Η λέξη αυτή, όπως και τα πρωΐ-πρωΐ, μεσημεριάτικα, απογευματιάτικα, βραδιάτικα και νυχτιάτικα, που στη Λευκάδα τουλάστιχον απαντούν και λήγουσες σε -ο αντί για το του επιρρήματος, είναι πέρα για πέρα δόκιμες, επιδέχονται, όμως μιας ιδιότυπα αδόκιμης χρήσης σε προτάσεις που δηλώνουν ενόχληση, πχ «άντε και γαμήσου ρε, πρωϊνιάτικα».

Παρ' ότι η συντακτική λειτουργία είναι αυτή του χρονικού προσδιορισμού, η νοηματική λειτουργία είναι εντελώς διαφορετική. Δεν στέλνεις κάποιον να γαμηθεί το πρωΐ, δηλώνεις ότι τον στέλνεις να γαμηθεί επειδή σου σπάει τ' αρχίδια πρωϊνιάτικα, αλλά στην τελική ούτε και αυτό, αφού και απόγευμα να ήταν, απλά θα άλλαζε η λέξη.

Η λειτουργία της λέξης στην πρόταση, τελικά, είναι απλά να δείξει τον εκνευρισμό και συμπληρώνει το μπινελίκι ή την όποια έκφραση αγανάκτησης.

Ευχαριστώ την μπαζόλα που μου σπάει τα αρχίδια στο γραφείο, που με έκανε να θέλω να τη βρίσω πρωΐ-πρωΐ και να αναρωτιέμαι πώς αποδίδεις το «ξεσκότα μου το μπούτσο πρωϊνιάτικο» στα γαλλικά.

βλέπε μήδι.

(από jesus, 11/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία