Η ενοχλητική και ανάρμοστη πράξη ή συμπεριφορά ενός παίκτη σε ένα διαδικτυακό παιχνίδι, που φθείρει τον χαβαλέ των υπολοίπων. Ουσιαστικό για ανθρώπους: λαμεράς.

Εκ του lame = αγγλ. χωλός, κουτσός, στην καθομιλουμένη βαρετός, τραγικός, σπασαρχίδας, ενοχλητικός.

Βλ. και σχετικά λήμματα: σουβλάκι, καμπέρι, ρασάκι, νιούμπης, νουμπάς, FPS, nade, κατσίκι, τσητεράς, πάω συστημένος, οθονάκιας, βάση, καβατζόπουστας.

- Σκατά τό 'χεις κάνει το παιχνίδι ρε!
- Γιατί; Sniper πήρα, δεν θα τρέχω σαν το κατσίκι να με φάτε με τα aug και τα ak!
- Ξεκόλλα λέμε απ' το παράθυρο, δες λίγο και την πίστα, η italy είναι, όμορφη, με αγορά, με τενόρους και κιθάρες, έσπασες τ' αρχίδια πια!
- Κι εσύ δεν πήρες sniper;
- Οκτώ rounds στη σειρά; Αυτό είναι λαμεριά, δεν είναι παιχνίδι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία