Κομοτηναίικη ομάδα Α΄Εθνικής...τι; Superleague τη λένε τώρα; Α, εντάξει, κομοτηναίικη ομάδα Superleague τότε.

- Κοίτα ρε ο Πάνθραξ. Θυμάμαι πριν από τέσσερα χρόνια τον έβλεπα στο ENA Channel που έπαιζε με τον Ορφέα Ελευθερούπολης, και τώρα παίζει με Ολυμπιακό. ΗΜΑΡΤΟΝ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τοπική έκφραση χρησιμοποιούμενη κυρίως στις Σέρρες. Σημαίνει επίδειξη, προσπάθεια ανούσιου εντυπωσιασμού.

Ο τύπος πήρε BMW για σαλτανάτι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η σύναξη των γιαγιάδων της γειτονιάς στα χωριά της βόρειας Ελλάδας. Σε αυτοσχέδιο πάγκο συνήθως, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, αποτελεί το σημείο αναφοράς στον μικρόκοσμο των γιαγιάδων. Η λέξη είναι σλαβικής προελεύσεως, από το ρήμα sobrat' (собрать, στα ρώσικα) που σημαίνει συγκεντρώνομαι. Λόγω γεωγραφικής εγγύτητας της Θεσ/νίκης στην πρώην Γιουγκοσλαβία μάλλον προέρχεται από το σερβικό sobrati, το οποίο αναφέρεται και σε συνελεύσεις της Βουλής, πολιτικές συνάξεις.

Έφαγες αγόρι μου; Θα πάω στο σόμπορο με την Τασούδα, θέλεις κάτι άλλο;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τουρκικής προελεύσεως λέξη, συνώνυμη του ηλιθίου ή βραδύνοος ανθρώπου. Συναντάται και στο θηλυκό, ως αχμάκω. Κοινός όρος στη βόρεια Ελλάδα.

Καλό παιδί ο Γιάννης, αλλά λίγο αχμάκης ρε παιδί μου, συμφωνείς;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ουσιαστικό πού δηλώσει μια κατάσταση κούρασης, βαρεμάρας, ζαλάδας, μέθης κλπ.

Χρησιμοποιείται κυρίως στην Ξάνθη και συνήθως συνοδεύεται από την λέξη πασά μ' (πασά μου).

— Γιάννη είσαι για κάνα PRO το βραδάκι;
— Μπααα, τζάλα είμαι πασά μ', θα την πέσω νωρίς απόψε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πομάκος είναι ο μουσουλμάνος της Θράκης. Όμως πλέον χρησιμοποιείται εκεί πέρα με την έννοια του βλάκα, του ηλίθιου.

- Πω δεν πήρα λεφτά για το σινεμά...
- Α ρε πομάκο... (=α ρε βλάκα...)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρουμάνικης προέλευσης. Αρχικώς ο χυλός από σιμιγδάλι ή άλλο (φθηνό) αλεύρι. Γνωστό και ως Κατσαμάκι στην Μακεδονία, την Θράκη αλλά και στην Βουλγαρία. Πιο τρέντυ ως Πολέντα.
Μεταφορικώς το χρήμα, το κέρδος.

- Να κάνουμε αυτή τη δουλειά;
- Ναι, αλλά έχει μαμαλίγκα η υπόθεση, ή τζάμπα μιλάμε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα Αλεξανδρουπολίτικα, σημαίνει την κοπάνα από το σχολείο, αδικαιολόγητη ολιγόωρη απουσία από το μάθημα, με κύρια αιτία τον καφέ στο «Παράφωνο», γνωστό τόπο συνάντησης των σχολικών μαζών.

- Ρε συ, κάνουμε κατσάκι στα θρησκευτικά να πάμε για φραπεδούμπα;
- Πάμε Παράφωνο;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ξανθιώτικη λέξη, σημαίνει κοπάνα.

Κάνουμε κατσάκι να πάμε για καφέ;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κουτσομπολιά, συζητήσεις χωρίς θέμα, απλά κουβέντα να γίνεται, συνηθίζεται στην Β. Ελλάδα.

-Πέρνα από δω, είμαστε με την Μαρία και λέμε μασάλια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία