτσιρικά που συχνάζει σε ίντερνετ καφέ, να λέει: «Δεν μπορώ τώρα, παίζω WOW».

Το παιχνίδι αυτό είναι MMORPG, δηλαδή μαζικό ον λάιν παιχνίδι ρόλων (συγγνώμη για την κακή μετάφραση του όρου, θα βάλω τον ορισμό αργότερα), το οποίο είναι τρομερά εθιστικό, ειδικά σε παιδιά 12-16 χρονών.

Άσε μας ρε μάνα, πού να βγω τώρα; Παίζω WOW και έφτασα επίπεδο 30. Άσε την Μαρία να με περιμένει. Αν δεν της αρέσει ας με παρατήσει, σκασίλα μου, εγώ παίζω τώρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συντομογραφία του economy. Χρησιμοποιείται από παίκτες του Counter-Strike σε μορφή παραγγέλματος προς τους συμπαίκτες. Σημαίνει πως, στον συγκεκριμένο γύρο του παιχνιδιού δεν πρέπει να αγοράσουν κανένα όπλο αλλά να παίξουν με το πιστολάκι (που παίρνουν δωρεάν) για να μαζέψουν λεφτά για κάποιο ακριβότερο όπλο στον επόμενο γύρο (σε κάθε γύρο οι παίκτες παίρνουν ένα ποσό, και καλά σε δολάρια). Αυτό σημαίνει ότι το round πρέπει να θεωρείται χαμένο, αφού χωρίς εξοπλισμό, στάνταρ θα πάρουν τον πούλο. Το πολύ-πολύ να φάνε κανέναν αντίπαλο από κωλοφαρδία και να του πάρουν το όπλο, μπας και κάνουν κανένα kill παραπάνω.

Παλιά γινόταν μόνο αν οι συμπαίκτες ήταν στον ίδιο χώρο και έπαιζαν μέσω lan, οπότε ο ένας το φώναζε στους άλλους, αλλά από ένα σημείο και μετά προβλέφθηκε η ενδοεπικοινωνία εντός του παιχνιδιού, οπότε γίνεται και μέσω internet.

Σ.ς. Το Counter-Strike είναι ένα από τα πιο δημοφιλή παιχνίδια του είδους fps και παίζεται από χιλιάδες παίκτες καθημερινά, από το λανσάρισμά του πριν από δέκα (!) χρόνια μέχρι σήμερα.

- Γέφυρα. Γέφυρα τρεις! ΓΕΦΥΡΑ! Σκατά. Αγορά! Ρίξε smoke! Κωλόζωα! Λαμέρια! Ok, ok, το χάσαμε, άστο. Στον επόμενο έκο. Έκο! ΕΚΟ!
- Ε σκάσε πια, γαμώ την ηχορύπανσή μου γαμώ! Δεν παίζουν όλοι εδώ μέσα counter!

Eco round. (Στα αγγλικά βέβαια.) (από patsis, 25/08/10)Ουμπέρτο Εκο (από GATZMAN, 25/08/10)Μικτης με echo (από GATZMAN, 25/08/10)(από GATZMAN, 25/08/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως από εφήβους, gamers, άτομα που τους αρέσουν οι ταινίες Ε.Φ. και γενικώς καμένους. Αναφέρεται φυσικά στα Αμερικάνικα φαντάρια (marines), αλλά δε μιλάμε για τα πραγματικά φαντάρια που βρίσκονται στο Κόσοβο ή το Αφγανιστάν ή αυτά που βασάνιζαν Ιρακινούς στο Αμπού-Γκράιμπ. Όχι!

Μιλάμε για για τους space marines, τα εξιδανικευμένα φαντάρια που βλέπουμε στις ταινίες του Κάμερον και σκοτώνουν Άλιεν, σάιμποργκ ή Ζεργκ. Αυτά που βλέπουν με θερμικές κάμερες, έχουν φουτουριστικά πολυβόλα με λέιζερ (αν έχουν σφαίρες καταγράφουν τον αριθμό που έμεινε σε LED), έχουν κάνα-δυο cyber εμφυτεύματα για να είναι πιο γαμάτοι, μιλάνε με μικροπομπούς στις μάσκες που κάνουν «κχχχ», λεγοντας φρασεις οπως «affirmative» και άλλα τέτοια καυλωτικά.

Συνήθως οι καραβανάδες των μαρινιών δεν φοράνε τέτοια καραγκιοζιλίκια, αλλά για να δείξουν τη γαματοσύνη τους καβαλάνε τρίμετρα οχήματα mech που βαράνε ρουκέτες. Επίσης συνηθίζουν να λένε κυνικές ατάκες με λογοπαίγνια (πχ. «ας τελειώσουμε την επίθεση γρήγορα και ανώδυνα γιατί θέλω να φάω νωρίς βραδινό») και γενικώς αφήνουν πίσω τον πρωτόγονο Ράμπο να πηδάει δέντρα δεύτερος και καταϊδρωμένος.

- ... και που λες το τέλος σκάνε εκεί τα μαρίνια με τα ελικόπτερα και τα ρομπότ και αρχίζουν να βαράνε στο ψαχνό με τα λέιζερ και φλογοβόλα. Τα κάνουν όλα λίμπα. Δεν μένει ούτε εξωγήινο αυτί!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία