Από το battery = συστoιχία όπλων (κανονιών) που είναι τοποθετημένα σε ένα πλοίο (παλαιό - ξύλινο). Την ώρα που η συστοιχία βάλλει κατά του εχθρού από την μια πλευρά, λόγο αντιδράσεως η άλλη πλευρά γέρνει (μπατάρει) ελληνιστί.
Μπαταρισμένος είναι ο γερμένος (φυσικά ή πνευματικά)
Φυσικά = κάποιο ελάττωμα, μεθυσμένος, μαστουρωμένος, συγκαμένος, ελεφαντίαση στους όρχεις και περπατώ και γέρνω λες να τον παίρνω και ό,τι άρρωστο κατεβάσει ο νους σας.
Πνευματικά = ο έχων πνευματικό κώλυμα (στο τι ;;;;; το αφήνω στην φαντασία του κάθε ενός από εσάς).

Μπατάρουν και τα αυτοκίνητα.

- Ρε για κοίτα τον Μιχαλάκη... πώς περπατάει έτσι, ρε σα μπαταρισμένος πάει!
- Δεν είναι τίποτα, θα του πέρασει, χθες ήταν με την Μαρία την κουτσή και έκαναν κουτσό γαμήσι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία