Αυτός που δεν είναι ευχαριστημένος ποτέ και με τίποτα. Δεν χάνει ευκαιρία να γκρινιάξει, να κλαφτεί και να κατηγορήσει την μοίρα του για ό,τι συμβαίνει.

- Θα πάω για καφέ με τον Τάκη θα 'ρθεις; - Με αυτόν τον κλαψομούνη; Θα αρχίσει πάλι πως δεν έχει γκόμενα, λεφτά, όρεξη, πως δεν του αρέσει ο καιρός, η δουλειά του, ο καφές και ο κόσμος στην καφετέρια! Άσε προτιμώ να κάτσω μόνος μου καλύτερα.

(από Khan, 05/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όρος που χρησιμοποιείται ανεξαρτήτως φύλου και ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου κάποιος είναι ιδιαιτέρως θορυβώδης.

- Τι τσιρίζεις μωρή καραμούζα;;; Σου είπα, αν δεν το βουλώσεις δεν πάμε πουθενά!!!

(από xalikoutis, 10/10/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όρος που χρησιμοποιείται για άνδρες (αλλά και για γυναίκες με τη λέξη «σπασαρχίδω») οι οποίοι είναι ιδιαιτέρως εκνευριστικοί, σε σημείο να «σπάνε τα αρχίδια» όποιου τους ακούει (εξού και η λέξη).

Καλά, επικοινωνείς; Θα φέρεις και τη σπασαρχίδω τη Μαρία μαζί;;; Ωραία θα περάσουμε!!!

σπάζτης... (από BuBis, 21/09/09)(από xalikoutis, 30/09/09)(από patsis, 21/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πρωτεύουσα της Θεσσαλίας, πόλη της Λάρισας. Φυσικά εκ του La-rissa.

- Άκου πώς ραπάρει το άτομο, ε βέβαια, αφού είναι από τα γκέτο του south-central LA!!
- Έλα ρε, αμερικάνος είναι, η προφορά του είναι σαν ελληνική.
- Ποια Αμερική ρε, πας καλά; Πλάκα έκανα, south-central Λάρισα city εννοούσα... Τυρόγαλο είναι ρε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται κυρίως ως χαρακτηρισμός ανθρώπου ανάξιου λόγου, τιποτένιου. Πολλές φορές όμως προσδίδεται κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης.

  1. - Γαμώ τον διευθυντή μου τον μαλάκα, κωλοσφούγγι μ' έχει καταντήσει για 600 ευρώ το μήνα...!

  2. - Πάρτα, κωλοσφούγγι! Θέλεις κι άλλο μωρή άρρωστη;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κατάσταση σαπίλας, σήψης, αποσύνθεσης. Προκύπτει απ' το σαπίζω και την κατάληξη ing του αγγλικού γερούνδιου. Στα αγγλικά θα γραφόταν sapping.

Το σάπινγκ ενδείκνυται σε βαθείς καναπέδες και πολυθρόνες, με τη βοήθεια παιχνιδομηχανών και ελαφρών ναρκωτικών (μπάφοι). Κατά τα προχωρημένα στάδια του σάπινγκ ο εγκέφαλος υπολειτουργεί και όλα είναι αστεία και προκαλούν τον γέλωτα.

- Τι θα κάνετε απόψε;
- Μάλλον για σάπινγκ εδώ σπίτι λέμε. Έχουμε ψωνίσει κτλ, οπότε κομπλέ. Δε φέρνεις κι εσύ το pro evo να γίνει σωστή η φάση;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καψόνι στο στρατό κατά το οποίο ο νέος γυρίζει όλο το στρατόπεδο και μαζεύει από κάτω τις άπειρες γόπες τσιγάρων.

Προκύπτει απ' τη γόπα και την κατάληξη ing του αγγλικού γερούνδιου, που δηλώνει πράξη, κίνηση κτλ σε εξέλιξη. Στα αγγλικά θα γραφόταν woping.

- Νέεεεουυυυςςς!
- Διατάξτε!
- Πάρε τη σακούλα κι άρχισε γόπινγκ στο δυτικό στρατόπεδο.
- Μα κύριε Διοικητά...
- Μαμούνια! ΟΛΟ το στρατόπεδο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το διεθνές, large, εναλλακτικό τοπωνύμιο του Lεκανοπεδίου Αττικής. Προφέρεται φυσικά Ελέι.

- Από που 'σαι ρε φιλαράκ' εσύ; - LA μάγκα μου... - Πιο συγκεκριμένα; - Μπουρνάζ' δικέ μου...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γνωστό & ως βόμβα - τρόπος καμακιού. Η τακτική με βάση την οποία ο ένας εκ δύο φίλων θυσιάζεται - την πέφτει σε κάποια όχι ιδιαίτερα ελκυστική κοπέλα (μπάζο) - για να φάει καλά ο άλλος - ο οποίος την πέφτει στην ελκυστική φίλη της.

Όσο ο τυχερός ψήνει το γλυκό, ο φαναρτζής κρατάει απασχολημένη την μη-ελκυστική φίλη για να μη ξινίσει η υπόθεση - συγκεκριμένα για να μη ζηλέψει & χαλάσει τη δουλειά, ή για να μη κωλώσει η ελκυστική φίλη να παρατήσει μόνη της την μη-ελκυστική.

- Πάω να την πέσω. Δεν έρχεσαι να κρατάς το φανάρι;

Στο 4.08. (από Khan, 31/07/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιδιωματική - ιδιωτική λεξιπλαστική λέξη, πιθανώς παράφραση της λέξης «σαλαμάνδρα» (από γνωστό παιδί - κουμπί), η οποία δεν έχει κάποιο σαφές νόημα.

Χρησιμοποιείται ανάλογα με το γλωσσικό περιβάλλον στο οποίο εντάσσεται.

(αληθινός διάλογος σε γνωστό κατάστημα γρήγορης εστίασης)
Κοπέλα στην παρέα μιλώντας για θέμα που δεν θυμάμαι: - ...Σα μια μάνα.
Αγόρι απαντώντας χιουμοριστικά: - Παναγία μου, μια σαμιαμάνα, μια σαμιαμάνα!!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία