Ο Καρδιτσιώτης. (Δες).
Παντρεύτηκε έναν καραγκουνοκέφαλο.
Ο Καρδιτσιώτης. (Δες).
Παντρεύτηκε έναν καραγκουνοκέφαλο.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο παρατατικός του ρ. "είμαι", όπως λεγόταν παλιότερα στην περιοχή της ανατολικής μακεδονίας και στα δυτικά παραθεσσαλονίκια (αναφορά vikar στο νάμαν) και όπως χρησιμοποιείται ακόμη σήμερα στο διαδίκτυο, (επιβεβαιώνεται η βόρεια χρήση) εν είδη πλάκας, μαγκιάς (μοιάζει δηλ. αρκετά με την χρήση του μαρή).
Συγκεκριμμένα
Σημειώσεις:
1. Από το εν λόγω σημαντικό σχόλιο του vikar στο νάμαν, δεν μπόρεσα να βρω παραδείγματα για τα α' και β' πρόσωπα πληθυντικού ημάστε, ησάστε.
2. Στο 6ο παράδειγμα φαίνεται οτι πιθανόν οι τύποι αυτοί ήταν ή είναι ακόμη σε χρήση και στη θεσσαλία.
3. Σλανγκασίστ --> η πάσα που έδωσε ο vikar στον HODJA και μετά από 4 χρόνια την έπιασε η αφεντιά μου.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Από το ρήμα escape. Σημαίνει ότι έχει ξεφύγει το μυαλό κάποιου, οι τρόποι του κτλ.
Το άκουσα στον Βόλο!!
Πάει αυτή... Σκαπέτησε από την ζέστη...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Και σβουγκανάω.
Χτυπάω άσχημα, βαράω, και με σεξουαλική σημασία. Θεσσαλικό.
Τι την ζβουγκανάει μεσημεριάτικα και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Χρησιμοποιείται για το άχρηστο μαχαίρι που δεν κόβει καλά.
Έχω ακούσει και την εξής παραλλαγή από την Θεσσαλία: «Δεν κόβει ούτε πούτσο από πεθαμένο».
Αυτό το μαχαίρι δεν κόβει ούτε του σκυλιού τον κώλο.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Θεσσαλική λέξη που χαρακτηρίζει κάτι πάρα πολύ λεπτό.
Από το φύρα και το φύλλο, δηλαδή κάτι λεπτότερο ακόμα κι από ένα φύλλο.
Κάνω μία απόπειρα ετυμολογίας, με κίνδυνο να πέσω σε παπαρετυμολογία, και να δικαιολογήσω την ορθογραφία που πρέπει να τονίσω ότι είναι αυθαίρετη -δεν έχω δει ποτέ την λέξη γραμμένη και ο γούγλης δεν έχει καμία επιστροφή
- Μην βγεις έτσι έξω, θα κρυώσεις.
- Πήρα σακάκι.
- Τι, αυτό το φύρφυλλο, κάνει κρύο παιδί μου...
- Τι κρύο ρε μάνα, 28 βαθμούς έχει!
Είχα βρει μια ωραία σοκολάτα με γέμιση μέντα, αλλά όχι σαν τα φύρφυλλα τα after eight, κανονική σοκολάτα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Συνώνυμο του «μούφα».
Αυτός/αυτό δηλαδή, που δεν έχει την ποιότητα που θα περιμέναμε, και είναι είτε ψεύτικο, είτε χαλασμένο.
Μπορεί φυσικά να χρησιμοποιηθεί για οποιαδήποτε δυσάρεστη κατάσταση.
- Τη δοκίμασες τη νέα «φάντα» με γεύση καρπούζι;
- Άσε ρε φίλε, μην πάρεις, είναι πατσαρδέ. Δεν πίνεται με τίποτα.
Λέξεις σχετικές με απομίμηση: Artisti Gargaliani, γιαλαντζί, γκρέκα, Emporio d' Armani, ιμιτασιόν, κόκα φόλα, λαϊκόστ, μαϊμού, μάρκα μ' έκαψες, μέιντ ιν Τσάινα, μουσαντέ, μούσι, μούφα, ντόλτσε καμπάνα, πανεράι, πασλέ (Γιάννενα), πατσαρδέ (Καρδίτσα), περιπτερέημπαν, φέσι, φόλα, φόλεξ, Χαρμάνι, ψέμα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Τοπικός ιδιωματισμός της Ρούμελης και της Καρδίτσας που σημαίνει πεδικλώθηκα κι έπεσα.
- Πω πω, πάλι απστόμσα έτσι με τις αρίδες σου απλωμένες.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Σκωπτικά η πόλη Τρίκαλα, υπονοώντας ότι οι κάτοικοί της είναι τυρόβλαχοι, τύροι, ή τυρόλδοι (βλ. και ντιρόλο). Βέβαια, συνήθως οι παρόμοιες εκφράσεις χαρακτηρίζουν τους Λαρισαίους, πρβλ. τυρί, τυρέμπορας, τυρόγαλο, αλλά πιάνει η μπάλα και τους Τρικαλινούς.
- Πώς το βλέπεις το Μαράκι; Νταξ, είναι από τα Τυρίκαλα, αλλά από όταν πήγε Εράσμους στην Μπαρτσελόνα έχει κάνει στροφή στην πχοιότητα!
- Καλό το Τρίκαλο! Τι λέω; Τι καλό; Τρίκαλο και βάλε.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έκφραση θαυμασμού και ικανοποίησης, ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Λάρισα.
- Θα βγω ραντεβού με την Άντζι σήμερα!
- Ναι ρε βλάχο!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία