Που δε βλέπει καλά ή καθόλου, με μεγάλη μυωπία ή τυφλός.
Λάκης: Πού ν'τη ρε;
Σάκης: Να ρε εκεί...
Λάκης: Πού μωρέ;
Σάκης: Εκεί ρε, εκεί...
Λάκης: Δεν τη βλέπω, πού...;
Ο Λάκης είναι τυφλοτσόγκας.
Που δε βλέπει καλά ή καθόλου, με μεγάλη μυωπία ή τυφλός.
Λάκης: Πού ν'τη ρε;
Σάκης: Να ρε εκεί...
Λάκης: Πού μωρέ;
Σάκης: Εκεί ρε, εκεί...
Λάκης: Δεν τη βλέπω, πού...;
Ο Λάκης είναι τυφλοτσόγκας.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Κουφός, κουφάλογο, βαρήκοος.
- Θα 'ρθεις;
- Ε;
- Θα 'ρθεις λέω;
- Ε;
- Είσαι λίγο κουφοτσόγκας, ε;
- Ε;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Εύκολη γυναίκα, που τον (τα) παίρνει απ' όλους.
Βλ. και ποδήλατο του χωριού, ψωλοκρεμάστρα, πασαγαμιόλα, ψακομούνα
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Όταν την έχεις ακούσει πολύ με ναρκωτικά ή αλκοόλ και είσαι «αλλού».
Ένα μπουκάλι έχω πιει μόνος μου και έχω κλάσει μέντες.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Άσχημη γυναίκα, μπάζο.
-Μία που ανοίγουν τα φώτα, μία που βλέπω τι μπαζούκας ήταν, και μία που την κάνω με ελαφρά!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Οπωσδήποτε, αλλά πρέπει να είσαι τσαχπίνης για να το πεις. Γράφεται και «όπως + δήποτε».
- Λέγε, θα πάμε το βράδυ;
- Ναι ρε είπαμε. Όπως και δήποτε!
Δες και σωποδήποτε και διαχωριστικό και.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Τάπα, ήττα, νίλα, πακέτο, παπάρα. Συνήθως την «τρώμε» ή την «παθαίνουμε».
- Άσε, έφαγα σώτα! Πήγα να γλιτώσω τη λακκούβα κι έπεσα στον τοίχο!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το λέμε για να δείξουμε μεγάλη τρομάρα. Χρησιμοποιείται και ως κλάνω πατάτες / φασκόμηλο / μαλλί / μπάμιες με την ίδια σημασία.
Με το που είδα τι γομάρι ήταν έκλασα μέντες και του ζήτησα συγνώμη.
Βλ. και κλάνω πετούγιες
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο πιο χάλιας, αντίθετο του «καλύτερος».
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!