Κυριολεκτικά, το λατομείο. Κατ' επέκταση, προσβλητική αναφορά στο ποιόν κάποιου.
Εκ του τουρκικού damar (φλέβα πετρώματος).
- Αει πάαινε ρε χαζουντάμαρου! (ιδ. Θεσσαλίας)
Κυριολεκτικά, το λατομείο. Κατ' επέκταση, προσβλητική αναφορά στο ποιόν κάποιου.
Εκ του τουρκικού damar (φλέβα πετρώματος).
- Αει πάαινε ρε χαζουντάμαρου! (ιδ. Θεσσαλίας)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Το λατομείο (κυρ.)
Ο γιγαντόσωμος (μτφ.)
Ο νέος μπασκετμπωλίστας του ΠΑΟ είναι σκέτο νταμάρι.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!