Συνήθως χρησιμοποιείται μόνο η λέξη παπάρια. Το χρησιμοποιούμε για να πούμε ότι είναι ψέματα.

- Γάμησα χτες μια...
- Παπάρια μέντολες. Όλο τα ίδια λες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κοινώς ο χαζός.

-Τι βλακείες λες; Είσαι ντιλινός;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος ένω περπατούσε γλίστρησε και έπεσε.

-Γιατί περπατάς έτσι;
-Γλίστρησα από το χιόνι και έφαγα σάρα!

Σάρα (από nikolaosvlas, 21/09/11)

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω. Πτώσεις: μπίστος, σαβούρδα, σαβούρτα, σαβούρντα, σαβούρα, σάρα, σούπα, στρόφι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λιμός: μεγάλη πείνα.
Ταγάρι: Το γνωστό κρεμαστό σακούλι που βάζει ο χωριάτης το φαγητό που θα φάει στα χωράφια που δουλεύει ή στα γιδοπρόβατα που φυλάει.

Όλο μαζί σημαίνει τον δήθεν χορτάτο πλούσιο επαρχιώτη.

-Πήγες ρε στα εγκαίνια του μαγαζιού του Τάκη;
-Πήγα, αλλά είχανε πάει όλα τα λιμοτάγαρα νωρίτερα και δεν αφήσανε τίποτα στο μπουφέ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Αποφεύγω να πατάω πάνω στο πόδι παρευρισκόμενου ατόμου.

Μας ξενύχιασες ρε φίλε, πάτα και λίγο Ελλάδα να πούμε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γυναίκα με την οποία σχετίζεται κανείς φιλικά και σεξουαλικά, αλλα όχι και συναισθηματικά.

  1. Γκόμενες και μαλακίες: με ερωφίλες θα την βγάζω από 'δώ και πέρα.

  2. - Πώς πάει με τον δικό σου; - Ποιόν «δικό μου» ρε συ. Εγώ μες στην καψούρα κι αυτός να με παίρνει για ερωφίλη...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ακούγεται σαν φάρμακο, αλλά προέρχεται από το κλάνω μέντες και σημαίνει παίρνω μεγάλη τρομάρα.

- Καλά, η Γιούλα φοβάται τα αεροπλάνα;
- Ναι ρε! Κάθε φορά που πετάει πίνει Κλαζμεντέν απ' το μπουκάλι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποσπώ τιμαλφή ή άλλα είδη των οποίων η αξία καθορίζεται από τις εκάστοτε περιστάσεις με την απειλή όπλου, κέρατου, γροθιάς κτλ από άτομο, συνήθως στο δρόμο.

- Άσε ρε φ'λαράκ', με φερμάρανε οι μπαοκτσίδες το μπουφάν. Τι θα πω τη μάνα μου τώρα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται από την ιταλική λέξη fermare και σημαίνει σταθεροποιώ. Χρησιμοποιείται όπως το εφαρμόζω.

- Άσε, μας έπιασε ντίρλα ένας τροχονόμος και μας τον φέρμαρε..

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Σταθμεύω ολόκληρο το βρισκόμενο σε στύση πέος εντός κατάλληλης οπής.

Χρησιμοποιείται επίσης για να δηλώσει μεγάλη αποτυχία, πανωλεθρία που γνωρίζει ο δεχόμενος την εφαρμογή εξαιτίας του εφαρμόζοντα.

- Κάτσε λίγο να στον εφαρμόσω..

- Καλά, μας έβαλε χθες ο Σερίφης έκτακτο διαγώνισμα, και μιλάμε μας τον εφάρμοσε κανονικά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία