Παραστατική έκφρασις, που υποδηλώνει άοκνον προσπαθείαν επιτεύξεως δυσχερούς τινός στόχου.

Συχνάκις, ο ζοριζόμενος, προκειμένου να φέρει εις πέρας την αποστολήν του, υπερβάλλει τας εαυτού δυνάμεις και πέρδεται. Ανθίσταται δηλαδή ο οργανισμός και προειδοποιεί με ηχητικόν (και όχι μόνον) σήμα τον ζοριζόμενον, οτι έχει εξαντλήσει τα όριά του και οτι εις περίπτωσιν αγνοήσεώς του, ελλοχεύει η κουράς.

Εξ ' άλλου, ο μεταφορικώς ζοριζόμενος/ζόρικος σφίχτης, αντιμετωπίζεται με την έκφρασιν «σιγά, θα χεστείς !» μετά χαχανητών.

Συνώνυμον: Μου' χει φύγει/βγεί - το σκατό/ο Χριστός/η Παναγία/η ψυχή κ.τ.λ.

-Πώς τρέχεις έτσι ρε; Κάνε κι ένα διάλειμμα !
-Άσε, λείπουνε διακοπές οι συνεταίροι μου και μου' χει φύγει το κλανίδι στη δουλειά ...

Δες επίσης και μου έφυγε ο πάτος, πήρε φωτιά ο κώλος μου, ξεκωλώνομαι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία