Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Προέρχεται από τις λέξεις σταφ και «φίλοι». Αναφέρεται στην ομαδική κατανάλωση ναρκωτικών ουσιών, κυρίως χασίς.

Παράγωγα: σταφυλιάζω, σταφύλιασμα, πάτημα σταφυλιών (αναφέρεται στο στρίψιμο τσιγάρου με χασίς)

- Πσιτ,Μάκη, πάμε για... σταφύλι; (κλείσιμο ματιού)
- Έλα ρε φίλεε... Πάτημα σταφυλιών κι έτσι; Το 'ψησα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δυσνόητη εκ πρώτης όψεως έκφραση που αναφέρεται στην στάση του σώματος μετά από κάπνισμα δυνατού μπάφου όταν π.χ. το θύμα κάθεται σε καναπέ.

Τρεις τζούρες έκανε ο Μητσάκος και έμεινε Στήβεν Χώκινγκ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το σκάλωμα μιας ομάδας μπάφκετ που έχει εξασφαλίσει μεγάλη ποσότητα, έχει κλειστεί στο μπαφόσπιτο και έχει καεί στο μπάρμπεκιου.

Λέγεται επεξηγηματικά για να αιτιολογήσει κανείς την ξαφνική απουσία όλων των φουνταμενταλιστών της παρέας, ξεκαθαρίζοντας πως οι μόνες λύσεις για να τους ξανασταμπάρουμε κάπου είναι να τελειώσει η νταφού ή να τελειώσουν οι πάστες.

Παραφθορά παλαιότερου punchline από διαφήμιση υγρού πιάτων: «Στο Βιλλαμπάχο ακόμα τρίβουν».

- Καλά, αυτοί οι χαβαλέδες άρχισαν να λείπουν κι από τα εργαστήρια τώρα;
- Ποιοι μωρέ, οι φουντικοί κι οι χασίστες; Στο βιλλαμπάφο ακόμα στρίβουν... Ήρθε η άκρη τους από κάτω και έχουν καπνίσει μισό στρέμμα σε δυο μέρες...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην αργκό των χασικλήδων, δηλώνει ότι αυτός που έστριψε το γάρο είναι ο ίδιος που θα το σκάσει (ανάψει).

- Ποιος το σκάει;
- Στρίφτης σκάστης είπαμε...

Σε άλλες γλώσσες: wer baut, der haut (γερμανικά).

Χασισοσοφία: να γυρίζει, στρίφτης σκάστης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην δεκαετία του '30 ένα τάλιρο ήταν μιά ποσότητα χασίς μεγέθους κέρματος πεντάδραχμου της εποχής (με το κατάλληλο πλάσιμο, καθότι μαλακό και εύπλαστο - δεν είχε πέσει πολλη χέννα) το οποίο ζύγιζε περι το 1 δράμι = 3,2 γρμ.
Δεν ξέρω άν είχε και σχέση με την τιμή του (αν και από πάντα η τιμή ήταν πιό ευμετάβλητη, ανάλογα την επάρκεια της αγοράς την ποιότητα, την αξία του νομίσματος κλπ κλπ)

Στην υπόγα

Ρε ν’ από πι ρε ν’ από πίσω στη στρατώνα βαρέσαν μα βαρέσαν μάγκα στην υπόγα

Μπαίνει 'νας μπα μπαίνει 'νας μπάτσος με το κούφιο Και ρίχνει μου και ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο

Και κατρακύ και κατρακύλισε το φέσι μας σβήνει ο να μας σβήνει ο ναργιλές στη μέση

Ωωωωωώχ ωωχ!

Και τον ανά και τον ανάβει η Κυριακούλα ρε που `χει τάλιρα και τσιγαριές στη ζούλα

Γεια σου ρε Μή γεια σου ρε Μήτσο στραβοκάνη που σαι μαστού πουσαι μαστούρι απ’ το ντουμάνι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η συνήθεια αρκετών κατεστραμμένων παρεών ολκής να πηγαίνουν το βράδυ έπειτα από διαρκές κάψιμο με ξύδια και χόρτα στο σπίτι αυτού που του χουν μείνει αλκοόλ και φούντες, ώστε να λάβει η ανεπίσημη αυτή γιορτή ένα τέλος, πιθανότατα όντας όλοι αλοιφή σε καναπέ κρεβάτια, καρέκλες και πατώματα (λες και δεν τα χουν ήδη χορτάσει αυτά, όλοι οι ρούκουνες!)

- Έλα πάμε στον Στελάρα να φάμε, και μετά τελετή λήξης στου Μήτσου.
- Καλά ρε δράκε, κι άλλο θες; Δεν χόρτασες κραιπάλες για σήμερα;
- Μόνο με την τελετή λήξης σταματάει, αφότου παραδώσουμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μονάδα μέτρησης κόκας ή πρέζας ή (σε μερικές περιπτώσεις) μπάφου.

- Ρε μαλάκα, πόσο κοκό πήρες;
- Πέντε τζι πήρα, δε φτάνουν ρε;!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του γνωστού μπάφου. Με λίγα λόγια ένα χορταράκι του Θεού που σε ταξιδεύει σε άλλη διάσταση. Προέρχεται από το αγγλικό ρήμα joint αφού το τσιγαριλίκι περνάει από όλα τα στόματα της παρέας.

- Πώς περάσατε στο πάρτυ;
- Α, δεν έχω παράπονο. Μας περιποιήθηκαν τα παιδιά. Μέχρι και τζόιντ είχαν!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έρχομαι σε κατάσταση νιρβάνας.

Ήπιε τόση πολλή νταφού χτες που την άκουσε κανονικά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάνω μπάφο.

  1. Πλησιάζει ο τυπάς στο περίπτερο (σ.ς. : τότε ήταν μόδα τα αυτοκόλλητα Πόκεμον) και λέει στον περιπτερά:
    - Μάγκα, έχεις χαρτάκια;
    - Πόκεμον;
    - Τι Πόκεμον; Να πιούμε θέλουμε, να πιούμε...(ενώ ταυτοχρόνως χτυπούσε παραστατικότατα την ανάποδη του ενός χεριού στην παλάμη του άλλου)
    (σ.ς. περιστατικό που συνέβη περί το 2001-2002)

  2. - Που έχει χαθεί ο Γιάννης ρε;
    - Άστα! Έχει έρθει ένας ξάδερφος του από Πύργο και έχουν κλειστεί στο σπίτι και όλη μέρα την πίνουνε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία