Η κατσάδα, αυστηρή επίπληξη, χέσιμο, ξέχεσμα. Παλιομοδίτικη αργκό. Μοιάζει ιταλικής προελεύσεως, αλλά δε γνωρίζω περισσότερα.

(Ο παππούς μου με τον παππού σας, όταν πηγαίνανε μαζί σχολείο:)
- Σε πήγε στο Γυμνασιάρχη;
- Ναι.
- Γιατί;
- Αντί να πω «λαμβάνομεν φιάλην και την πληρούμεν ύδατος», είπα «παίρνουμε ένα μπουκάλι και το γεμίζουμε νερό».
- Και;
- Τίποτα, είναι καλός ο διευθυντής. Μου 'ριξε μια ρομπατσίνα κι αυτό ήταν όλο.

χέσιμο, χέζω, χεσίδι, κωλόχερο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία