(Σκωπτικά): Η εύπορη, όμορφη και ακατάδεχτη κοπέλα, κατά τον Σκαρίμπα. Βλ. βου-που / μπι-πι, αρχοντομούνα, κυριλογκόμενα κτλ.

Βασικά, κυκλοφορεί Κολωνάκι, αλλά μένει και προάστιο άμα λάχει. Απ' αυτές που πήζουν τη Σκουφά στην εμφιάλωση (μποτιλιάρισμα), όταν κοιτούν με τα κιάλια της όπερας τα συνολάκια στις βιτρίνες μέσα απ' το λαντ-ρόβερ, διότι νομίζουν ότι κατεβαίνουν για σαφάρι στο κέντρο.

Έχουν τα γυαλιά ηλίου για στέκα.

— Πήγα για καφέ στο Φίλιον τις προάλλες και κάνανε μιάμιση ώρα να μου φέρουνε νερό.
— Αφού δεν υπάρχεις ρε φίλε. Το κατάστημα είναι μαγαζί, μόνο για τίποτα μοσκομούνες, λούγκρες και κάτι παρ' ολίγον καλλιτέχνες. Τους πεθαμένους θα κοιτάξουνε τώρα;

Ακόμη: παγόμουνο. Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία