Απολιτίκ, ο/η δεξιός /-ιά που δεν ξέρει ότι είναι δεξιός /-ιά.

Αδιαφορία για την πολιτική. Η οποία πολιτική σε μια δημοκρατία είναι το όχημα και ο τρόπος με τον οποίο ο κάθε πολίτης έχει τη δυνατότητα να αλλάξει (προς αυτό που θεωρεί καλύτερο, hopefully!) τη ζωή του και αυτή των συμπολιτών του. Από αυτό βγαίνει οτι απολιτίκ είναι η έλλειψη πρόθεσης/ενδιαφέροντος στο να αλλάξουν κάποια πράγματα, γενικώς και εξ ορισμού, «οτιδήποτε βρε παιδί μου». Το οποίο κάνει το απολιτίκ de facto συνώνυμο του συντηρητικού. Ο οποίος συντηρητικός (σύμφωνα με όλους τους πιθανούς και απίθανους θεωρητικούς ορισμούς των εννοιών Δεξιά-Αριστερά) εντάσσεται στους δεξιούς.

— Δεν ασχολούμαι μ' αυτά, μη με πρήζεις με μαλακίες, είμαι απολιτίκ.
— Δεν ασχολείσαι «μ' αυτά»; Ποια είναι τα «αυτά»;
— Μα, μ' αυτά!! ΌΟΛΑ αυτά που έλεγες τώρα μόλις; Ξέρεις τώρα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απολιτίκ, η όλη αδιαφορία της σημερινής νεολαίας για την πολιτική κατάσταση στη χώρα μας.

Η διαφθορά και η ξύλινη γλώσσα των πολιτικών έχει φέρει μια απέχθεια στους νέους με αποτέλεσμα να μην θέλουν να ακούν οτιδήποτε έχει σχέση με πολιτική.

Θείος έρχεται από το χωριό. Έχει να δει τον ανιψιό του 5-6 χρόνια...

-Γιωργάκη πως μεγάλωσες έτσι αγόρι μου... Πόσο είσαι τώρα;
-18 θείο...
-Πω-πω μπράβο... άντε τώρα θα μπορείς και να ψηφίζεις...
-Πας καλά ρε θείο; εμείς (η γενιά μου) είμαστε απολιτίκ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία