Πιάνω κάτι για να το μεταφέρω, αγγίζω ελαφρά, μεταχειρίζομαι με προσοχή.

- Τσίμπα ένα αρχίδι ρε μλκ, που θες και δανεικά...

- Τσίμπα κλαπέτο ρε στραβάδι να κόψεις τα πετρέλαια γιατί μας φλόμωσες με το στάγιερ...

- Τσίμπα λίγο παραπάνω το συμπλέκτη βρε χρυσή μου, θα αλλάζουμε δίσκο-πλατό σε λίγο πάλι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επενδύω τον οβολό μου εις αγορά υλικού ή άυλου αγαθού. Ήτοι, αγοράζω κάτι.

Χρησιμοποιείται περισσότερο αναφορικά με υλικά αγαθά, σπανιότερα έως καθόλου αναφορικά με άυλα. Δεν χρησιμοποιείται κατά κανόνα σε περιπτώσεις αγοράς υπηρεσιών (π.χ.), αλλά η λαϊκή κατά βάση χρήση του ρήματος με την εν λόγω έννοια δεν αποκλείει το να χρησιμοποιείται και με αυτόν τον τρόπο.

  1. Να το τσίμπησω;;!με τέτοια τιμή το πιο πιθανό είναι να με τσιμπήσει αυτό! (Από εδώ)

  2. Θα το τσίμπαγα αρχές Μαρτίου στο τέλος της εξεταστικής αλλά μου έκανα δώρο το Metal Gear Collection, οπότε θα ασχοληθώ με αυτό. Θα το αγοράσω κάποια άλλη στιγμή 1000%. (Από εδώ)

  3. Μολις πηρα τηλεφωνο στα Μουλτιραμα. Λοιπον φοραει την 2.2. και ειναι 16αρι . Μια χαρα τιμουλα παιδια. Λεω να περασω να το τσιμπησω. (Από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Αυξάνω κάτι αισθητά, προκαλώντας σεκλέτια.

Αναφέρεται κυρίως σε τιμές προϊόντων ή εργαστηριακών εξετάσεων και αναγράφεται σχεδόν πάντα εντός εισαγωγικών.

Συμπλήρωμα στον τσιμπάω τση Ironick.

- «Τσιμπάνε» οι τιμές του πετρελαίου...
(εκεί)

- «Τσιμπημένο» το μενού στο νέο εστιατόριο του Έκτορα Μποτρίνι
(εδώ)

- - Μήπως οι γιορτές σάς άφησαν... σουβενίρ κάπως «τσιμπημένη» τη χοληστερίνη σας;
(παρακεί)

Τσιμπημένη η τιμή του γάλατος (από Vrastaman, 12/05/11)Τσιμπημένη και η τιμή του άλατος (από Vrastaman, 12/05/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Πείθομαι πολύ εύκολα, σαν το ψάρι που τσιμπάει το δόλωμα, μασάω, ψαρώνω.

  2. Τρώω ελαφρά.

  3. Κολλάω μια αρρώστια (πχ γρίπη, αφροδίσιο, κλπ).

  4. Τσιμπάω ένα αρχίδι ή δυο αυγά μελάτα.

  5. Την προστακτική, τσίμπα! = πάρε, τσάκω.

  1. - Ρε συ, λέει αλήθεια ο Χαρδαβέλας ότι το τέλος του κόσμου θα έρθει το 2012;;;
    - Τι τσιμπάς ρε πστ κάθε μαλακία που ακούς στην τηλεόραση, θα την πετάξω!

  2. Τι λες, να τσιμπήσουμε κάτι σπίτι ή να βγούμε;

  3. - Πώς είσαι έτσι;!
    - Γάμησέ τα, κάτι τσίμπησα μου φαίνεται, νιώθω χάλια. ααααααΑΨΟΥ!!!!!!
    - Στα μούτρα σου, μαλάκα, φύγε μη με κολλήσεις και μένα!

  4. Την κατέβασα την ταινία, τσίμπα την.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εμπλέκω απειροελάχιστα.

- Το στήνεις ωραία στη στροφή, τσιμπάς λίγο χειρόφρενο, στρώνεις με ανάποδο και τους γεμίζεις σκόνη.

- Κοίτα, εμείς βγαίναμε με Cooper, όλη η υπόθεση λοιπόν ήταν να μην πέσουν οι στροφές, οπότε δούλευες μύτη-φτέρνα, δηλαδή με την φτέρνα κρατούσες το γκάζι ψηλά και με την μύτη τσιμπούσες το φρένο...
- Δηλαδή τούρμπο δεν είχατε τότε, θείο;
- Ασταδιάλα, κάθομαι και σου μιλάω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα τσιμπάω: άγνωστο ποια, αλλά σημαίνει τα παίρνω στο κρανίο, νευριάζω, τσαντίζομαι σε σημείο που είμαι έτοιμος να πάθω κρίση υστερίας ή να κάνω χοντρό τσαμπουκά.

Εναλλακτικά, λαδώνομαι.

- Άσε μλκ ήμουνα σε φάση να τον αρπάξω απ' το γιακά το γ***ταρίφα και μου λέει μια μαλακία και τα τσιμπάω σου λέω δικέ μου, βγαίνω απ' τ' αμάξι και τόνε κάνω τόπι στο ξύλο το μπουταναζγιό...

- Τα τσιμπάει χοντρά ο διαιτητής μου φαίνεται, δε γίνεται να μην είδε το μπέναλτι μπροστά στα μάτια του.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία