Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Αρχαιοπρεπής, και ωσεκτουτού πλέον εκλεπτυσμένη, εκδοχή του παντελονιάζω. Σημαίνει εισπράττω, βάζω στην τσέπη, καθαρίζω. Το εν λόγω εισόδημα υπολογίζεται πάντοτε και αυστηρά μετά από φόρους και κρατήσεις. Μπορεί δε να είναι δολίως ή νομίμως αποκτηθέν.

Ανήκει στην συζυγία των εις -μι ρημάτων και κλίνεται όπως π.χ. το πίμπλημι = γεμίζω, δηλαδή, πίμπλημι, επίμπλην, παντελονίσκημι, επαντελονίσκην.

Συντάσσεται συχνά και για μεγαλύτερη έμφαση με το ρήμα κάνω: κάνω παντελονίσκημι.

- Μαλάκα, θυμάσαι εκείνα τα ασημένια κουταλάκια που είχα κάνει ώπα απ' τον μπουφέ της θειάς μου της Ευπραξίας... ε, τα σπρώχνω στο ebay... εκατόν σαράντα δύο γιούρια έκανα παντελονίσκημι, χαλαρά...
- Ζαγοραίος...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ταμτιριρί, γνωστό στο σλανγκρ από το σου γαμώ το ταμτιριρί, προήχθη σε ρήμα και μάλιστα σε σουρεάλ παράφραση του Ηρακλείτειου "τὰ πάντα ῥεῖ".

  1. Τα πάντα ταμτιριρεί κάτσε φρόνιμα. (εδώ)

  2. - Δραχμή, βυζί και πολιτικό τουί.
    - Βόλος, δραχμή, τα πάντα ταμτιριρεί
    - Αη Χασου Τα πάντα γιαβρεί
    - Barrett, δραχμή, εγαμησετοτουί (εδώ)

  3. Θέλω να μετακομίσω. Αλλά δε ξέρω ακόμα που. Ζητείται πόλη για Ταμτιριρεί. Διαδωστε. (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι ο μπανιστιρτζής, ο μοχθών στο κολλύριο στα ... αρχαία ελληνικά!
Υπάρχει και ο παρθενοπίπης κι ο αρρενοπίπης, ανάλογα πού πίπτει εγκαύλως το όμμα καθενός.
Από το γυναίκα + οπιπτεύω. (εδώ).

  • Περισσότερα για το πώς θα μάθετε να βρίζετε στα Αρχαία Ελληνικά αλά Ζουράρις ΕΔΩ.

Μάριου Βερέττα, «Τα βρωμόλογα των αρχαίων Ελλήνων»,

Σήμερα είναι εύκολο και γουστόζικο να λέγεται και να γράφεται, εξ ου και τα παραδείγματα.

  1. γυναικοπίπης, ου, ὁ (gunaikopipēs) —one who ogles women” (εδώ)

  2. - Είναι γυναικοπίπης αλερτ==>
    - ΠΑΛΙ ΜΕ ΟΝΕΙΡΩΞΕΙΣ ΜΑΣ ΗΡΘΕΣ? (εδώ)

  3. - Γιατι να εισαι τοσο ψοφια γιαλαντζι αριστεροστροφη πατσαβουρα?
    - Γιατί είσαι ένας πιθηκαλώπηξ γυναικοπίπης. Το πατσαβούρα πρόσεχε μη σου έρθει κοσμάριον (εδώ)

  4. ΛΑΘΡΟΠΙΠΗΣ (ΠΑΡΘΕΝΟΠΙΠΗΣ η ΓΥΝΑΙΚΟΠΙΠΗΣ). (εδώ)

  5. -Τράβα κοιμήσου βρε γυναικοπίπη
    -Κανεις copy paste απο google βρισιες αρχαιων? Καρμπον. Εσυ εισαι μεγαλο νουμερο μιλαμε (εδώ)

  6. ανδρείος (γενναίος) όπως ο Έκτορας, όχι δειλός (παρθενοπίπης) όπως ο Πάρις! (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα γεννητικά όργανα. Η λέξη έγινε γνωστή απο ομιλία του κ. Ζουράρι στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Η λέξη «μέζεα» είναι αρχαία, και σημαίνει τα γεννητικά όργανα, ιδίως του ζώου. Ακριβέστερα, πρόκειται για παράλληλο τύπο του μήδεα που είναι τα γεννητικά όργανα του άντρα. Στην Οδύσσεια, όταν ο Οδυσσέας βρίσκεται ολόγυμνος ναυαγός στο νησί των Φαιάκων και αντιλαμβάνεται τη Ναυσικά με τις φίλες της, κόβει ένα κλωνάρι φουντωτό, «ως ρύσαιτο περί χροΐ μήδεα φωτός» -να κρύψει τ’ αχαμνά του όπως μεταφράζει ο Ζ. Σίδερης. (https://sarantakos.wordpress.com)

Από την εν λόγω ομιλία:
«Πρόκειται περί ληστρικού κράτους. Και βεβαίως, υπενθυμίζω ότι μας έχουν πρήξει τα μέζεα του στεατοπυγικού μας υποσυστήματος οι Γερμανοί ότι «τα κράτη έχουν συνέχεια». Επομένως, εφόσον το ναζιστικό καθεστώς αναγνώρισε τις δυο πρώτες δόσεις, το μεταναζιστικό καθεστώς πρέπει να συνεχίσει, διότι τα μέζεά μας, μας τα έχουν πρήξει.»

(από Khan, 26/03/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Θα μπορούσε να είναι μια περίτεχνη αρχαιοπρεπής τροπή του μαλάκας, κι όμως είναι μία από τις τουλάστιχον 79 λέξεις που διέθεταν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι για να χαρακτηρίσουν τον γκέι. Ναι, οι δύο θεμελιώδεις ελληνικές ύβρεις, μαλάκας και πούστης, έχουν υποστεί ένα ροκέ μέσα στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Μαλακία στην κλασική και ελληνιστική περίοδο ήταν η εκθηλυμένη τρυφηλότητα και μαλακότητα, οπότε μαλακός ήταν αυτός που τον σήκωνε τον χιτώνα.

«Φιλοκαλούμεν μετ' ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας», δηλαδή φιλοσοφούμε χωρίς να κάνουμε πουστιές (Περικλής δια χειρός Θουκυδίδου). Βέβαια, η μαλακία σταδιακά συνδέθηκε με την εξασθένηση (βλ. δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν) και εντέλει με τον αυνανισμό.

Όταν, λοιπόν, οι άλλοι δεν είχαν ακόμη ανακαλύψει τις ηδονές της εναλλακτικής τρύπας, εμείς οι Έλληνες διαθέταμε όχι μία και δύο, αλλά τουλάστιχον 79 λέξεις για να ονομάσουμε τον γκέι, τις οποίες θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας, προτού τις καταχωρίσω στο οικείο λήμμα (ορισμένες υπάρχουν ήδη εκεί, όπως και στο απάνθισμα αρχαίων μπινελικίων υπό Βραστανδρός). Μπορεί οι Νεοέλληνες να έχουμε περί τις 500 λέξεις, αλλά κι οι αρχαίοι μας πρόγονοι έκαναν ό,τι μπορούσαν. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα επιχείρημα κόλαφο εναντίον του Φαλλμεράϋερ και των συν αυτώ, ένα επιχείρημα που θα δικαίωνε πανηγυρικά τον Παπαρρηγόπουλο και τους δίκαιους υποστηρικτές της συνέχειας του ελληνισμού διά μέσου των αιώνων: το εξαπανέκαθεν αδιάπτωτο εθνικό μας πουστριλίκι ως πανηγυρική απόδειξη της υπερτρισχιλιετούς ιστορικής μας συνέχειας.

Πηγή: Βερέττας, Μάριος. Τα Βρωμόλογα των Αρχαίων Ελλήνων. Αρχαίες χυδαιότητες, προστυχιές και βωμολοχίες. Αθήνα, 2007.
(σ.ς. του οποίου το παρόν λήμμα ας λειτουργήσει ως μια ανιδιοτελής διαφήμιση ότι πρόκειται για εξαιρετικό εορταστικό δώρο, μέρες πού 'ναι).

  1. αβροβάτης: θηλυπρεπής άντρας με γυναικείο βάδισμα [< αβρός + βαίνω]
  2. αβροβόστρυχος: θηλυπρεπής άντρας με γυναικείες κοτσίδες [< αβρός + βόστρυχος]
  3. αβροείμων: θηλυπρεπής άντρας με γυναικείο ντύσιμο [αβρός + είματα = ρούχα]
  4. αβροκόμας: θηλυπρεπής άντρας με γυναικεία κόμμωση [< αβρός + κόμη]
  5. αβρόπους: θηλυπρεπής άντρας με γυναικείο βάδισμα [αβρός + πους = πόδι] (σ.ς.: ουκ αβρόχειρ τις αλλά αβρόπους τις).
  6. αΐτας / αΐτης: νεαρός ερωμένος στις δωρικές κοινωνίες, γκόμενος. [<άω = πνέω].
  7. ανδροβάτης: εραστής ανδρών [< άνδρας + βαίνω = προχωρώ, εισχωρώ, μπαίνω, πηδάω]
  8. ανδρόγυνος: ερμαφρόδιτος (σ.ς.: o όρος αυτός έχει μεταφερθεί και σε άλλες γλώσσες, και οι ξένοι αισθάνονται πολλές φορές αμήχανα όταν ακούνε να χρησιμοποιούμε οι νεοέλληνες την λέξη για να περιγράψουμε το ετερόφυλο ζευγάρι. Αν και άργκιουαμπλυ, ένας γκέι πετυχαίνει μόνος του την ισορροπία και σύνθεση που χρειάζονται δύο ετερόφυλοι στρέιτ για να πετύχουν, πρβλ. και τον αριστοφανικό μύθο του ανδρογύνου στο πλατωνικό Συμπόσιον).
  9. ανδροθήλυς
  10. ανδροκοίτης
  11. ανδροκόμος [< κομέω = προσφέρω ερωτικές φροντίδες]
  12. ανδρολάγνος
  13. ανδρομανής
  14. ανδροπόρνος
  15. αρρητοποιός [< άρρητον + ποιώ = αυτός που διαπράττει ακατονόμαστες ασελγείς πράξεις] (σ.ς.: τύφλα νά 'χει ο Wittgenstein).
  16. αρρητουργός (ομοίως)
  17. αρρενομίκτης: αυτός που σμίγει με άντρες
  18. αρρενοφθόρος: αυτός που (δια)φθείρει άντρες, που τους παίρνει την άλλη παρθενιά (όπως ο Βάγγελας του Πέρι).
  19. βάτταλος [< πάτταλος = πάσσαλος = πέος]
  20. γλούτης: ο εύκωλος [< γλουτός = κωλομέρι]
  21. γονοπότης: αυτός που πίνει το σπέρμα (γόνος < γίγνομαι).
  22. γυναικανήρ
  23. γυναικίας
  24. γυναικόμιμος
  25. γυναικόφωνος
  26. γυναικοφυής
  27. γύνανδρος
  28. γύννις: ο άνδρας με γυναικεία συμπεριφορά.
  29. εθελόπορνος: ο εκδιδόμενος με την θέλησή του κίναιδος.
  30. εδρόστροφος : ο κίναιδος που κουνάει προκλητικά τον κώλο του έδρα + στρέφω]
  31. ημίγυνος
  32. ημιθήλυς
  33. θηλάρσην
  34. θηλυδρίας [< θηλυδριώ = φέρομαι ως θηλυκό]
  35. θηλυμίτρης: τραβεστί [< θήλυ + μίτρα = σκούφια] (σ.ς.: πρβλ. και τις μίτρες των αγαμιδίων).
  36. θηλυπρεπής
  37. θηλύστολος: τραβεστί [< στολή = ενδυμασία] («κράτος θηλυστόλων και πεσμένων κώλων, κωλοέλληνες» για να παραφράσω τον Σαββόπουλο).
  38. θρυπτικός [< θρύπτω = ζω θηλυπρεπώς < θραύω]
  39. κατάπρωκτος
  40. καταπυγόσυνος [< κατά + πυγή = κώλος]
  41. καταπύγων [< πυγή]
  42. κέλωρ: νεαρό πουστράκι, τεκνό, πουστρίγκος [κέλωρ = παιδί]
  43. κίναδος: πονηρόπουστας [κίναδος = αλεπού]
  44. κίναιδος [< κινέω = γαμιέμαι, ή πιθανόν πατρετυμολογία < κινώ (προκαλώ) την αιδώ]. (Σ.ς.: σήμερα χρησιμοποιείται ως η πιο λάιτ, επίσημη ονομασία, κι όμως η ετυμολογική σημασία ως «γαμημένος» δεν είναι και τόσο πολιτικά ορθή).
  45. κινησίας [< κινέω = γαμιέμαι]
  46. κεκινημένος
  47. κοπραγωγός: ο επιβήτωρ ανδρών [κολομπαράς] [< κόπρος + αγωγός]
  48. λαικαστής [< ληκώ = πέος]
  49. λακαταπυγών : ο πούσταρχος < λίαν + κατά + πυγή
  50. λάσταυρος < λάσιος = μαλλιαρός + ταύρος = πέος
  51. λάστρις < λάσιος + ταύρος
  52. μαλακίας: ο εκθηλυσμένος < μαλακός
  53. μαλακίων: ο εκθηλυσμένος < μαλακός
  54. μαλακός: ο εκθηλυσμένος και τρυφηλός (ο όρος που χρησιμοποιεί ο απόστολος Παύλος για τους ομοφυλόφιλους)
  55. οπισθοβάτης < όπισθεν + βαίνω (μπαίνω)
  56. οπισθοβατικός
  57. παθικός < πάθος
  58. παιδεραστής
  59. παιδίσκος: εκπορνευμένο ανήλικο αγόρι, τσιμπούκ-ογλάν
  60. παιδοκόραξ
  61. παιδομανής
  62. παιδοπίπης < οπιπτεύω = κάνω μπανιστήρι
  63. παιδοφιλής
  64. παιδοφθόρος
  65. παρατετλιμένος: ο πουστοσέξουαλ με αποτριχωμένα γεννητικά όργανα < παρατίλλω = αποτριχώνω
  66. πρωκτόσοφος (σ.ς. κι ο Σωκράτης ο πρωκτοσοφός, πούστης ήτανε κι αυτός)
  67. πυγαίος < πυγή = κώλος (σ.ς.: άρα το πυγαίο χιούμορ είναι το χιούμορ του κώλου).
  68. πυγαλγής: αυτός που τον πονάει η πυγή του.
  69. πυγιστής: ο κολομπαράς
  70. πυγοστόλος: ο ευτρεπίζων προκλητικά την πυγή του εύκωλος
  71. σαυκρόπους: ο κίναιδος με θηλυπρεπές βάδισμα < σαυκρός = τρυφερός + πους
  72. σαύλος < αύω = ανάβω
  73. σίφνιος / σιφνιαστής < σιφνιάζω = χώνω κωλοδάκτυλο, όπως οι κάτοικοι της νήσου Σίφνος, που τους είχε βγει το όνομα.
  74. συβαρίτης: φιλήδονος και τρυφηλός, αλλά συχνά του γκεϊλικίου συμπεριλαμβανομένου
  75. σφίγκτης: όχι ο σφίχτης, αλλά ο πρωκτικάντζας < σφιγκτήρ του πρωκτού.
  76. φίληβος: ο εραστής εφήβων
  77. φιλομείραξ: ο εραστής μειρακίων
  78. φοινικιστής: ο κίναιδος που κάνει γκρουπ σεξ, επειδή στους Φοίνικες είχε βγει το όνομα ότι κάνουν ομοφυλοφιλικά πάρτυ με ούζα.
  79. χαλκιδεύς: και στους χαλκιδιώτες τους είχε βγει το όνομα.

Τι είπες βρε μαλακίωνα;

(από Khan, 21/12/09)(από Fotis Nitsiopoulos, 21/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χιουμοριστική παραλλαγή του επιρρήματος «αρκούντως» (αρκετά). Βασίζεται σε εσκεμμένα λανθασμένη αντικατάσταση του «ντ» από «δ» όπως αυτό γινόταν παλιά στα ξένα ονόματα (Codrington -> Κόδριγκτον, Don Juan->Δον Ζουάν κ.ο.κ ). Δείχνει επιδοκιμασία, θετική στάση αλλά και ελαφριά ειρωνεία καθώς παραπέμπει στην αρκούδα και στον αρκουδέη.

- Πώς σου φάνηκε το καινούριο Half Life;
- Αρκούδως καλό αν και θα περίμενα τελειότερα γραφικά.

Αναρκούδωτη μοναξιά (από Khan, 19/09/13)

Βλέπε και τουλάστιχον.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο Αρχίας ο ολιγαρχικός άρχοντας της αρχαίας Θήβας, (4ος αι. π.Χ.) γλεντούσε στο σπίτι του έμπιστου φίλου του Φυλλίδα, όταν ένας αγγελιοφόρος που έστειλε κάποιος άλλος φίλος του, έφθασε φέρνοντας ένα πολύ επείγον μήνυμα.
« Το πρόσωπο που σας γράφει, του λέει ο αγγελιοφόρος, σας παρακαλεί να διαβάσετε αυτό το γράμμα, χωρίς καθυστέρηση. Αναφέρεται σε μια πολύ σπουδαία και επείγουσα υπόθεση ».« Ες αύριον τα σπουδαία » απάντησε ο Αρχίας γελώντας και παραμέρισε το γράμμα. Όμως η επόμενη μέρα δεν ήλθε ποτέ για τον Αρχία. Συνωμότες, υποστηριχτές του Πελοπίδα, πολιτικού αντιπάλου του Αρχία, τον δολοφόνησαν ενώ ακόμη διασκέδαζε.

Στη φράση «Χές αύριον τα σπουδαία», η λέξη «Χές» σημαίνει χέσε και και η λέξη «αύριον» αναφέρεται στο προσεχές μέλλον. Με τη φράση αυτή είναι σα να λέει κάποιος σε κάποιον άλλον: Χέσε αυτά που θεωρητικά θα πρέπει να γίνουν.

Η ατάκα όταν λέγεται μπορεί να αφορά τις παρακάτω περιπτώσεις ή συνδυασμό αυτών.Η σημασία της αναλύεται ανά περίπτωση:

Μπορεί να αφορά:

  1. Ανεύθυνη στάση κάποιου για ευρεία γκάμα θεμάτων.
    Μιλάμε για άνθρωπο που δεν παίρνει τίποτα στα σοβαρά, που επιδιώκει να αναβάλλει τα πάντα, που έχει ως ευαγγέλιο του το δεκάλογο του τεμπέλη.Ζει χαλαρά, τεμπέλικα, ανεύθυνα,ράθυμα, μέσα στο ραχάτι.Απορεί βλέποντας τους άλλους να τρέχουν πανικόβλητοι φθείροντας τη ζωή τους. (βλ.παράδειγμα 1)

  2. Διαφοροποίηση της έννοιας του σημαντικού από άτομο σε άτομο:
    Οι λόγοι σπουδαιότητας που προβάλλει κάποιος, δε σημαίνει πως είναι σημαντικοί για κάποιον άλλον.Αν όμως ο δεύτερος ενστερνίζεται τον όρο και είναι αναγκασμένος να ασχοληθεί μ' αυτά (π.χ:υπάλληλος), τότε εργάζεται χωρίς άγχος, αγάλι αγάλι,χωρίς να πολυδίνει σημασία στις λεπτομέρειες. (βλ.παράδειγμα 2)

  3. Επανεκτίμηση της έννοιας του σημαντικού: Αλλαγή της στάσης κάποιου για θέματα τα οποία κάποτε θεωρούσε σπουδαία.Πολλές φορές κάποιοι έχουν σταθμίσει στο μυαλό τους τις σπουδαιότητες που νομίζουν πως έχουν κάποια πράγματα και αντιστοίχως πράττουν.Έρχεται όμως μια στιγμή που σαν να ήρθε το ρεύμα ξυπνούν από το λήθαργο που θεωρούν πως είχαν πέσει, αλλάζουν τον αγχώδη και φθοροποιό τρόπο ζωής τους, απλοποιώντας τα πράγματα.Ετσι αναθεωρούν τις βαρύτητες που θεωρούσαν πως είχαν οι λογής λογής ασχολίες τους λειτουργώντας χαλαρότερα. Ως αφορμή θα μπορούσε να θεωρηθεί:
    α) ένα καραμπινάτο πρόβλημα υγείας που ξεπεράστηκε αλλά σήμανε το καμπανάκι μέσα τους για αλλαγή προτεραιοτήτων στη ζωή τους.
    β) ένα γεγονός που τους ταρακουνά και τους οδηγεί στο να απομυθοποίησουν την αντίληψη τους για τον εργασιακό ρόλο τους , την υπερπροσφορά τους στην οικογένεια,κλπ
    γ)συσσωρευμένη κούραση που κάποια στιγμή τη χαρακτηρίζουν αναίτια και οδηγούνται σιγά σιγά σε αναθεώρηση της κατάστασης. Βλ.παράδειγμα 3

  4. Απόρριψη της έννοιας της σημαντικότητας:
    Πλήρης απογοήτευση κάποιου εξαιτίας κάποιου σημαντικού γεγονότος που τον έχει σημαδέψει (π.χ:έχει χάσει την οικογένεια του), μηδενιστική στάση ζωής, κλπ (βλ.Παράδειγμα 4)

  1. Ο Γιώργος διάγει τεμπέλικο βίο
    Γιάννης: Γιώργο έχω να κάνω... τις δουλειές μόλις πάω σπίτι.
    Γιώργος: Ωχου...Χές αύριον τα σπουδαία.Χαλάρωσε ρε. Μην προβληματίζεσαι. Εχει ο Θεός.

  2. -Βασίλη ο προϊστάμενος είπε να ασχοληθούμε με το καθάρισμα της αποθήκης. Το θεωρεί πολύ σημαντικό είπε.
    -Χές αύριον τα σπουδαία φιλαράκι. Ούτε εμάς μας ενδιαφέρει μια τέτοια διευθέτηση, ούτε τα πράγματα της αποθήκης. Γιαυτό ότι κάνουμε θα το κάνουμε.....χαλαρά.

  3. Ο Γιάννης είναι 65 Μαΐων. Αισθάνεται πως έχουν περάσει τα χρόνια και πως δεν έχει χαρεί τις απολαύσεις της ζωής γιατί είναι μόνιμα απορροφημένος με δουλειές και υποχρεώσεις. Κάποτε όμως χάνεται ένας συνομήλικος του και φιλοσοφώντας τα πράγματα αποφασίζει να απλοποιήσει τα πράγματα και να χαρεί περισσότερο τη ζωή του. Μαρία(γυναίκα του Γιάννη): Πρέπει να κάνουμε αυτό...αυτό....αυτό...αυτό. Ωχ πότε θα τα κάνουμε; Δε θα προλάβουμε. Θα σκάσω
    Γιάννης:Δε βαρέθηκες πια; Πάντα θα υπάρχουν δουλειές. Χαλάρωσε λίγο ρε εσύ.Θα πεθάνεις απ' το άγχος.Χές αύριον τα σπουδαία πια. Πότε θα το καταλάβεις;

  4. -Πού λες ο Γιάννης ακολουθεί ένα φιλοσοφικό ρεύμα που δεν αποδέχεται την ύπαρξη σημαντικότητας και τις κάθε λογής αξίες. Όποιον βλέπει να δουλεύει του λέει: «Χές αύριον τα σπουδαία».
    -Από πότε είναι φιλοσοφικό ρεύμα ο δυοξυνισμός;
    -Ε τώρα γίνεσαι άδικος

Έχουμε σοβαρές δουλειές να κάνουμε - ες αύριον. (από Galadriel, 16/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το παρόν αποτελεί προσφορά της ταπεινότητάς μου στο σλανκγεπώνυμο πλήθος κι εκτιμώ ότι έρχεται να καλύψει το κενό που δημιουργήθηκε με τη μετάβαση από την καθαρεύουσα στην δημοτική, κατά την οποία πολλές εκφράσεις μεν διασώθηκαν αλλά χωρίς ο εκάστοτε χρήστης να είναι 100% σίγουρος τι στο μπούτσο σημαίνουν.

Φύρδην μίγδην. Εκ των ρημάτων φύρω / συμφύρω και μείγνυμι / μιγνύω που σημαίνουν ανακατεύω, με την αρχαία επιρρηματική κατάληξη -δην. Σημαίνει ανακατεμένα. Ασ' τα να παν. Μπερδεμένοι; Όχι πια. Τώρα υπάρχει το νέο, βελτιωμένο φύρδην μίγδην, το...

Φίδιν μύδιν. Εκ του φιδιού και του μυδιού. Στην φύση τα δύο αυτά απλώς δεν συμπίπτουν. Δεν έχουν σχέση, δε γνωρίζονται, δεν μπορεί να τα δει κανείς να πίνουν καφέ παρέα σε μιά καφετερία στο Μπουρνάζι. Όταν μία κατάσταση είναι φίδιν μύδιν είναι απλώς ανακατεμένη ως μη όφειλε.

Με το νέο φίδιν μύδιν, επιτυγχάνεται το ίδιο αποτέλεσμα με την αρχική έκφραση και ακούγεται και το ίδιο. Αν ο συνομιλητής σας δεν προσέξει πολύ θα νομίζει ότι χειρίζεστε άριστα την καθαρεύουσα και θα εντυπωσιασθεί. Αν πάλι πέσετε σε προσεκτικό ακροατή και πάει να σας διορθώσει, θα επικαλεσθείτε την νέας κοπής εκδοχή της αρχαίας φράσης και θα είστε πάλι από πάνω. Κι έτσι κι αλλιώς κερδισμένοι.

Φίδιν μύδιν. Με όλη τη γεύση και λιγότερες θερμίδες.

Φίδιν μύδιν. Τώρα απολύτως δωρεάν για τους χρήστες του σλάνγκ τζιάρ.

Ασφαλές και για τους ασιγματιστέσ φίλους μας.

- Γιωργάκη, τι χάλια είναι αυτά παιδί μου; Τι δωμάτιο είναι αυτό; Βιβλία, παιχνίδια, βρακιά, φαγητά, όλα φίδιν μύδιν... Δε ντρέπεσαι λιγάκι;
- Άτσα η γριά... «Φίδιν μύδιν»; Τι έγινε; Αφήσαμε τα βραζιλιάνικα και ξημεροβραδιαζόμαστε στο σλάνγκ τζιάρ; Σιγά σιγά θα μας πεις ότι ξέρεις και τη Λίλιαν.
- ΤΟ Λίλιαν είναι. Άσχετε... Και φτιαξ' το δωμάτιο σου μη σε πάρει κανας διάολος πρωινιάτικα, την περεστρόικα μου μέσα!
- ...

O μικρος Διαμαντης και τα fruits de mer (από Vrastaman, 26/11/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο κεφτές για τους λάτρεις της αλήστου μνήμης καθαρεύουσας.

σερβιτόρος: Τι θα παραγγείλετε;
πελάτης: Κιμαδοσφαιρίδια και όρνιθα με γεώμηλα, δια τη συνοδεία ύδωρος παρακαλώ.
σερβιτόρος: Α;

«One meatball» απ\' τον Ντέιβ Βαν Ρόνκ. (από vikar, 21/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαιρετισμός που σημαίνει «να είστε υγιείς» και χρησιμοποιείται στον γραπτό ή προφορικό λόγο από ελληνόψυχους, αρχαιολάτρες, παγάνες, κ.λπ. Κάτι δηλαδή σαν το «να' ναι ευλογημένο» ή το «καλό παράδεισο» των χριστιανοταλιμπάν.

Μερικές φορές συμπληρώνεται ως «Έρρωσθε και ευδαιμονείτε». Ο ενικός είναι «έρρωσο» (από το ρ. ῥώννῡμι).

  1. Απανταχού Έλληνες και Ελληνίδες, έρρωσθε!
    Είμαι ο Φίλιος Ζευς ο Πατέρας σας. (από εδώ)

  2. Αναρχικός, άθεος, λάτρης του πνεύματος των προ δισχιλιετίας, και πλέον, κατοίκων αυτού του τόπου... Έρρωσθε και ευδαιμονείτε (από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία