Ο άνθρωπος που δίνει ελαφρά τη καρδία υποσχέσεις σε φίλους και γνωστούς τις οποίες δεν σκοπεύει να τηρήσει, υποσχέσεις για «να βρεθούμε», «να κάνουμε κάτι», «θα έρθω από το μαγαζί / την πόλη / το στρατόπεδό σου να σε δω» και τέτοιας συλλογιστικής πι-αρ πίπες.

Η λέξη έχει μετρίως ή πολύ αρνητική ηθικά χροιά, ανάλογα με το πόσο προδομένος και δουλεμένος νιώθει ο ομιλών.

Βλ. και λήμματα σασείδας και τσεκαρέος.

- Ωραία ρε φίλε, τα Χριστούγεννα έρχεσαι εσύ, το Πάσχα έρχεται το άλλο το ρεμάλι ο Τζίμης... Γαμώ την ξενιτιά μου, να γουστάρουμε και λίγο ελληνικά με τα τραγουδάκια μας και τα κρασάκια μας...
- Δεν θέλω να σε χαλάσω, αλλά για τον Τζίμη κράτα μικρό καλάθι. Είναι μεγάλος υποσχεσάκιας.
- Σοβαρά μιλάς;
- Γι' αυτό το Πάσχα ξέρεις σε πόσους άλλους έχει πει; Ψάξ' το από τώρα να κατέβεις Ελλάδα να είσαι με τους δικούς σου, άκου με που σου λέω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία