Ο όρος αυτός ανήκει στο ιδίωμα των Μεγαρέων και περιγράφει τον παθητικό ομοφυλόφιλο.
Ετυμολογικά προέρχεται από τα δύο συνθετικά: πίσω (όλοι καταλαβαίνουμε τη χρήση της λέξης) και την κουμπούρα, η οποία είναι ένα από τα πιο διαδεδομένα όπλα της Επανάστασης με χαρακτηριστικό το μακρόστενο σχήμα που παραπέμπει στο ανδρικό μόριο.
Άλλα συνώνυμα που ανήκουν επίσης στο Μεγαρίτικο ιδίωμα: κωλοφύρης, κωλοβρέχτης, κουνενές, πισωλούρης.
Σε oriental club τη στιγμή που ανεβαίνει «άντρας» στο τραπέζι για χορό:
- Ρε συ κοίτα πως κουνιέται τούτος δω.
- Δεν τον βλέπεις τον πισωκούμπουρο; Κουνάει την αχλαδιά κανονικά...