Τη λέω σε κάποιον με σκοπό να διορθωθεί και να γίνει πιο αποδοτικός. Όπως το φρένο είναι συνώνυμο της επιβράδυνσης, το γκάζι δηλώνει την επίταση των προσπαθειών, συχνά μέχρι εξουθενώσεως του γκαζωμένου, προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Γκάζια χώνει (ή βάζει) στους υφιστάμενους του ο προϊστάμενος, στα τεμάχια ο δίκας, στα τσιράκια του το αφεντικό κ.ο.κ, πάντοτε δηλαδή κάποιος με σχέση εξουσίας έναντι αυτού που δέχεται το (ψυχοφθόρο σε κάθε περίπτωση) γκάζωμα.

  1. από εδώ
    Έχωσε γκάζια ο Πατέρας στους παίκτες του ΠΑΟ.

  2. Θα φάμε καλά: Γκάζια έχωσε ο Υπ.Οικ. στους διευθυντές των Εφοριών, ζητώντας τους σαφάρι εσόδων.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναίκα που είναι εύκολη και γυρνάει με πολλούς άντρες.

  1. Ναι τη ξέρω, δεν κάνει για γάμο, είναι χωραφιάρα.

  2. Την είδα προχθές με τον νίκο και εχθές με τον παναγιώτη. Ε, μη δίνεις σημασία είναι χωραφιάρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο έχων τρόπους άξεστους, αλλά με την έννοια του βλακάκου του κατώτερου και καλά, που κατέβηκε απο τα βουνά και δεν ξέρει την τύφλα του.

Ίσως αυτό που θεωρούν οι Αθηναίοι όλους τους άλλους.

Ε μην το βαρύνω κι άλλο το κλίμα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο χωριάτης αγροίκος. Άτομο τελείως άξεστο, ανάγωγο. Ορισμένοι χωριάταροι συχνά απειλούν κάποιον αν δουν ότι αντιμιλά ή παρεμβαίνει σε οτιδήποτε τους αφορά.

Άιντε μωρέ με τον χωριάταρο, είπαμε τσι κόρης του ότι έχει ωραία μάτια κι αυτός άρπαξε την κουμπούρα τσε μας είπε να πάρουμε δρόμο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άξεστος που δεν έχει τρόπους. Είναι μία αλλη εκδοχή του αγροτσούμπανου...

Νίκος: - Έλα μωρέ ας κάνουμε ένα τσιγαράκι.
Γιώργος: - Τί λες βρε χωριατλαμά, αφού είναι χώρος για μη καπνίζοντες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το τσανάκι, λέξη προελεύσεως τουρκικής [τουρκ. çanak -ι], είναι το πιάτο. Η έκφραση σημαίνει, ότι παύω να συνεργάζομαι, κόβω γέφυρες επικοινωνίας με κάποιον, ήτοι δεν τρώμε πια από το ίδιο πιάτο.

Εναλλακτικά, χρησιμοποιείται και αυτούσια, ως ουσιαστικό, με σημασία παρόμοια με αυτή της λέξης «κουμάσι», περιγράφοντας άτομο κακής φήμης - λ.χ. είναι ένα τσανάκι αυτός...

  1. Σχόλιο από το διαδίκτυο:

Δεχόμενος δριμύτατες παρατηρήσεις ,από κάποιον που δεν μπορεί να ασχοληθεί σοβαρά, (διαθέσει τον απαιτούμενο χρόνο) για την ψυχαγωγία της ψυχής του, μουσική και την τροφή του πνεύματος, διάβασμα. Οπως επίσης και από τους ψευτοεπαναστάτες, απλούς υπονομευτές, βεζύρηδες που θέλουν να γίνουν χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη.Αποφάσισα να χωρίσω τα τσανάκια μου και να δημιουργήσω ένα τόπικ με αφιερώματα στη μουσική και όχι μόνο.

  1. Σχόλιο από διαδικτυακό forum:

Νομοτελειακά χωρίζω τα τσανάκια μου από τα τσανάκια «τους» λόγω χωρισμού των προγραμμάτων σε πολλά παράλληλα processes (κάνει καλό και στους πολυπύρηνους επεξεργαστές, όπως και στα clusters!) που ξεκινάνε από πολλά αυτόνομα προγράμματα τα οποία τα «μαζεύει» ένα master πρόγραμμα. Αυτή η λύση είναι και τεχνικά ανώτερη, και επιτρέπει code reuse και δε μπερδεύει την αδειοδότηση και δε πέφτεις σε ύφαλο καμιάς «νάρκης» για πατέντες που σου σκίζει όλα το πρόγραμμα, αφού έχεις χωρίσει τη λειτουργεία του σε πολλά μικρά στοιχειώδη αυτόνομα προγράμματα που κανένα του δεν είναι πατενταρισμένο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Χωρίς κέρδος κέρατα»: Κάνεις μια αβαρία, παθαίνεις μια ζημιά, υφίστασαι μια ταλαιπωρία, κάνεις μια υποχώρηση (αυτά είναι τα κέρατα) - παρόλα αυτά, δεν έχεις κάποιο όφελος ή τέλος πάντων κάποιες απολαβές που να διατηρήσουν την ψυχική ισορροπία σου και να πεις τουλάστιχον το «χαλάλι». Συνεπώς, τελικά νιώθεις ότι είσαι o μαλάκας της παρέας, ας πρόσεχες. Πίκρα, θυμός, απώλεια, πένθος, τύψεις, άρνηση (προφ πρόκειται για φράση υψηλής συναισθηματικής βαρύτητας).

Μεγαλύτερο το κέρατο, μεγαλύτερη η ζημία, μεγαλύτερη η πίκρα είναι όταν κάνεις κάτι εθελοντικά, εν γνώση σου ότι δεν πρόκειται να βγάλεις κάτι απ' αυτό, αλλά έτσι, για την καύλα και, τελικά, βρίσκεις και τον μπελά σου (χμμμ...).

Η απόλυτη σχετική πίκρα βέβαια είναι όταν τρως τα κέρατα, όχι μόνο χωρίς κέρδος, αλλά επιπλέον τρως και ξύλο, αλλά αυτή την περίπτωση την πρόλαβε άλλος: κερατάς και δαρμένος

Εδώ κάποιος θύμωσε: Το κόλπο είναι το γνωστό «χωρίς κέρδος κέρατα». Δηλαδή τα κέρατα ο λαός και τα υπερκέρδη γνωστά συνήθη λαμόγια. Μόνο υποχρεώσεις που πηγάζουν από το Ευρωπαϊκό δίκιο του καρχαρία και κανένα δικαίωμα. Χωρίς υποδομές, χωρίς κοινωνικό κράτος, παιδεία, υγεία, πολιτισμό –τα έχουμε όλα αυτά για τα μπάζα- αλλά από την άλλη ακριβότερη χώρα του κόσμου με τους υψηλότερους φόρους.

Εδώ τα παιδιά εξηγούν για το σάιτ τους: Όμως να μου επιτρέψετε να πω ότι […] δείχνουμε «συμπεριφορά» εθελοντών, προσφέροντας στον τομέα που έχουμε την ικανότητα, σε αυτόν του πολιτισμού και αυτό σε βάρος του ελεύθερου χρόνου μας και της προσωπικής μας ζωής. […] Όμως […] δεν μας ζορίζει και πολύ το ότι δουλεύουμε με χωρίς κέρδος κέρατα.

Εδώ, η Ρούλα εξηγεί για τις αποκαλυπτικές της φωτογραφίες: … άλλοι ωμός με είδαν μέσο ωιδεο από το κινητό μου και με άκουσαν και με μερικούς και μερικές συναντήθηκα σε κάποιους δύσπιστους έστειλα και ποιο αποκαλυπτικές φωτογραφίες μου και όλα αυτά χωρίς κέρδος κέρατα μόνο και μόνο γιατί τους λυπήθηκα. [sic]

Ο Λιβυκος, αντιθέτως, υποστηρίζει μια δίκαιη σχέση με τον κερατά, βασισμένη σε αμοιβαία ειλικρίνεια. (από Hank, 18/07/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του ό,τι νά 'ναι, λέγεται κατά την αποφώνηση σκληρά σουρεαλιστικής ατάκας. Ο ποιητής θέλει να πει ότι δεν έχεις λόγο για να πεις κάτι τέτοιο, ότι αυτό που λες δεν υπάρχει.

- Ρε συ, έχεις φωτογραφική εσύ στο κινητό σου;
- Όχι, έχω στην κιθάρα μου.
- Χωρίς λόγο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να αμφισβητήσουμε την ηλικία που κάποιος ή κάποια δηλώνει ότι έχει, και που προφανώς είναι πολύ μικρότερη από την πραγματική. Δεδομένου ότι το θέρος στη χώρα μας έχει μεγάλη διάρκεια, όταν στη δηλωθείσα ηλικία επιπροσθέσουμε και το άθροισμα της διάρκειας όλων των καλοκαιριών που έχει ζήσει το άτομο, και που εσκεμμένα –κατά την κρίση μας– παρέλειψε το ίδιο να συνυπολογίσει, προσαυξάνουμε την ηλικία κατά 1/4 τουλάχιστον. Η φράση μπορεί να προφέρεται και ενώπιον του ίδιου του ατόμου που αποκρύπτει την πραγματική ηλικία του, αλλά με χαμηλή τότε φωνή ή ενίοτε και από μέσα μας.

  1. – Η παρουσιάστρια Λίλιαν Χατζηκαυλούδη δήλωσε σε μεσημεριανάδικο ότι είναι 45 ετών.
    – Χωρίς τα καλοκαίρια!

  2. – Γιατί να μη φορέσω κι εγώ ένα αβυζαλέο ντεκολτέ; Άλλωστε, μόνο 36 είμαι.
    – (Χωρίς τα καλοκαίρια.)

Δες και υπό σκιάν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το γλειφομούνι, η αιδοιολειχία.
Όταν πρόκειται για τριχωτό μουνί η χωρίστρα γίνεται πρώτα στις μουνότριχες και μετά στα χείλη, ενώ όταν έχουμε να κάνουμε με παρκέ γίνεται στα μουνόχειλα.

- Ρε μαλάκα, της έχεις κάνει καμιά χωρίστρα της γκόμενας;
- Φυσικά ρε μαλάκα. Χωρίς χωρίστρα δε μου σηκώνεται.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία