Εκ του πλαφόν (< plafond = ταβανι στα γαλλικά). Ταβανιάζω, φτάνω στο όριο κάποιου πράγματος.

  1. Στην ιδιόλεκτο των τραπεζών το πλαφόν σημαίνει το πιστωτικό όριο (ή απλώς όριο, στα αγγλικά credit limit) που έχει εγκριθεί για το σύνολο των κάθε μορφής χρηματοδοτήσεων προς έναν πελάτη ή όμιλο και σκοπό έχει τον ορθολογικό έλεγχο του δυνητικού κινδύνου που αποτελεί αυτός για την τράπεζα, αν κάποια στιγμή δεν μπορεί πια να πληρώσει τις υποχρεώσεις του. Πλαφονάρει, συνεπώς, αυτός που έχει αντλήσει όλα τα εγκεκριμένα κεφάλαια του ορίου του. Αντίστοιχα, πλαφονάρει κάποιος ή κάτι όταν φτάσει το αριθμητικό ύψος που έχει τεθεί εντός του ορίου του, ήτοι στην αποδοχή προς χρηματοδότηση από την τράπεζα επιταγών συγκεκριμένου εκδότη, μετοχών συγκεκριμένης εταιρείας ως κάλυμμα κλπ.

  2. Στην γενικότερη οικονομία, το πλαφονάρω μπορεί να χρησιμοποιηθεί αντί του επιβάλλω πλαφόν (σε τιμές, σε όριο ηλικίας κλπ), αν και στην πράξη προτιμάται ο περιφραστικός όρος.

1α. - Μαιρούλα θα μου κάνεις μια χορηγησούλα να πληρώσω την φορτωτική;
- Πάλι τα ίδια θα λέμε; Πλαφονάρισες με την προηγούμενη, ή θα φέρεις το οικόπεδο που λέγαμε για προσημείωση να σου αυξήσουμε το όριο ή θα περιμένεις να πέσουν οι επιταγές.
- Γιατί ρε Μαράκι μου τη βγαίνεις στο έτσι δηλαδή, που σού 'χω και μια συμπάθεια...
- Σε τα μας ρε Αποστόλη; Άκου συμπάθεια... Είναι σα να μου λες ότι ο Καραμανλής έχει ωραίους κοιλιακούς...

1β. - Πάλι «Σκορδομπούτσογλου Α.Ε.» μού 'φερες;
- Αφού είναι ο μεγαλύτερος πελάτης μου, τι να κάνω;
- Δεν μπορώ να τις πάρω, θα χτυπήσει στο σύστημα. Γι' αυτόν έχεις όριο εκατό χιλιάρικα κι έχει πλαφονάρει.
- Και που να τις σπάσω εγώ τώρα αυτές;
- Πήγαινε σ' άλλη τράπεζα, τι να σου πω; Εδώ μπουκώσαμε.
- Γαμώ τις τράπεζες και τα υπουργεία σας γαμώ...

  1. - Να βγαίνανε λέει αύριο και να πλαφονάρανε τη βενζίνη στο μισό ευρώ...
    - Τι λες ρε; Σού 'στριψε; Βζν τελείως;
    - Γιατί; Το μπουκαλάκι το νερό γιατί το έχουνε μισό ευρώ;
    - Α καλά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία