Στην αρχική της έννοια = διασκεδάζω. Κατόπιν και «γελάω με κάποιον».

Η φράση έχει ήδη περάσει στα λεξικά, αλλά η καταγωγή της νομίζω πως της δίνει το δικαίωμα για μια θέση στο σλανγκολεξικό. Και, παρεμπίπταμπλυ, υπάρχουν και τα λήμματα πλάκα κάνω!, πλάκα με κάνεις και πλάκα-πλάκα, που είναι παιδιά της.

Η ανακάλυψη του φωνογράφου έφερε επανάσταση στον τρόπο διασκέδασης σε όλον τον κόσμο. Στην Αθήνα του περασμένου αιώνα, τα κέντρα που διέθεταν φωνογράφο, έκαναν πράγματι χρυσές δουλειές. Οι πλάκες όμως, όπως ονόμασαν τους δίσκους από βακελίτη, δεν είχαν μεγάλη διάρκεια ζωής. Εφθείροντο πολύ γρήγορα και ο ήχος γινόταν απαίσιος. Μπορούσαν μάλιστα να σπάσουν από μόνες τους αν δεν τις απέσυραν εγκαίρως. Γι' αυτό και τις πολύ φθαρμένες τις έβαζαν στην άκρη σαν άχρηστες.

Όταν λοιπόν οι πελάτες έρχονταν στο «τσακίρ κέφι», αντί για πιάτα έσπαζαν τις παλιές και άχρηστες αυτές πλάκες. Έτσι, το να σπας πλάκα έγινε συνώνυμο του διασκεδάζω. Και αφού μπορείς να διασκεδάσεις και με κάποιον, αθώα ή και όχι και τόσο αθώα μπορείς να πεις και ότι σπας πλάκα μαζί του.

Σημ.: οι δίσκοι από βινύλιο έφεραν και το τέλος των πλακών από βακελίτη. Οι από βινύλιο πια δεν σπάνε και επί πλέον αντέχουν πολύ περισσότερο. Έτσι, οι πλάκες αντικαταστάθηκαν από τα πιάτα στα κέντρα. Και η φράση «έπαθε μια μετάλλαξη» και έγινε σπάω πιάτα. Αλλά, ο ήχος που κάνει μία πλάκα όταν σπάει, είναι ανώτερος από αυτόν του γύψινου πιάτου, σας διαβεβαιώ.

Το ρήμα αυτονομήθηκε τα τελευταία χρόνια και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μόνο του πλέον με άλλη σημασία: τα σπάει.

  1. - Πάμε στην Ταραντέλα στο Φάληρο;
    - Πολύ καλή ιδέα, θα σπάσουμε πολλές πλάκες!

  2. - Ρε συ! άσε πια τον Γιάννη ήσυχο!
    - Έλα μωρέ, σπάω πλάκα μαζί του.

Η Μάρθα Φριντζήλα για την προέλευση της έκφρασης (από vikar, 12/12/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία