Χακεύω, εξελληνισμένη η αγγλική λέξη hacking ή πιο μόρτικα hackin'.

Αν και hacking σημαίνει α) η ψυχαγωγική απασχόληση με τον υπολογιστή και β) η παράνομη πρόσβαση σε υπολογιστή χωρίς την άδεια του κατόχου, επειδή ο άνθρωπος (γενικά) είναι και πολύ κλαψομούνης, με την καλή έννοια, έχει επικρατήσει μόνο το δεύτερο σκέλος.

Έτσι χακεύω σημαίνει το να «μπαίνω» παράνομα στον υπολογιστή κάποιου και να του αλλάζω τα φώτα.

-Ιιιιιιιιιιιιι καλά ρε, τι έγινε μου έχουν χαθεί όλα τα αρχεία από τα έγγραφα μου.

-Ρε συ, μήπως τα έσβησες και δεν το θυμάσαι;

-Τι λες ρε! Κανάς χακεράς θα με έβαλε στο μάτι και θα μου χάκεψε το πισί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία