Απομεινάρια χόρτου (το λένε και μαύρο) τα οποία, ρε πούστη μου δε φτάνουν για να στρίψεις ένα κανονικό γάρο, ούτε καν μονοφυλλάκι ρε διάολε.

Αναζητούνται μετά μανίας σε περιόδους σταλίας, οπότε και ανακαλύπτονται σε παλιά σακουλάκια με stuff. Σε περιπτώσεις προχωρημένης σταλίας, την τιμητική τους έχουν παλιοί σβησμένοι μπάφοι σε τασάκια, σακούλες σκουπιδιών, κάτω απ' το χαλί (όπου παραχώθηκαν βιαστικά λόγω ντου της μαμάς) κ.λπ.

Εν συνεχεία τα μπαφοαποτσίγαρα ανατέμνονται, τους αφαιρείται η τζιβάνα, και ο λαλημένος πότης συλλέγει με ευλάβεια τα μικροσκοπικά πράσινα τεμάχια. Τότε ανοίγονται δύο επιλογές: είτε θα τα χώσει σε κανένα άθλιο μονοφυλλάκι, είτε θα παίξει τσαγάκι! (ναι, υπάρχει κι αυτό).

- Έλα ρε αγόρι, πέρασε.. τι να σε κεράσω; καμιά κοακόλα μήπως;
- Ρε δεν αφήνεις τις μαλακίες λέω γω; Ξέρεις γιατί ήρθα... παίζει κάνας φοσμπά;
- Πλάκα κάνεις, μόλις τώρα κάπνισα τον ψίλο...
- Φτου...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ελάχιστη ποσότητα φούντας ή μαύρου.

Ετυμολογικό σχόλιο: ψίλος < ψιλή, η (μια ψιλή=κάτι λίγο) με παρετυμολογική επίδραση της λ. ψύλλος. Υπάρχει όμως και η αντίστροφη άποψη: ψύλλος < από το όνομα του ζωυφίου, επειδή είναι πολύ μικρό, με παρετυμολογική επίδραση της λ. ψιλή.

Άμα σε πιάσουνε με κάνα ψύλλο
και σε ταράξουνε στο ξύλο ντον΄τ γουόρι, μπι χάπι. (Αφοί Κατσιμίχα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία