Τις ανεβάζω τις λέξεις για να μη χαθούν. Άλλη αξία δεν έχουν πλέον.

Μαρκόνια έλεγαν οι Έλληνες της Γερμανίας -κυρίως οι φοιτητές- τα μάρκα.
Φοινίκι έλεγαν το pfennig, την υποδιαίρεση του μάρκου όπου 100 φοινίκια = 1 μάρκο.

  1. - Ρε συ, μπορείς να μου δανείσεις πενήντα μαρκόνια να φάω μέχρι την άλλη βδομάδα ... έμπλεξα σε μια πόκα μυστήρια με κάτι Λάζερμαν απ' το Έσσεν χτες κι έχει καθυστερήσει και το συνάλλαγμα ...

  2. - Ογδόντα φοινίκια έκανε ένας καφές που ήπια και δε μου τον κέρασε ο τσιγκούναρος ... και για πάρτη του τσάκισε δυο ζάχερτορτε ... πάλι καλά που δεν είπε να τα πληρώσω κι αυτά ...

(από poniroskylo, 08/05/08)(από poniroskylo, 08/05/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ομογένεια ευθύνεται για εκφράσεις όπως τα μπιλοζίρια. Εγώ απλά την καταγράφω. Εκ του αγγλικού below zero, αναφέρεται σε θερμοκρασίες υπό του μηδενός και όταν λέμε μηδέν στην προκειμένη περίπτωση μιλάμε για 0 βαθμούς Φαρενάιτ και όχι 0 Κελσίου, δηλαδή επιστημονικά σκατόκρυο.

- Yo! Τι έγινε μπρο; Πιάσαν τα μπιλοζίρια νωρίς εφέτο.
- Yeah... θα φριζάρουν τα λέκια (σ.σ. θα παγώσουν οι λίμνες) πάλι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έλλην μετανάστης εκ Γερμανίας.

Πλακώσανε και οι λαζοντόιτς απο το σόι του γαμπρού στον γάμο και αρχίσανε τα στο σταθμό του Μονάχου, άχου άχου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία