Μεταφορικώς, το αδύναμο, κοντό, φιλάσθενο και κακοσχηματισμένο άτομο.
Εκ του πτηνού κίχλη, κοινώς τσίχλα, και όχι εκ του ιταλικού cicca (γόμμα, τσιχλόφουσκα). Βλ. τσίκα (τεμάχιο χασίς, τσικαμπούμ, κ.α.).
- Μαλάκα, αυτός εκεί πέρα μας κοιτάει τόσην ώρα και χασκογελάει με το διπλανό του. Θα πά' να τραβήξω ζόρι!
- Πού πας μωρή τσίχλα; Που μου σερνίκωσες ξαφνικά! Θα σε σοπακιάσουνε πάλι και θα σε ντύνουμε γάζες...