(Παροιμία) Οξύμωρο σχήμα, αντίφαση που διαπράττει (sic) κάποιος που προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Δηλαδή διατυπώνει μια πρόταση, η οποία μπορεί εύκολα να καταρριφθεί από αντιπρόταση, χωρίς ωστόσο να αρνείται τη συνδρομή των όρων της αντιπρότασης. Λέει μαλακίες δηλαδή.

(Μπάρμπας στη Μάνη):
-Επί χούντας είχαμε όλοι καλούς δρόμους. Αυτοί ήτανε πατριώτες. Τώρα, άσ' τα να πάνε στο διάολο!
(Ανίψι) :
-Ρε μπαρμπούλη να πούμε, αυτοί πούλησαν την Κύπρο! Θα μας τρελάνεις;
-Δεν μϵορούσανε να κάνουνε αλλιώς παιδί μου καλό. Ήτανε οι Αμερικάνοι που κάνανε κουμάντο.
-Ε, τότε τί σκατά πατριώτες ήταν; Ο άντρας μου είναι κερατάς κι εγώ καλή γυναίκα;.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία