Αρχετυπική μορφή γυναίκας σε παλιά ελληνική ταινία, υποδυθείσα από την Ίλυα Λιβυκού. Μόνιμο απωθημένο του Βασίλη Λογοθετίδη, την βλέπει και ξερογλείφεται. Όνομα από άλλες εποχές που μπορεί κάλλιστα να αποκτήσει καινούριο νόημα στις μέρες μας. Να πως το σκέφτηκα.

Λωλ: παραπέμπει στο lol γνωστό τοις πάσι laughing out loud.
-ότα: αρχαιοελληνιστί ήταν τα ώτα, τα αυτιά.
Έτσι Λωλότα είναι η γυναίκα που γελάει δυνατά σαν σκουριασμένο μπλακεντέκερ και σου τρυπάει τα αυτιά, η ενοχλητική ωραία γκόμενα που σιχαίνεσαι να ακούς, αλλά λατρεύεις να βατεύεις.

Αποτυχία χτες το ραντεβού στα τυφλά. Η κοπέλα βγήκε Λωλότα, γελούσε με ό,τι έλεγα, το γέλιο της ήταν σαν κακάρισμα νυμφομανούς κότας και μου πήρε τα αυτιά, άσε που όλοι μάς κοιτούσαν περίεργα στο φραπάδικο που πήγαμε για καφέ.

Η τετράδα επι σκηνής (από GATZMAN, 18/06/09)Lolita (από allivegp, 18/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία