Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Έρχομαι σε κατάσταση νιρβάνας.

Ήπιε τόση πολλή νταφού χτες που την άκουσε κανονικά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι αποκαλείται όποιος ρουφάει ψειρίζει τα ντουμάνια από αναμμένο γάρο παρακείμενης παρέας, ελλείψει δικής του ποσότητας ινδικής κάνναβης.

- Ρε μάγκες ασφαλίτης είναι αυτός;

- Μπα μη ψαρώνεις, για ντουμανόψειρα τον κόβω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τρίφυλλο είναι το γάρο το οποίο έχει στριφτεί με 3 χαρτάκια. Μεγάλο σε μήκος είναι ιδανικό για μεγάλες παρέες και εύθυμες καταστάσεις!

  1. - Θα φτιάξουμε κανα τρίφυλλο ρε μαν;
    - Το ρωτάς; Έτς. Να γίνει Τέξας!

  2. (στίχοι από το άσμα «Χάλια Χάλια» του ραπ συγκροτήματος «ΖΝ»)

«...Παίρνω απ' το κύπελλο το χόρτο το πρώτο
Φτιάχνω ένα τρίφυλλο το πρώτο
Τι είναι αυτά τα ασπρα; Χαρτάκια ασ'τα!...»

βλ. και καρότο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται από τις λέξεις σταφ και «φίλοι». Αναφέρεται στην ομαδική κατανάλωση ναρκωτικών ουσιών, κυρίως χασίς.

Παράγωγα: σταφυλιάζω, σταφύλιασμα, πάτημα σταφυλιών (αναφέρεται στο στρίψιμο τσιγάρου με χασίς)

- Πσιτ,Μάκη, πάμε για... σταφύλι; (κλείσιμο ματιού)
- Έλα ρε φίλεε... Πάτημα σταφυλιών κι έτσι; Το 'ψησα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το χρέωμα (ρήμα χρεώνω, παθ. χρεώνομαι) αποτελεί, με λίγα λόγια, το κάρφωμα. Την ακούσια, συνήθως, αποκάλυψη μιας πράξης ή συνήθειας που δεν είναι συνετό να αποκαλυφθεί. Χρησιμοποιείται ευρέως μεταξύ χασικλήδων είτε αναρχικών. Από τους πρώτους, για την πράξη κάποιου η οποία βάζει σε κίνδυνο την αγάπη τους για το ..εχμ.. βότανο, για τους δεύτερους την ελευθερία τους από την αστυνομία.

  1. Ρε μαλάκα κράτα τον φοσμπά σαν άνθρωπος, χρεώνεσαι σε όλο το πάρκο!

  2. Ρε συ φόρα μαύρα όταν θα πάμε να σπάσουμε την τράπεζα, μη χρεωθείς μετά!

  3. Μα πες μου, κυκλοφορείς με τα χρεωμένα χαρτάκια (σ.ς. που λείπει το πάνω μέρος για την δημιουργία τζιβάνας);

Βλέπε και χου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η τζούρα του τσιγάρου (που έχει φτάσει σχεδόν μέχρι το φίλτρο), κατά την οποία το βάζουμε ανάμεσα στις αρχές του δείκτη και του μέσου, κλείνουμε τη χούφτα σφιχτά και ρουφάμε από την τρύπα που δημιουργήθηκε ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη. Τέτοιες τζούρες παίρνουν συνήθως όσοι κάνουν οικονομία στα τσιγάρα.

Προφάνουσλυ η ονομασία έρχεται από την κούφια γροθιά που σχηματίζει ο χρήστης. Αρκετά θανατηφόρα τζούρα, οπότε με μέτρο.

- Τι κάνεις εκεί ρε;
- Κούφια. ...Oικονομική κρίση ψηλέ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τεμαχισμός δια δαγκώματος του κατεργασμένου χασίς (μαύρο), ο οποίος ισοδυναμούσε με πρόχειρη μονάδα μέτρησης και διάθεσης (πώληση ή ανταλλαγή ή χάρισμα) του χασίς. Σλανγκιά που δεν πολυχρησιμοποιείται πια, είναι dated, καθώς υπάρχουν κι άλλοι τρόποι τεμαχισμού.

- Πόσο θες για μια δοντιά από αυτό;
- Φίλε είναι καϊνάρι, για σένα ένα δεκαρικάκι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το τσιγάρο με χασίσι, ο μπάφος.

Ήμασταν χτες με το Γιώργο και μας κέρασε ένα γαρδούμπι... Ακόμα χάλια είμαι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αφενός το μουσικό και μη σουξεδάκι και αφεδύο η τζούρα κανναβινοειδούς ή άλλης ουσίας, κυρίως από μπονγκ ή πίπα.

Εκ του αγγλικανικού hit.

- Παίξτε και κανα χιτάκι. Όλο κάτι b-sides παίζετε...
(εκεί)

- Ε, λοιπόν κι εσείς οι ποιοτικοί τα ίδια σκατά είστε. Νούμερο ένα χιτάκι ήταν οι τσοντίτσες της greek erotica! Και μάλιστα οι τσοντίτσες που σύμφωνα με τις επιστημονικές έρευνες του Bouldela.com είναι το τοπ ελληνικού γούστου: λεσβιακά.
(εδώ)

- Μπρε Μανωλιό, πιε ένα χιτάτσι και φεύγει το φαρμάτσι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γιαννιώτικος ιδιωματισμός, αποτελεί εφαλτήριο για BMX.

Ώρε χρηστάρα, φέρε μπύρα, πάτα Γάρα, να γίνει πά'ι της καραπουτανάρας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία