Kαθιστώ κάποιον μισερό από το ξύλο. Δέρνω άσχημα. Συνώνυμο του «μισερεύω».
- Ψάχνω το Γιωργάκη, άμα το επετύχω πουθενά θα το μισερώσω.
Kαθιστώ κάποιον μισερό από το ξύλο. Δέρνω άσχημα. Συνώνυμο του «μισερεύω».
- Ψάχνω το Γιωργάκη, άμα το επετύχω πουθενά θα το μισερώσω.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!