Ανοιχτό πουκάμισο, καδένα ή χαϊμαλί να ξεχωρίζουν, ελαφρώς γυρισμένα τα μανίκια να φαίνεται η ρολογιά, υπερσιδερωμένο τζηνοειδές, μοκασίνι απαραιτήτως, χωρίς κάλτσα, άρωμα σε σκίζω μωρό μου, καγκουράμαξο, μπάτσικο κούρεμα με τζελ, υπέρ το δέον περιποιημένος γενικά. Πηδάει λαϊκά πινεζοπαστάκια ή ψηλά μπουζουκομούνια. Με τη μάνα όλα ωραία, είναι το παλικάρι της. Δεν είναι κακό παιδί, ούτε άσχημο, αλλά δεν έχει δική του προσωπικότητα. Επίσης δεν γαμάει καλά.

Ο λαϊκογάμητος από τον λαϊκό, διαφέρουν ως προς το ότι ο δεύτερος είναι ωθέντικ, ενώ ο πρώτος είναι απλώς μια εκφυλισμένη κόπια του. Και πιστεύω πως είναι λάθος το ότι η λέξη λαϊκός έχει καταλήξει να χαρακτηρίζει τον λαϊκογάμητο.

- Μα γιατί δεν σου αρέσει ο Στέλιος;
- Καλό παιδί μωρέ, αλλά λίγο λαϊκογάμητος...

Βλ. και λαϊκάτζα(ς), λάικα, η, καραλάικα, λαϊκουριά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία