Επιφώνημα τ. Μικυμάου, που εκφράζει κλάμα γοερό και ηχηρό.

Πρόκειται για κατάσταση κορύφωσης, στην οποία περιέρχεται ο κλαίγοντας αφού περάσει από τα στάδια σνιφ, κλαψ και λυγμ, τα οποία είναι συνήθως προκαταρκτικά και στην συνέχεια η καταιγίδα κοπάζει σταδιακά και ακολουθούν ξανά κατά την λογική της καμπάνας κανονικής κατανομής (βλ. μήδι).

Συγκεκριμένα το μπουχουχού αναφέρεται σε κλάματα απ' αυτά που ρίχνει κανείς χώνοντας το πρόσωπό του μέσα στις παλάμες του, κατά προτίμηση όσο είναι μόνος του, ενώ, αν του κάτσει μπροστά σε κόσμο, μπορεί να τρέχει ταυτόχρονα να κρυφτεί σε καμιά τουαλέτα ή άλλο ουδέτερο χώρο μη προσβάσιμο στους πολλούς για να μην γελοιοποιηθεί εντελώς.

Μπουχουχού παίζει επίσης σε φάση «κρύβω-το-πρόσωπό-μου-στον-ώμο-φίλου-που-ταυτόχρονα-με-αγκαλιάζει-παρηγορητικά».

Σύμφωνα με τα ανωτέρω το μπουχουχού μπορεί να παίξει τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο απλά για να επισημάνει στενοχώρια και διάθεση του ομιλούντος να κλάψει, οπότε και δεν συνοδεύεται από κραυγές και μύξες όπως στην κυριολεξία του και αυτό είναι καλό.

  1. Κάποιος κλαίει εδώ: Μπουχουχού... Έχω αυπνίες και θέλω να κλάψω τη μοίρα μου. Ποιο καλό παιδάκι θα με φτύσει στη μούρη να συνέλθω; Υ.Γ. Η έστω, ας μου συμπαρασταθεί. Υ.Γ.2. Κανείς ε;

  2. Κάποιος κλαίει εδώ: Τέρμα η άδειααα... μπουχουχου... Είναι τραγικό... Επιστροφή στη δουλειά μετά από έναν υπέροχο μήνα ξάπλας, ξεκούρασης και χαλάρωσης...

  3. Σχόλιο εδώ: Σαν να λέμε, πάει ο πούτσος, μας τέλειωσε, δεν σηκώνεται πια, δεν λειτουργεί μπουχουχου κλαψ, λυγμ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία